|
Ο Μπολσεβίκος Τεύχος 5 |
Μάιος 2019 |
|
|
Τσίπρας: Ο Άσωτος Υιός της Εκκλησίας
Για τον Πλήρη Διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας
Τον Φεβρουάριο, λίγους μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές και ενώ συνεχίζονται οι συζητήσεις με εκπροσώπους της εκκλησίας, ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε στη Βουλή πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, η οποία πέρασε μόλις και μετά βίας στην πρώτη φάση της συνταγματικής αναθεώρησης – με την ισχνή πλειοψηφία 151 βουλευτών. Στο άρθρο παραμένει αναλλοίωτο ότι η «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» με μόνη αλλαγή την προσθήκη ότι «η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη». Μια προσθήκη για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου σε μια χώρα που το να είσαι Έλληνας είναι ταυτόσημο με το να είσαι ορθόδοξος. Ήδη η Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, με το προσωρινό πολίτευμα του 1822 όριζε ότι «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικράτειας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες» και που ακόμα και σήμερα το Σύνταγμα της χώρας ξεκινάει με τη φράση «Eις τo όνoμα της Aγίας και Oμooυσίoυ και Aδιαιρέτoυ Tριάδoς». Η Ελλάδα, όπως τη χαρακτήρισε ο Economist, αποτελεί «την πιο θεοκρατική κυβερνώσα δημοκρατία της Ευρώπης» (16 Νοεμβρίου 2018). Η εκκλησία διαδραματίζει καίριο ρόλο σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής από την πολιτική, την εκπαίδευση, τη σεξουαλική ηθική και τη γυναικεία καταπίεση, επιβάλλοντας στην πράξη ένα ημι-θεοκρατικό καθεστώς.
Όπως έγραφε το 1918 ο τότε Μπολσεβίκος ηγέτης Νικολάι Μπουχάριν αντλώντας από την εμπειρία του νεοσύστατου σοβιετικού κράτους που είχε προέλθει από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917:
«Η Εκκλησία πρέπει να διαχωριστεί από το Κράτος. Αυτό σημαίνει ότι οι παπάδες μπορούν να παραμείνουν, αλλά θα πρέπει να συντηρούνται από όσους αποδέχονται το δηλητήριό τους ή από αυτούς που ενδιαφέρονται για την ύπαρξή τους.... Αφήστε τους πιστούς, εάν το επιθυμούν, να ταΐζουν τους αγίους πατέρες με δικά τους έξοδα....
«Από την άλλη πλευρά, η ελευθερία της σκέψης πρέπει να είναι εγγυημένη. Εξού και το αξίωμα ότι η θρησκεία είναι μια προσωπική υπόθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να παλεύουμε εναντίον της με την ελευθερία των επιχειρημάτων μας. Σημαίνει ότι το Κράτος δεν πρέπει να υποστηρίζει κανέναν εκκλησιαστικό οργανισμό. Όσον αφορά αυτό το ζήτημα, το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων Κομμουνιστών έχει πραγματωθεί σε όλη την Ρωσία. Κληρικοί όλων των πίστεων έχουν στερηθεί Κρατικής επιχορήγησης» (δική μας μετάφραση).
— «Το Πρόγραμμα της Παγκόσμιας Επανάστασης» (Μάιος 1918)
Αυτά είχαν γραφτεί το 1918. Εκατόν ένα χρόνια μετά στην καπιταλιστική, καταχρεωμένη Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ υποκριτικά πανηγύριζε και παρουσίαζε ως μία ανατρεπτική πρόταση – την οποία ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας χαρακτήρισε ως ιστορικού χαρακτήρα – το γεγονός ότι «οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι». Πόσο υποκριτικό όταν στην ίδια πρόταση ορίζεται ότι «το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου». Στην Ελλάδα οι παπάδες αριθμούν τους 10.000 και αυτοί θα συνεχίσουν εσαεί να πληρώνονται από τα χρήματα του δημοσίου – χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ήδη υπέρογκο νούμερο λαϊκών που εργάζονται για την εκκλησία – ενώ ταυτόχρονα οι γιατροί αντιστοιχούν σε περίπου 7.000 και ολόκληρο το Εθνικό Σύστημα Υγείας υπολειτουργεί από έμψυχο δυναμικό (γιατρούς, νοσηλευτικό προσωπικό κτλ.) ως και μονάδες εντατικής θεραπείας και πρώτες ύλες. Μόνο ως κοροϊδία θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή αυτή η «ιερή μπίζνα» ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία απέναντι στους εξαθλιωμένους εργαζόμενους.
Η συμφωνία αυτή αποτελεί μια ύστατη και αποτυχημένη προσπάθεια απόκτησης «αριστερών» προσήμων για τον υποτιθέμενο διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας. Κυρίως όμως αποτελεί μια κάλυψη για την καθαρά επιχειρηματική ανταλλαγή για οικονομικά οφέλη από την από κοινού εκμετάλλευση της «εκκλησιαστικής» περιουσίας. Όπως άλλωστε ορίζεται στην προσυμφωνία: «Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας» όπου τα έσοδα θα μοιράζονται 50-50 μεταξύ εκκλησίας και δημοσίου. Αυτή η συμφωνία θα επιτρέψει στο κράτος και στην εκκλησία να κερδίσουν χρήματα από την αξιοποίηση της περιουσίας που μέχρι τώρα είναι αχρησιμοποίητη καθώς και να αποφύγουν περιπλοκές όπως αυτές που είχαν εμφανιστεί στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου.
