Documents in: Bahasa Indonesia Deutsch Español Français Italiano Japanese Polski Português Russian Chinese Tagalog
International Communist League
Home Spartacist, theoretical and documentary repository of the ICL, incorporating Women & Revolution Workers Vanguard, biweekly organ of the Spartacist League/U.S. Periodicals and directory of the sections of the ICL ICL Declaration of Principles Other literature of the ICL ICL events

Αρχείο

Αποκτήστε Συνδρομή στον Μπολσεβίκο, Όργανο της Τροτσκιστικής Ομάδας της Ελλάδας

Τεύχος 23, Οκτώβριος 2014

Η Ελλάδα στη Δεκαετία του 1940

Μια Προδομένη Επανάσταση

Οι Καρποί της Σταλινικής Ταξικής Συνεργασίας

Το άρθρο που ακολουθεί είναι μετάφραση από το Spartacist (αγγλική έκδοση) Νο. 64, Καλοκαίρι 2014. Το Spartacist είναι το θεωρητικό περιοδικό της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης (Τεταρτοδιεθνιστικής).

Η οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας στη μέση μιας παγκόσμιας ύφεσης, έχει μετατρέψει αυτή τη μικρή καπιταλιστική χώρα σε πυριτιδαποθήκη. Η Ελλάδα έχει λεηλατηθεί από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), ενώ η πειθήνια ελληνική αστική τάξη έχει προκαλέσει πολύ μεγάλο πόνο και δυστυχία στις εργατικές μάζες. Απειλούμενο από την πείνα και το να μείνει στον δρόμο, το μαχητικό προλεταριάτο τα τελευταία χρόνια έχει βγει στους δρόμους ξανά και ξανά σε τεράστιες διαδηλώσεις και απεργίες διαμαρτυρίας. Την ίδια στιγμή η φασιστική Χρυσή Αυγή, η οποία είναι εμπνευσμένη από τους Ναζί του Χίτλερ και απολαμβάνει σημαντική υποστήριξη μέσα στην αστυνομία και στα σώματα των αξιωματικών, έχει μεγαλώσει υπερβολικά πραγματοποιώντας ολοένα και πιο τολμηρές επιθέσεις σε μετανάστες και αριστερούς.

Και στις δύο πλευρές του ταξικού διαχωρισμού, η οξεία πόλωση της ελληνικής κοινωνίας έχει φέρει στο προσκήνιο πικρές αναμνήσεις από τον Εμφύλιο Πόλεμο τη δεκαετία του 1940, ο οποίος έφερε αντιμέτωπη τη μάζα των εργατών και των αγροτών κάτω από την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΕ) ενάντια στην ελληνική άρχουσα τάξη και στους ιμπεριαλιστές προστάτες της. Εφτά δεκαετίες αργότερα αυτά τα γεγονότα παραμένουν ένα ζωντανό συστατικό της συνείδησης της εργατικής τάξης.

Ο ΙΙ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ακόμα πιο φρικιαστικός στο βαθμό της καταστροφής και της βαρβαρότητάς του από τον πρώτο ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο του 1914-18. Η κτηνωδία των ιμπεριαλιστών ενσαρκώθηκε από τη μία πλευρά από το μηχανοποιημένο φονικό μηχανισμό στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου και από την άλλη από τον προμελετημένο βομβαρδισμό (και την ατομική βόμβα) εκατοντάδων χιλιάδων Γερμανών και Ιαπώνων αμάχων, όπως και από τον κατασκευασμένο από τους Βρετανούς λιμό στην αποικιακή Ινδία, όπου η κερδοσκοπία εν καιρώ πολέμου και η προμελετημένη ιμπεριαλιστική πολιτική οδήγησε στο θάνατο περισσότερο από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Τέτοια ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα επήλθε και στον ελληνικό λαό. Κατά τη διάρκεια της κατοχής της χώρας από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές και από τους Βούλγαρους συμμάχους τους, εκτιμάται ότι πέθαναν περίπου 550.000 άνθρωποι σε ένα πληθυσμό λίγο πάνω από τα εφτά εκατομμύρια, κυρίως ως αποτέλεσμα του λιμού, αλλά και εξαιτίας συστηματικών σφαγών και ισοπέδωσης ολόκληρων χωριών. Δεκάδες χιλιάδες ακόμα, κυρίως εργάτες και αριστεροί, στη συνέχεια σφαγιάστηκαν από την ελληνική αστική τάξη και τους Βρετανούς (και αργότερα Αμερικανούς) υποστηρικτές της.

Οι ελληνικές μάζες πάλεψαν με θάρρος και αφοσίωση. Οι αρπαγές των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων και η συστηματική λεηλασία της χώρας ώθησε σε ένα λίγο-πολύ αυθόρμητο κίνημα αντίστασης στις πόλεις όπως και στα χωριά. Το ΚΚΕ τοποθέτησε τον εαυτό του στην κεφαλή αυτής της αντίστασης. Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ιδρύθηκε και κυριαρχήθηκε από το ΚΚΕ ως ένας συνασπισμός με μικρές ομάδες σοσιαλδημοκρατών, αστών φιλελευθέρων και μικροαστών αγροτικών λαϊκιστών. Στελέχη του ΚΚΕ όπως ο Άρης Βελουχιώτης μετέτρεψε τις αντάρτικες συμμορίες στα βουνά στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), το μαχητικό τμήμα του ΕΑΜ. Αξιοσημείωτα, το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ), βασισμένο στα εργατικά σωματεία, σχηματίστηκε τον Ιούλιο του 1941 δύο μήνες πριν από το ίδιο το ΕΑΜ. Παρομοίως, το ΕΕΑΜ ιδρύθηκε και ηγήθηκε από το ΚΚΕ και έγινε η ηγεμονική οργάνωση του ελληνικού προλεταριάτου κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κάτω από την ηγεσία του ΕΕΑΜ, οι εργατικές συνοικίες της Αθήνας και άλλων μεγάλων πόλεων μετατράπηκαν σε φρούρια εναντίον των εισβολέων.

Μέχρι τον Απρίλιο του 1944, 90 τοις εκατό της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας ήταν στα χέρια του αντιστασιακού κινήματος. Όταν οι Ναζί του Τρίτου Ράιχ άρχισαν να καταρρέουν κάτω από τα σφυροκοπήματα του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να αποσυρθούν από την Ελλάδα, οι καθοδηγούμενες από το ΚΚΕ δυνάμεις βρέθηκαν αδιαμφισβήτητοι κύριοι της χώρας. Το ΕΑΜ υποστηρίζονταν από τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ) [του ΕΑΜ] ήταν μισό εκατομμύριο ισχυρή. Μέχρι το τέλος της κατοχής, ο ΕΛΑΣ είχε τουλάχιστον 70.000 καλά εξοπλισμένους μαχητές και μεγάλες εφεδρείες.

Η εργατική τάξη στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις έπαιξε έναν κεντρικό και οργανωμένο ρόλο στην Αντίσταση, που εκφράστηκε από μια σειρά γενικών απεργιών και τεράστιων διαμαρτυριών ενάντια στις λεηλασίες των κατοχικών δυνάμεων. Η πάλη της εργατικής τάξης συνεχίστηκε και μετά από τη γερμανική απόσυρση, όπως παραδειγματικά εκφράστηκε στην Αθήνα από την εξέγερση του Δεκέμβρη το 1944, τα Δεκεμβριανά, ενάντια στις συνδυασμένες δυνάμεις του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους και του βρετανικού εκστρατευτικού στρατού.

Η ευνοϊκή κατάσταση για την κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες που ηγούνταν από τους Κομμουνιστές όπως και ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους καπιταλιστές καταπιεστές ήταν εμφανής. Ακόμα και ο μοχθηρός αντικομμουνιστής Chris Woodhouse, ένας Βρετανός πράκτορας που ήρθε με αλεξίπτωτο στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κατοχής, παραδέχτηκε:

«Αν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν αποφασισμένο να καταλάβει την εξουσία με τη βία αμέσως με την απελευθέρωση της Ελλάδας, η πρωτεύουσα ήταν απόλυτα στη διάθεσή του την ίδια μέρα που έφυγαν οι Γερμανοί. Αν το αποφάσιζε, μόνο με μια εισβολή που θα στοίχιζε ακριβά θα ήταν δυνατό να εκδιωχθεί – την οποία η συμμαχική πίεση και η κοινή γνώμη θα την έκαναν αδύνατη. Ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσαν, με οποιουσδήποτε υπολογισμούς, να βρουν ότι θα τους δινόταν καλύτερη ευκαιρία.»