Στην Ελλάδα η εκκλησία αποτελεί τον μεγαλύτερο ιδιώτη γαιοκτήμονα. Η εκκλησία εμφανίζεται να κατέχει σχεδόν 1,3 εκατ. στρέμματα γης σε όλη τη χώρα καθώς και πληθώρα επενδύσεων οι οποίες περιλαμβάνουν την κατασκευή και ενοικίαση ακινήτων, την ενοικίαση γαιών και κυρίως την αγορά μετοχών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι κανείς μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει το ακριβές μέγεθος της εκκλησιαστικής περιουσίας, μιας και ως διαχειριστές της – και όχι τυχαία – είναι περίπου 10.000 Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (μητροπόλεις, ναοί, μοναστήρια και ιερά ιδρύματα). Για να μην αναφέρουμε την περίπτωση του Αγίου Όρους που του ανήκει ένα ολόκληρο κομμάτι της ελληνικής επικράτειας και μάλιστα με τη μορφή «κράτος εν κράτει». Απαιτούμε την απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας!
Στη νέα πρόταση που παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση – μόλις τρεις μήνες μετά την αρχική πρόταση και μετά από τις πιέσεις και τις διαφωνίες της ιεραρχίας – φαίνεται να «εξαφανίστηκε» από το προσχέδιο το τρίτο από τα δεκαπέντε σημεία που είχαν ανακοινώσει ο Αλέξης Τσίπρας και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, αυτό που έπαυε να αναγνωρίζει τους κληρικούς ως δημοσίους υπαλλήλους. Ακόμα και έτσι όμως θα πρέπει να περάσει από τον έλεγχο της ιεραρχίας, η οποία δυνητικά μπορεί να το απορρίψει εκ νέου ή να προτείνει «βελτιώσεις», αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ισχύ της εκκλησίας και τον έλεγχο που ασκεί στον δημόσιο και πολιτικό βίο της χώρας.
Είναι πραγματικά αποκαλυπτική η σχέση μεταξύ κράτους και εκκλησίας αν αναλογιστεί κανείς ότι με τον νόμο του 1945 επί αρχιεπισκόπου Αθηνών και Αντιβασιλέα Δαμασκηνού είναι η πρώτη φορά που τη μισθοδοσία του κλήρου αναλαμβάνει επίσημα το κράτος. Το 1945 ενώ η χώρα ήταν στο έλεος της λευκής τρομοκρατίας με τα τάγματα ασφαλείας να αλωνίζουν δολοφονώντας κομμουνιστές και το ΚΚΕ να υπογράφει την επαίσχυντη συμφωνία της Βάρκιζας, το κράτος και η εκκλησία συμφωνούσαν για τον μισθό του κλήρου. Με αυτό τον τρόπο η αστική τάξη φρόντισε να πάρει ένα επιπλέον μέτρο ενάντια στον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Ως Μαρξιστές, παλεύουμε για τα δημοκρατικά δικαιώματα της ισότητας των πολιτών όπου τα θρησκευτικά πιστεύω θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ιδιωτικά θέματα. Εάν κάποιος θέλει να λατρεύει τον Ιησού, τον Αλλάχ, τον Ιεχωβά, τον Σατανά, τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου ή τον Γκάνταλφ τον Λευκό (από τα διηγήματα του Τόλκιν), να μπορεί να το κάνει χωρίς να παρεμβαίνει το κράτος, αλλά επίσης και χωρίς καμία κρατική επιχορήγηση. Είμαστε ενάντιοι σε κάθε είδος διωγμού και καταπίεσης για τα θρησκευτικά πιστεύω ή μη – είτε δηλαδή είναι άθεοι είτε πιστοί άλλων θρησκειών – συμπεριλαμβανομένων των μουσουλμάνων μεταναστών οι οποίοι είναι συχνά θύματα ρατσιστικών επιθέσεων και διακρίσεων. Είμαστε επίσης κατά της παρεμπόδισης από κάθε κρατική αρχή ή/και από την εκκλησία για τη δημιουργία τζαμιού ή άλλων λατρευτικών χώρων για όλες τις θρησκευτικές μειονότητες. Για τον πλήρη διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας!
Ελληνικό Κράτος και Ορθοδοξία: Δύο Αιώνιοι Σύμμαχοι, μια Συνταγή για Εθνικιστικές Εξάρσεις!
Ακόμα και πριν τη δημιουργία του ελληνικού έθνους-κράτους, η εκκλησία δημιούργησε και διαιώνισε πολλούς μύθους για τον ρόλο της, μυθοπλασίες τις οποίες συντηρεί μέχρι και σήμερα, μιας και τα οφέλη τους είναι πολύ ισχυρότερα από την αλήθεια. Μία από τις πιο γνωστές είναι η ύπαρξη του «κρυφού σχολειού», στην οποία υποτίθεται ότι η ελληνική παιδεία ήταν κατατρεγμένη στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η εκκλησία πρωτοστατούσε, μέσα από «κινδύνους» και «θυσίες», στη μόρφωση του λαού. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Κρυφά σχολειά δεν υπήρχαν γιατί δεν υπήρχε καμία ανάγκη να δημιουργηθούν καθώς η ίδρυση ελληνικών σχολείων στα χρόνια της οθωμανικής εξουσίας δεν απαγορευόταν. Στην πραγματικότητα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενίσχυσε την εκκλησία μιας και της έδωσε απόλυτη εξουσία πάνω στον ελληνόφωνο πληθυσμό. Η προσπάθεια ταύτισης της εθνικής με τη θρησκευτική συνείδηση δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη της εκκλησίας ως πρωταγωνιστή στη διατήρηση του ελληνικού έθνους μέσω της δήθεν συμμετοχής της στην επανάσταση του 1821. Τέτοιου είδους μύθοι και δοξασίες αποσκοπούν και σε άλλο ένα όφελος τόσο για το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος όσο και για την ορθοδοξία, την ένωση του «έθνους» ενάντια στον κοινό εχθρό, τον Τούρκο «αλλόθρησκο». Η θρησκεία στηρίζει το κράτος και το κράτος με τη σειρά του τη θρησκεία ενώνοντας τους πολίτες σε έναν ατέρμονα αντιτούρκικο σοβινισμό που εξυπηρετεί στη σταθερότητα και τη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος.