—Woodhouse, Το Μήλο της Έριδος: Η Ελληνική Αντίσταση και η Πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων Εκδόσεις: Εξάντας, Αθήνα 1976

Παρόλα αυτά η ηγεσία του ΚΚΕ αρνήθηκε να παλέψει για την εξουσία. Γιατί; Γιατί τα Δεκεμβριανά κατέληξαν σε μία αιματηρή ήττα όπως και ο ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος τη δεκαετία του 1930 αντί να καταλήξουν σε νίκη όπως η Μπολσεβίκικη Επανάσταση το 1917; Αυτό το ερώτημα εξακολουθεί να στοιχειώνει το ΚΚΕ. Αλλά δεν μπορεί να απαντηθεί μέσα στο πλαίσιο της Σταλινιστικής πολιτικής του ΚΚΕ. Μία κριτική κατανόηση των μαθημάτων του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου – ουσιώδης στη σφυρηλάτηση ενός αυθεντικού κομμουνιστικού κόμματος της πρωτοπορίας στην Ελλάδα – μπορεί να προέρθει μόνο από τη σκοπιά του Τροτσκισμού, τη συνέχεια του Μπολσεβικισμού του Β. Ι. Λένιν.

Σταλινισμός Εναντίον Μπολσεβικισμού

Στον απόηχο της αντεπαναστατικής κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης και των γραφειοκρατικά παραμορφωμένων εργατικών κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης το 1989-92, το ΚΚΕ παραμένει ένα από τα λίγα μαζικά Κομμουνιστικά κόμματα που δεν έχει αποκηρύξει επίσημα τη ρωσική Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Ο κυρίαρχος ρόλος του στον Εμφύλιο Πόλεμο και η μακρά του ιστορία διώξεων και μαρτυρίων στα χέρια του κράτους, του προσδίδουν μία ανάξια αύρα επαναστατικής μαχητικότητας. Με μία βάση ανάμεσα στα πιο μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης και με μία θέση ως η «άκρα αριστερά» στην ελληνική κοινοβουλευτική πολιτική, τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ έχει δηλώσει την απόρριψη κάθε κυβερνητικού συνασπισμού με αστικά κόμματα και αιχμηρά κριτικάρει το δικό του ρόλο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου.

Ο τωρινός κύκλος αυτοκριτικής του ΚΚΕ αποτελεί ξεκάθαρα μία εργασία σε εξέλιξη. Το 2011, έκδωσε τον δεύτερο τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 2011), ο οποίος περιλαμβάνει έναν αριθμό από σημεία σε αντίθεση με τον πρώτο τόμο, που πρώτα εκδόθηκε το 1995. Το ΚΚΕ έκτοτε έχει ανακοινώσει ότι σκοπεύει να κυκλοφορήσει μια νέα εκδοχή του πρώτου τόμου. Εν τω μεταξύ, ο τύπος του κόμματος τακτικά παράγει νέες αποκαλύψεις για το που το ΚΚΕ και το «διεθνές εργατικό κίνημα» έκαναν λάθος. Σε ένα πρόσφατο άρθρο στην εφημερίδα του το Ριζοσπάστη, με τίτλο «Σελίδες των χρόνων 1941-1944», το ΚΚΕ βεβαιώνει:

«Η πάλη του ΚΚΕ κατά τη δεκαετία 1940-1949, με τον ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη του 1944 και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (1946-1949), αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του Κόμματός μας στην εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, καθώς και τη μεγαλύτερη συμβολή του στη δράση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά τον 20ό αιώνα.