Τη δεκαετία του 1930, η Εθνική Ένωσις «Η Ελλάς» (Ε.Ε.Ε.), η κύρια φασιστική οργάνωση εκείνης της εποχής με αρκετή δύναμη στη βόρεια Ελλάδα, οργάνωσε πογκρόμ στην πόλη της Θεσσαλονίκης με στόχο (όπως αναφέρεται στο καταστατικό της του 1929) την «προστασία της θρησκείας ... την αντιμετώπιση οποιασδήποτε ξένης προπαγάνδας και απόπειρας εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας του έθνους και η αποκατάσταση του ηθικού του στρατού». «Σύμφωνα με τις ενέργειες και τις εκτιμήσεις ηγετικών στελεχών της οργάνωσης, δύο από τα εμπόδια στην υλοποίηση των στόχων που είχαν τεθεί ήταν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και οι κομμουνιστές» («Η Καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας 1941-1944», Μαρία Καβάλα, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015).
Δεν είναι μακρινό στην ιστορία το παράδειγμα των Αλβανών μεταναστών στη χώρα, οι οποίοι προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί από την κοινωνία αναγκαζόντουσαν να βαφτιστούν χριστιανοί. Η εκκλησία ήταν επίσης στην πρώτη γραμμή – μαζί με την υπερορθόδοξη Χρυσή Αυγή – στις αντιδραστικές διαδηλώσεις για τη Μακεδονία τον χειμώνα που μας πέρασε (δες Ο Μπολσεβίκος, τεύχος 4, Απρίλιος 2018).
Καπιταλισμός και Θρησκεία
Λόγω της βαθιάς ρίζας της στην κοινωνία, η θρησκεία αποτελεί έναν από τους βασικότερους πυλώνες του ελληνικού καπιταλισμού προωθώντας κάθε είδος σκοταδισμού, οπισθοδρόμησης και κοινωνικής αντίδρασης προκειμένου να ενσταλάξει σεβασμό στην εξουσία της άρχουσας τάξης. Η ορθόδοξη εκκλησία δρούσε και δρα σε πλήρη αρμονία με το εκάστοτε κρατικό καθεστώς ενάντια στην εργατική απελευθέρωση και τον «κίνδυνο» του κομμουνισμού και είναι εχθρική απέναντι στους αγώνες των εργαζομένων. Υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα στη νεότερη ελληνική ιστορία, άλλωστε δεν είναι άγνωστη η ταύτιση της ιεραρχίας με τους ναζί κατακτητές και αργότερα με τη χούντα, ούτε ο αντιδραστικός ρόλος που διαδραμάτισε κατά τον εμφύλιο πόλεμο.
Επί ναζιστικής κατοχής άπαντες σχεδόν οι μητροπολίτες έσπευσαν να δηλώσουν νομιμοφροσύνη προς τους κατακτητές. Το δε Άγιο Όρος βιάστηκε να στείλει επιστολή τον Απρίλιο του 1941, μια μέρα προτού μπουν οι κατακτητές στην Αθήνα, «Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Αρχικαγκελλάριον του ενδόξου Γερμανικού Κράτους Κύριον Αδόλφον Χίτλερ εις Βερολίνον», ζητώντας να διατηρήσουν τα κτήματα και τα δικαιώματά τους και να τα πάρει υπό την προστασία του ο Αδόλφος Χίτλερ. Η εκκλησία, όπως αναφέρει ο Γρηγόρης Ψαλλίδας στο βιβλίο του «Συνεργασία και ανυπακοή. Η πολιτική της ηγεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην κατοχή (1941-1944)»: «αποδείχτηκε ικανότερος συνεργάτης για τους κατακτητές από όσο οι δύο πρώτες ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις» («Η κατοχή, η δικτατορία και ο αρχιεπίσκοπος», Εφημερίδα των Συντακτών, 26 Σεπτεμβρίου 2016).
Κάποια μέλη του κατώτερου κλήρου ετάχθησαν στο πλευρό της αντίστασης, αλλά από τους ανώτερους κληρικούς μόνο δύο μητροπολίτες πήγαν στο ΕΑΜ και αυτούς η ιεραρχία τους κυνήγησε και τους καθαίρεσε. Η εκκλησία έκανε ξεκάθαρο με το ποια πλευρά ήταν αλλά ακόμα και έτσι το ΚΚΕ/ΕΑΜ ασπάστηκε την αντιδραστική ορθόδοξη εκκλησία. Η εθνικιστική πολιτική του ΚΚΕ ήταν μέσα στα πλαίσια του λαϊκού μετώπου που υιοθέτησε η Κομιντέρν το 1935 για συνεργασία με την αστική τάξη. Αυτή η πολιτική συμμαχία με την αστική τάξη αναπόφευκτα τους οδήγησε στον εναγκαλισμό με την εκκλησία. Οι ορθόδοξοι παπάδες ήταν ευπρόσδεκτοι μέσα στο ΕΑΜ και κάποιοι πολέμησαν στις μονάδες του ΕΛΑΣ, όπου μπορούσαν ελεύθερα να προπαγανδίζουν μισογυνισμό και την αντιδραστική τους κοσμοθεωρία. Κάτω από την ηγεσία των Σταλινικών, η τεράστια κοινωνική δύναμη της εργατικής τάξης στην κεφαλή των εξεγερμένων αγροτών και ο ηρωισμός των μαχητών τους, αντί να κινητοποιηθεί για να ξεφορτωθεί το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης, χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει τον σκοπό του αστικού εθνικισμού, με τη συνεπακόλουθη κοινωνική καθυστέρηση. Το ΚΚΕ σε όλη του την ιστορία συνεργάζεται με την εκκλησία και τους ιεράρχες της. Ακόμα και σήμερα όπου το ΚΚΕ ισχυρίζεται ότι είναι ενάντια στη συμφωνία η οποία «δεν έχει καμία σχέση με τον πλήρη διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας» («Συμφωνία Κυβέρνησης - Εκκλησίας», Ριζοσπάστης, 8 Νοέμβρη 2018), ο Δ. Κουτσούμπας σε συνάντησή του με αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Επανέλαβε τη θέση για την κατοχύρωση της μισθοδοσίας και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των κληρικών, ώστε να εξασφαλιστεί η αξιοπρεπής διαβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους» («Συνάντηση του Δημήτρη Κουτσούμπα με αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου», 14 Φεβρουαρίου 2019, 902.gr). Αυτό αποδεικνύει ότι το κάλεσμα του ΚΚΕ για διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά λόγια του αέρα. Αυτή η ενεργή συνεργασία τους διευρύνει το κύρος της εκκλησίας στα μέλη του ΚΚΕ και στην εργατική τάξη ενισχύοντας τον σκοταδισμό και την οπισθοδρόμηση αντί να τα καταπολεμά. Η θέση του ΚΚΕ βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με όσα πάλευε ο Λένιν ως ηγέτης του Μπολσεβίκικου κόμματος: «Για το κόμμα του σοσιαλιστικού προλεταριάτου η θρησκεία δεν είναι ατομική υπόθεση. Το κόμμα μας είναι ένωση συνειδητών, πρωτοπόρων αγωνιστών για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Μια τέτοια ένωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να στέκει αδιάφορη απέναντι στην έλλειψη συνειδητότητας, στην καθυστέρηση ή στο σκοταδισμό με τη μορφή θρησκευτικών δοξασιών» («Σοσιαλισμός και Θρησκεία», Άπαντα Λένιν, τόμος 12, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987).
Ενώ το ΚΚΕ στις αρχές – στόχους του προγράμματός του ισχυρίζεται ότι «καθοδηγείται από την επαναστατική κοσμοθεωρία του μαρξισμού-λενινισμού» (kke.gr), στην πράξη φοβάται μην απολέσει την ψήφο των «πιστών». Με το λαϊκομετωπικό του πρόγραμμα αποτελεί εμπόδιο στην ανύψωση της συνείδησης της εργατικής τάξης. Με το να συμβιβάζεται με έναν από τους πυλώνες του ελληνικού καπιταλισμού δένει την εργατική τάξη με τη θρησκευτική οπισθοδρόμηση.
Ο Λένιν παλεύοντας ενάντια στους οπορτουνιστές μέσα στο εργατικό κίνημα έγραψε:
«Για εκείνους που ασχολούνται επιπόλαια με το μαρξισμό, για εκείνους που δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να σκέπτονται, η ιστορία αυτή είναι ένα κουβάρι παράλογων αντιφάσεων και ταλαντεύσεων του μαρξισμού: ένα είδος, λένε, σαλάτας από “συνεπή” αθεϊσμό και από “χατιράκια” προς τη θρησκεία, ένα είδος ταλάντευσης “χωρίς αρχές” ανάμεσα στον ε-ε-επαναστατικό πόλεμο κατά του θεού και στη φοβιτσιάρικη επιθυμία να “προσαρμοστούμε” στους εργάτες που πιστεύουν, στο φόβο μη τους τρομάξουμε κτλ. κτλ.»
— «Σχετικά με τη Στάση του Εργατικού Κόμματος Απέναντι στη Θρησκεία», Άπαντα Λένιν, τόμος 17, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987).
Τα παραδείγματα του αντιδραστικού ρόλου της εκκλησίας δεν σταματούν εδώ. Είναι γνωστή η απόλυτη υποστήριξη της εκκλησίας προς το «Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών» της χούντας. Με την πτώση της χούντας, ο Σεραφείμ εκλέχθηκε στο αξίωμα του αρχιεπισκόπου από το 1974 έως και το 1998 όπου σημαντικό ρόλο στην εκλογή του διαδραμάτισε ο αποδεδειγμένος αντικομμουνισμός του και η συμμετοχή του στον ΕΔΕΣ του Ζέρβα.
Αλλά και σε περιόδους ειρήνης ο ρόλος της εκκλησίας δεν είναι λιγότερο αντιδραστικός. Τη δεκαετία του 1950 ο χριστιανός μυστικιστής Νίκος Καζαντζάκης πολεμήθηκε σκληρά από την εκκλησία, η οποία έφτασε στο σημείο να ζητήσει ακόμα και τον αφορισμό του. Τα έργα του Ο Τελευταίος Πειρασμός, Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης έγιναν αφορμή για να ζητήσει η Ιερά Σύνοδος την απαγόρευσή τους από την κυβέρνηση. Όταν στη συνέχεια, το 1988 προβλήθηκε στην Αθήνα η ταινία Ο Τελευταίος Πειρασμός, υπό την σκηνοθεσία του διάσημου Μάρτιν Σκορτσέζε, ξέσπασαν ταραχές έξω από τους κινηματογράφους. Από την εφημερίδα τα Νέα της εποχής εκείνης διαβάζουμε «οι διαδηλωτές έφτασαν στον “τόπο του εγκλήματος” [στο σινεμά Embassy στο Κολωνάκι όπου προβαλλόταν η ταινία], κραδαίνοντας τους κλασσικούς σταυρούς και φωνάζοντας συνθήματα όπως “Έξω οι αντίχριστοι”, “Ο λαός απαιτεί η ταινία να καεί”, “Ελλάδα σημαίνει Ορθοδοξία” και άλλα παρεμφερή» (14 Οκτωβρίου 1988). Με την απόφαση 17155/1988 το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών απαγόρευσε «προσωρινά» την ταινία. Ακόμα και μέχρι τις μέρες μας ποτέ δεν έχει προβληθεί στην Ελλάδα από κρατικό κανάλι.