Ωστόσο, επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα και διεθνώς ότι μεγαλειώδη κινήματα είναι καταδικασμένα σε βέβαιη ήττα, αν δεν μπορέσει η πρωτοπορία τους να λύσει σωστά το θεμελιώδες ζήτημα κάθε πολιτικού αγώνα, το ζήτημα της εξουσίας. Το δίλημμα είχε τεθεί υποχρεωτικά και δεν μπορούσε να είναι άλλο: Αστική ή εργατική εξουσία. Ωστόσο, στον πεντακάθαρο στόχο των αστών, το ΚΚΕ αντιπαρέθεσε τη στρατηγική της “εθνικής ενότητας”». 

Ριζοσπάστης, 22 Δεκεμβρίου 2013

Αυτή η δήλωση εγείρει περισσότερα ερωτήματα απ’ ότι απαντά. Γιατί μία υποτιθέμενη Κομμουνιστική πρωτοπορία να εκτρέψει την πάλη για την εργατική εξουσία στο αδιέξοδο της αστικής «εθνικής ενότητας» – και γιατί αυτό συνέβη όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά επίσης στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και αλλού, για παράδειγμα στη Νότια Αφρική; Οι ιδεολόγοι του ΚΚΕ δεν λένε. Και δεν μπορούν, αφού αυτό θα τους υποχρεώσει να εντοπίσουν αυτή την εθνικιστική, ταξικής συνεργασίας προδοσία πίσω στις Σταλινικές ρίζες της.

Το ΚΚΕ εξυμνεί τον Στάλιν ως «[έναν] από τους πιο επιφανείς ηγέτες του προλεταριάτου της ΕΣΣΔ, αλλά και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος», («Ι.Β. ΣΤΑΛΙΝ: Τεράστια η συμβολή του στην υπόθεση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού» Ριζοσπάστης, 17-19 Δεκεμβρίου 2010). Στην πραγματικότητα, ο Στάλιν ήταν ο νεκροθάφτης της επανάστασης· ο Σταλινισμός δεν αποτελεί τη συνέχεια του προλεταριακού, επαναστατικού και διεθνιστικού προγράμματος του Μπολσεβικισμού, παρά ένα πισωγύρισμα στη Μενσεβίκικη πολιτική συνασπισμών βασισμένων στην ταξική συνεργασία που ήταν ο θανάσιμος εχθρός του το 1917.

Η ανατροπή της τσαρικής απολυταρχίας στη Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, οδήγησε σε μία περίοδο δυαδικής εξουσίας στην οποία τα σοβιέτ (συμβούλια) των εργατών και των στρατιωτών ανταγωνίζονταν ενάντια στην αδύναμη αστική Μεταβατική Κυβέρνηση. Όσο παρέμειναν η κυρίαρχη δύναμη μέσα στα σοβιέτ, οι Μενσεβίκοι και οι μικροαστοί Σοσιαλεπαναστάτες σύμμαχοί τους που η βάση τους ήταν η αγροτιά, επιδίωξαν να παραδώσουν την εξουσία που οι εργάτες είχαν κερδίσει πίσω στην αστική τάξη, ακόμα και προσχωρώντας στη Μεταβατική Κυβέρνηση, σε ένα συνασπισμό με τα αστικά κόμματα. Ενάντια στην πολιτική των συνασπισμών των Μενσεβίκων – πρόδρομος του «λαϊκού μετώπου» του Στάλιν – οι Μπολσεβίκοι πρόβαλαν το σύνθημα «Όλη η Εξουσία στα Σοβιέτ!»