Το 2000 το βιβλίο Μν του Μίμη Ανδρουλάκη – που παρουσιάζει τον Χριστό να ερωτοτροπεί και να του είναι δύσκολο να αντισταθεί στη Μαρία Μαγδαληνή – προκαλεί βίαιες αντιδράσεις. Φανατικοί καίνε δημόσια το βιβλίο σε πλατείες της Θεσσαλονίκης, αποκαλούν τον Ανδρουλάκη «αντίχριστο» και ζητούν τη δίωξή του. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης απαγόρευσε την κυκλοφορία του βιβλίου στην περιφέρεια της κεντρικής Μακεδονίας. Το σκεπτικό της απόφασης για την προσωρινή απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου ήταν να εκτονωθεί το κλίμα έντασης που είχε δημιουργηθεί εκείνο το διάστημα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης.
Ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους ήταν ένα ιστορικό αίτημα των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων την εποχή όπου η προοδευτική καπιταλιστική τάξη επιδίωκε να ανατρέψει τις φεουδαρχικές κοινωνικές σχέσεις. Αλλά στην ιμπεριαλιστική εποχή όπου η καπιταλιστική τάξη έχει από καιρό σταματήσει να διαδραματίζει προοδευτικό ρόλο, ακόμα και σε χώρες όπου επίσημα υπάρχει ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους, η θρησκευτική ιδεολογία αποτελεί μία τεράστια δύναμη στη διαμόρφωση των νόμων και των κοινωνικών παραδόσεων.
Οικογένεια, Σεξουαλική Ηθική και Γυναικεία Καταπίεση
Η ορθόδοξη εκκλησία στηρίζει την πατριαρχική οικογένεια με τη μορφή του πατέρα, της παρθένας συζύγου (Παναγίας) και του βρέφους Ιησού. Ο μύθος αυτός αποτελεί μια φανταστική αντανάκλαση της πραγματικής επίγειας οικογένειας καθώς και έναν βασικό τρόπο προώθησής της. Είναι ακριβώς ο θεσμός της οικογένειας η κύρια πηγή της γυναικείας καταπίεσης.
Ήδη από τον 19ο αιώνα ο Ένγκελς είχε εξηγήσει το πώς η γυναικεία καταπίεση είναι δεμένη με το ταξικό σύστημα και την οικογένεια. Η οικογένεια, υποστηρίζοντας το σύστημα της εκμετάλλευσης, είναι το ένα πόδι από το τρίποδο των καταπιεστικών θεσμών – οικογένεια, κράτος και οργανωμένη θρησκεία – τα τρία βασικά τμήματα της νομικής και πολιτικής δομής της ταξικής κοινωνίας, όπως όρισε ο Μαρξ. Ενώ για την άρχουσα τάξη η οικογένεια είναι καίριας σημασίας ως το μέσο που ορίζει την κληρονομιά της ιδιοκτησίας και της εξουσίας, για τους βιοπαλαιστές εξυπηρετεί ένα διαφορετικό σκοπό, το μέσο για την ανατροφή της νέας γενιάς μισθωτών προς εκμετάλλευση. Η πατριαρχική οικογένεια αποτελεί το λίκνο για την κατήχηση της υπακοής και της υποταγής στην εξουσία.
Η οικογένεια και η θρησκεία είναι κεντρικές στην ασφυκτική «ηθική» και τους κώδικες συμπεριφοράς που επιτάσσονται από την καπιταλιστική κοινωνία για να παράγουν πειθαρχημένους εργάτες. Οι γονείς – και κυρίως η μητέρα που επιβαρύνεται περισσότερο με την ανατροφή των παιδιών – ως οι αρχικοί φροντιστές των βρεφών και των νηπίων είναι αυτοί που τους ενσταλάζουν τις πρώτες αρχές και τις πρώτες ενοχές. Ξεκινώντας από αυτή της σεξουαλικής καταστολής, μαθαίνουν τα παιδιά να νιώθουν ντροπή για τα σώματά τους και να καταστέλλουν τη φυσική τους περιέργεια. Ταυτόχρονα, έρχεται η θρησκεία να μάθει στα παιδιά την ενοχή για το σώμα τους και τη σεξουαλικότητά τους και να ονομάσει «αμαρτία» ως και «φόνο» την αυτοϊκανοποίηση («σκοτώνονται» τα πιθανά παιδιά).
Η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία εμφυσά μέσα στην κοινωνία ότι οι γυναίκες είναι όργανα του κακού, του πειρασμού και της πονηριάς, γι’ αυτό άλλωστε δεν επιτρέπεται να εισέλθουν στους «ιερούς» χώρους του Αγίου Όρους ή γι’ αυτό μια γυναίκα που βρίσκεται σε έμμηνο ρύση δεν μπορεί να κοινωνήσει ή να φιλήσει της εικόνες των αγίων, μιας και με βάση τη θρησκεία είναι ακάθαρτη. Η μοιχεία ως ποινικό αδίκημα καταργήθηκε με νόμο μόλις το 1982 με την εκκλησία φυσικά να αντιδρά υποστηρίζοντας ότι θα κλονίσει τα θεμέλια της οικογένειας και του γάμου. Το αβάφτιστο παιδί, με βάση την εκκλησία, είναι επιρρεπές σε ασθένειες και σε δαιμονισμό. Η έκτρωση θεωρείται φόνος. Απαιτούμε: Ελεύθερες και δωρεάν εκτρώσεις για όλες τις γυναίκες ανεξαρτήτου ηλικίας, στα πλαίσια ενός ποιοτικού συστήματος υγείας!
Η εκκλησία στέκεται ενάντια στα πλέον βασικά δημοκρατικά δικαιώματα μοιράζοντας απλόχερα δηλητήριο ενάντια στο σύμφωνο συμβίωσης, τους ομοφυλόφιλους και τους διεμφυλικούς. Ο αρχιεπίσκοπος Αμβρόσιος μαινόμενος κατά των ομοφυλόφιλων είχε γράψει «ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΗΚΩΣΑΝ ΚΕΦΑΛΙ! Ας μιλήσουμε έξω από τα δόντια ΦΤΥΣΤΕ ΤΟΥΣ!» (9 Δεκεμβρίου 2015), δηλώσεις για τις οποίες καταδικάστηκε σε 7 μήνες με αναστολή από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου και στη συνέχεια έκανε προσφυγή στον Άρειο Πάγο δηλώνοντας για την απόφαση του δικαστηρίου: «Για τον Θεό και την πίστη μας ακόμα και φυλακή πηγαίνω! Ευχαριστώ τον Θεό για την τιμή που μου έκανε!». Η ομοφυλοφιλία, η οποία αποτελούσε μέρος της ζωής και τμήμα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στην αρχαία Ελλάδα (κυρίως στους άντρες), απαγορεύτηκε και ποινικοποιήθηκε με την έλευση της χριστιανικής πίστης. Η θρησκεία σε συνδυασμό με την οικογένεια υπηρετούν και οι δύο στο να πειθαρχούν κοινωνικά και στο να προωθούν μια «ηθική» η οποία απαγορεύει οτιδήποτε παρεκκλίνει από αυτό που ορίζουν οι ίδιοι ως κανονικότητα δηλαδή τον γάμο, το ετεροφυλικό σεξ με μοναδικό σκοπό την αναπαραγωγή απογόνων και την ετεροφυλική οικογένεια. Κράτος και εκκλησία έξω από το κρεβάτι μας! Πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα για τους ομοφυλόφιλους και τους διεμφυλικούς! Για το δικαίωμά τους στην υιοθεσία!
Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, με τη γενική ανεργία σε πολύ υψηλά επίπεδα, τον περιορισμό στις προσλήψεις και την υπολειτουργία των δημόσιων νηπιαγωγείων, οι γυναίκες σε μεγάλα νούμερα «επέστρεψαν» στο σπίτι και το νοικοκυριό και επιβαρύνθηκαν ακόμη περισσότερο με την ανατροφή των παιδιών. Οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των μακροχρόνιων ανέργων. Η ανεργία και η φτώχεια έχουν οδηγήσει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού πίσω στην πατρική οικογένεια για επιβίωση όπως και να απευθύνεται σε εκκλησιαστικά ιδρύματα για τη σίτιση και την ένδυσή του. Άμεσο αποτέλεσμα είναι η ισχυροποίηση του θεσμού της οικογένειας και της εκκλησίας.
Η πλήρης απελευθέρωση των γυναικών μπορεί να έλθει μόνο μέσα σε μία μη ταξική κοινωνία στην οποία οι παραγωγικές και οικονομικές δυνάμεις χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετούν την ανθρωπότητα και όχι για να γεμίζουν τις τσέπες της καπιταλιστικής τάξης. Με την εργατική τάξη στην εξουσία θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια νέα κοινωνία βασισμένη όχι στην ατομική ιδιοκτησία αλλά στην κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία με στόχο να απαλείψουμε την υλική βάση της γυναικείας καταπίεσης (την οικιακή σκλαβιά). Επιπλέον, οι συναινετικές σεξουαλικές σχέσεις θα αποτελούν ένα καθαρά ιδιωτικό θέμα και η θρησκεία θα φθίνει κατ’ ανάγκη μιας και δεν θα στηρίζεται ούτε από το κράτος ούτε από τη δυστυχία, η δικαιολόγηση της οποίας αποτελεί τον κύριο λόγο ύπαρξής της. Μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, ξέρουμε ότι η θρησκεία, η αστική οικογένεια και το κράτος θα ανήκουν στο μουσείο της αρχαίας ιστορίας. Για τη γυναικεία απελευθέρωση μέσω της Σοσιαλιστικής Επανάστασης!
Το γυναικείο ζήτημα επίσης ρίχνει άπλετο φως στους λόγους που εμείς οι Τροτσκιστές επιμέναμε στην υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης, της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) και των υπόλοιπων παραμορφωμένων εργατικών κρατών στην Ανατολική Ευρώπη, ενάντια στην ιμπεριαλιστική επίθεση και στην εσωτερική αντεπανάσταση και επιμένουμε σήμερα για τους ίδιους λόγους στην υπεράσπιση των εναπομεινάντων παραμορφωμένων εργατικών κρατών: Κούβας, Κίνας, Βόρειας Κορέας, Λάος και Βιετνάμ. Όπως εξηγεί ο Ένγκελς στο έργο του Η Καταγωγή της Οικογένειας της Ατομική Ιδιοκτησίας και του Κράτους (1884), η πρώτη συνθήκη για την απελευθέρωση των γυναικών είναι η ενσωμάτωσή τους στη δημόσια βιομηχανία και άρα στον δημόσιο βίο. Το παράδειγμα της ΛΔΓ – παρά το γεγονός ότι ήταν γραφειοκρατικά παραμορφωμένη από τη δημιουργία της – αποτελεί μέχρι και σήμερα την πιο ισότιμη κοινωνία για τις γυναίκες από την έλευση της ταξικής κοινωνίας. Οι γυναίκες απολάμβαναν πολλά πλεονεκτήματα, όπως φορείς υποστηριζόμενους από το κράτος για τη φροντίδα των παιδιών, δημόσια πλυντήρια, νηπιαγωγεία, κέντρα φροντίδας των νεογνών, πλήρη δικαιώ-
ματα στην έκτρωση, πρόσβαση σε μία μεγάλη γκάμα ειδικοτήτων και επαγγελμάτων και σε μεγάλο βαθμό οικονομική ισότητα με τους άντρες συναδέρφους τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, περισσότερο από το 95 τοις εκατό των γυναικών είτε εργάζονταν είτε συμμετείχαν σε εκπαιδευτικά προγράμματα – ένα στάτους πιο προχωρημένο από τις καπιταλιστικές κοινωνίες ακόμη και σήμερα. Όμως, όπως ο Στάλιν έτσι και το καθεστώς του Χόνεκερ στη ΛΔΓ, εξυμνούσε τη «σοσιαλιστική οικογένεια» ως το γενετικό κύτταρο του κράτους στην κοινωνία. Οι Σταλινικοί δεν αντικατέστησαν την οικογένεια. Υπήρχε μια «δεύτερη βάρδια» για τις γυναίκες στην οικογένεια οι οποίες έπρεπε μετά τη δουλειά να κάνουν τις οικιακές εργασίες και να προσέξουν τα παιδιά. Μόνο όταν η οικογένεια αντικατασταθεί σταδια-
κά από κολλεκτιβοποιημένες μορφές ανατροφής των παιδιών θα ξεπεραστούν οι πανάρχαιες διακρίσεις στην εργασία μεταξύ αντρών και γυναικών. Είμαστε υπέρ της αντικατάστασης της οικογένειας για να μπορέσουν οι γυναίκες να έρθουν πραγματικά μπροστά.
Εκπαίδευση, Θρησκεία και Καταπίεση
Για να μπορέσουν το κράτος με την οργανωμένη θρησκεία να προωθήσουν την υπακοή στις μάζες πρέπει να ξεκινήσουν την «κατήχηση» από πολύ μικρή ηλικία. Και έτσι ακριβώς κάνουν. Μακριά από την «ελεύθερη βούληση», οι προσωπικές επιλογές των ανθρώπων περιορίζονται από τους νόμους, τα οικονομικά και τις προκαταλήψεις της ταξικής κοινωνίας κάτι που ισχύει ιδιαίτερα για την εργατική τάξη και για τους φτωχούς. Όπως άλλωστε είχε γράψει ο Λένιν: «Ποτέ η ιδέα του θεού δεν “συνέδεσε το άτομο με την κοινωνία”, αλλά πάντοτε συνέδεε τις καταπιεζόμενες τάξεις με την πίστη στη θεϊκότητα των καταπιεστών» («Προς τον Α. Μ. Γκόρκι», Νοέμβριος 1913, Άπαντα Λένιν, τόμος 48, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984).
Όταν τα παιδιά είναι μικρά σε ηλικία είναι οι γονείς αυτοί που αποφασίζουν εάν τα παιδιά τους θα έχουν θρησκευτική κατήχηση. Τουλάχιστον στην αρχή η κατήχηση επιβάλλεται στα παιδιά ενάντια στις υποκειμενικές επιθυμίες τους. Και ενώ τα πρώτα στίγματα συμμόρφωσης με την αστική ηθική προέρχονται από την οικογένεια, τη συνέχεια αναλαμβάνει το σχολείο. Όπως ορίζεται στο Άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος «H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό ... την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης». Πιστό στο στόχο του, το κράτος συνεχίζει την κατήχηση εκεί που την είχαν αφήσει οι γονείς και επιβάλλει τις θρησκευτικές προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες στα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία μέσα από την πρωινή προσευχή, τον αγιασμό, τις θρησκευτικές εικόνες μέσα σε κάθε αίθουσα, τη διδασκαλία των θρησκευτικών από το δημοτικό έως και το λύκειο κ.α..
Το να εξαιρέσεις το παιδί σου από το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο προϋποθέτει πραγματικά ισχυρή συνείδηση από την πλευρά του γονιού, ο οποίος θα αντιμετωπίσει τόσο κοινωνικές προκαταλήψεις όσο και πιθανό στιγματισμό όχι μόνο του ιδίου αλλά και του παιδιού του. Ως αποτέλεσμα, η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών υπόκεινται σε θρησκευτική κατήχηση για 12 χρόνια, ακόμα και όταν στο σπίτι δεν ακολουθούν θρησκευτικές πρακτικές. Η θρησκευτική κατήχηση δεν γίνεται μόνο μέσα από το μάθημα των θρησκευτικών αλλά και από αυτό της ιστορίας στο οποίο αναπλάθονται μύθοι όπως αυτοί που αναφέραμε νωρίτερα για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 και τον δήθεν πρωταγωνιστικό ρόλο της εκκλησίας.
Ως Τροτσκιστές εναντιωνόμαστε στη θρησκευτική κατήχηση στα σχολεία, στην ύπαρξη παππάδων στα σχολεία και στην ύπαρξη θεολογικών σχολών ή τμημάτων στα πανεπιστήμια που χρηματοδοτούνται από τον δημόσιο μποναμά για να παράγουν τους επόμενους κήρυκες μισαλλοδοξίας. Είμαστε ενάντια στη θρησκεία να υπαγορεύεται στα σχολεία ή να παρεμβαίνει στην πολιτική του δημοσίου βίου. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας.
Μαρξισμός και Θρησκεία: Δύο Προαιώνια Εχθρικά Στρατόπεδα
Η στάση των Μαρξιστών απέναντι στην οργανωμένη θρησκεία καθορίζεται από το γεγονός ότι είμαστε διαλεκτικοί υλιστές, με άλλα λόγια ασυμβίβαστα αθεϊστές. Όπως έγραψε ο Λένιν:
«Φιλοσοφική βάση του μαρξισμού, όπως δήλωσαν επανειλημμένα και ο Μαρξ και ο Ένγκελς, είναι ο διαλεκτικός υλισμός … ενός υλισμού απόλυτα αθεϊστικού, κατηγορηματικά εχθρικού απέναντι σε κάθε θρησκεία.... O μαρξισμός όλες τις σύγχρονες θρησκείες και εκκλησίες, όλες τις κάθε λογής θρησκευτικές οργανώσεις τις βλέπει πάντα σαν όργανα της αστικής αντίδρασης, που χρησιμεύουν για την υπεράσπιση της εκμετάλλευσης και την αποχαύνωση της εργατικής τάξης.
«Η κοινωνική εξάρτηση των εργαζόμενων μαζών, η καταφανής απόλυτη αδυναμία τους μπροστά στις τυφλές δυνάμεις του καπιταλισμού, που προξενεί κάθε μέρα και κάθε ώρα χίλιες φορές φρικτότερα βάσανα, αγριότερα μαρτύρια στους απλούς ανθρώπους της δουλιάς απ’ ό,τι οποιαδήποτε έκτακτα γεγονότα, όπως πόλεμοι, σεισμοί κτλ., να που βρίσκεται η βαθύτερη σύγχρονη ρίζα της θρησκείας. “Ό φόβος δημιούργησε τους θεούς”».
— «Σχετικά με τη Στάση του Εργατικού Κόμματος Απέναντι στη Θρησκεία», Άπαντα Λένιν, τόμος 17, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987
Σε κάθε συγκεκριμένο σημείο της ιστορίας, η θρησκεία εξυπηρετούσε ένα συγκεκριμένο σκοπό. Ως κυνηγός ή συλλέκτης που εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από μια σκληρή και συνεχώς μεταβαλλόμενη φύση την οποία και δεν κατανοεί, ο άνθρωπος επινόησε ένα σύστημα για να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα ως τμήμα της πολιτιστικής και κοινωνικής δομής του πρωτόγονου κομμουνιστικού σχήματος. Με την έλευση της ατομικής ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης της εργασίας, η θρησκεία θεσμοθετήθηκε ως κεντρικό στήριγμα της νέας άρχουσας τάξης, εξυπηρετώντας τόσο ως μέσο καταπίε-
σης όσο και ως μέσο απόδρασης των καταπιεσμένων. Σημειώνοντας ότι «Ο άνθρωπος κάνει τη θρησκεία, δεν κάνει η θρησκεία τον άνθρωπο», ο Καρλ Μαρξ εξήγησε: «Η θρησκευτική δυστυχία είναι ταυτόχρονη έκφραση της πραγματικής δυστυχίας και διαμαρτυρία εναντίον της πραγματικής δυστυχίας. Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και η ψυχή των άψυχων συνθηκών. Είναι το όπιο του λαού» («Συμβολή στην Κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ», 1844, δική μας μετάφραση).
Ως Μαρξιστές αναγνωρίζουμε ότι σε μία ταξικά διαιρεμένη κοινωνία, η θρησκεία υπηρετεί ως μια παρήγορη ψευδαίσθηση για τις συχνά τρομερά επίπονες συνθήκες ζωής. Γι’ αυτό τον λόγο η θρησκεία δεν μπορεί να καταργηθεί απλά με ένα διάταγμα, μόνο μέσω προπαγάνδας, εκπαίδευσης ή «πόλεμο κατά της θρησκείας». Όπως εξήγησε ο Λένιν στο έργο του Σχετικά με τη Στάση του Εργατικού Κόμματος Απέναντι στη Θρησκεία «Κανένα διαφωτιστικό βιβλίο δεν πρόκειται να ξεριζώσει τη θρησκεία από τις μάζες που καταπιέζονται από το καπιταλιστικό κάτεργο και που εξαρτιώνται από τις τυφλές καταστροφικές δυνάμεις του καπιταλισμού, όσο αυτές οι μάζες δεν θα μάθουν μόνες τους ν’ αγωνίζονται ενωμένες, οργανωμένα, συστηματικά, συνειδητά ενάντια σ’ αυτή τη ρίζα της θρησκείας, ενάντια στην κυριαρχία του κεφαλαίου σ’ όλες τις μορφές» (Άπαντα Λένιν, τόμος 17, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987).
Το Μαρξιστικό πρόγραμμα στοχεύει στην εκρίζωση της θρησκείας, όχι μέσω της δύναμης των όπλων ή των νόμων, αλλά μέσω της κυριαρχίας της επιστήμης πάνω στη φύση. Αυτό δεν αποτελεί άλλη μία δικαιολογία ώστε να ανεχόμαστε την άγνοια ή τις προκαταλήψεις, αντίθετα είναι μια υποχρέωση ώστε να εκθέσουμε ενεργά και να διαψεύσουμε τη θρησκεία η οποία αποτελεί εμπόδιο στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.
Είναι απαραίτητη η ανατροπή του καπιταλισμού μέσω μιας σειράς προλεταριακών επαναστάσεων οι οποίες θα θέσουν τις βάσεις για ένα παγκόσμιο σοσιαλιστικό κόσμο, αφάνταστα πιο παραγωγικό οικονομικά από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες σήμερα. Αυτό απαιτεί την οικοδόμηση ενός Λενινιστικού/Τροτσκιστικού κόμματος της πρωτοπορίας το οποίο θα μπορεί να ηγηθεί της εργατικής τάξης ως επικεφαλής όλων των καταπιεσμένων. Τα στελέχη του και κυρίως οι γυναίκες θα είναι οι πιο πρωτοπόροι μαχητές, συμπεριλαμβανομένου και ενάντια στις θρησκευτικές προκαταλήψεις και υπέρ της υπεράσπισης της επιστήμης.
Η Τροτσκιστική Ομάδα της Ελλάδας, τμήμα της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης είναι αφοσιωμέ-
νη στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων από τον ζυγό της θρησκείας. Όπως πολύ εύστοχα γράψαμε στη μπροσούρα μας με τίτλο «Διαφωτισμός Ορθολογισμός και η Καταγωγή του Μαρξισμού» (Enlightenment Rationalism and the Origins of Marxism, Μάρτιος 1998):
«Εάν θέλουμε να κερδίσουμε μια νέα γενιά στην πάλη για τον σοσιαλισμό, στη βάση μιας υλιστικής αντίληψης της κοινωνίας, οι σοσιαλιστές πρέπει να πολεμάμε αδιάκοπα τη θρησκεία και τις υπόλοιπες μορφές ιδεαλισμού που αποβλέπουν στο υπερφυσικό, εξηγώντας ότι η ελευθερία από την καταπίεση βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο, όχι σε κάποιον άλλον».
|