Χρειάστηκε μια οξεία εσωτερική πάλη από τον Λένιν για να κερδίσει το Μπολσεβίκικο Κόμμα σε αυτή την επαναστατική προοπτική. Μέχρι την επιστροφή του Λένιν στη Ρωσία στις αρχές του Απριλίου, η Μπολσεβίκικη ηγεσία υπό τον Στάλιν και τον Λεβ Κάμενεφ συμφιλιώθηκε με τους Μενσεβίκους και παραχώρησε υπό όρους υποστήριξη στη Μεταβατική Κυβέρνηση, ισχυριζόμενη ότι αυτό ήταν σε συμφωνία με το παλιό Μπολσεβίκικο κάλεσμα για «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς». Ο σκοπός του Λένιν στο έργο του «Οι Θέσεις του Απρίλη» ήταν να επανεξοπλίσει το Μπολσεβίκικο Κόμμα, να διαγράψει μία πορεία πάλης προς τη δικτατορία του προλεταριάτου, να πείσει τις μάζες ότι «το Σοβιέτ των εργατών βουλευτών είναι η μόνη δυνατή μορφή επαναστατικής κυβέρνησης», («Τα Καθήκοντα του Προλεταριάτου στην Τωρινή Επανάσταση» Απρίλιος 1917). Κάνοντας αυτό, ρητά αποκήρυξε την προηγούμενη αντίληψη ότι η Ρωσική Επανάσταση θα έπαιρνε τη μορφή μιας «δημοκρατικής δικτατορίας».

Αντίθετα με τους ιδεολόγους του ΚΚΕ που περιστασιακά παραθέτουν τις Θέσεις του Απρίλη, το συμπέρασμα του Λένιν ήταν σε επιχειρησιακή συμφωνία με την αντίληψη του Τρότσκι της Διαρκούς Επανάστασης – ότι το ρωσικό προλεταριάτο μπορούσε να κερδίσει την εξουσία πριν από το δυτικό προλεταριάτο και θα υποχρεώνονταν να υπερβεί τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα της επανάστασης και να αναλάβει σοσιαλιστικά μέτρα. Ο Τρότσκι με τη σειρά του, κερδήθηκε στην άποψη του Λένιν για το κόμμα της πρωτοπορίας, επιτρέποντας μία πιο ουσιαστική ένωση των δυνάμεών τους. Η πάλη του Λένιν τον Απρίλιο έθεσε τις βάσεις για τη νίκη των Μπολσεβίκων τον Οκτώβρη.

Ακόμα περισσότερο απ΄ ότι στην Ελλάδα, στη Ρωσία το προλεταριάτο ήταν αριθμητικά επισκιασμένο από τη μικροαστική τάξη, δηλαδή από μία καταπιεσμένη, εξαθλιωμένη και καθυστερημένη αγροτιά. Οι Μπολσεβίκοι δεν συμβιβάστηκαν με τους Σοσιαλεπαναστάτες, των οποίων η υπεράσπιση της αστικής τάξης πραγμάτων στην πραγματικότητα αντιπαραθέτονταν με την πείνα για γη της αγροτικής τους βάσης. Αντίθετα, το προλεταριάτο καθοδηγούμενο από τους Μπολσεβίκους κέρδισε στην πλευρά του τις αγροτικές μάζες πολλών εκατομμυρίων, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτικών γραμμών του αποσυντεθημένου ρωσικού στρατού, παλεύοντας να σαρώσει την εξουσία των αρπακτικών καπιταλιστών και γαιοκτημόνων και να απαλλοτριώσει τις περιουσίες τους.

Η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ ή Κομιντέρν) ιδρύθηκε το 1919 για να παλέψει για παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Αλλά το μεταπολεμικό επαναστατικό κύμα στην Ευρώπη που εμπνεύστηκε από τον Οκτώβρη δεν οδήγησε στο να καταλάβουν οι εργάτες την εξουσία, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της ανωριμότητας της Κομμουνιστικής πρωτοπορίας. Στα τέλη του 1923, ο Λένιν κοντά στο θάνατο από εγκεφαλικό, και ο Τρότσκι που σφυρηλάτησε τον Κόκκινο Στρατό και βρισκόταν δεύτερος δίπλα στον Λένιν στα μάτια των σοβιετικών μαζών, έμπαινε όλο και περισσότερο στο περιθώριο από την τριανδρία των Ιωσήφ Στάλιν, Λεβ Κάμενεφ και Γκριγκόρι Ζηνόβιεφ. Η αποτυχία της Γερμανικής Επανάστασης τον Οκτώβρη του 1923 ήταν ένα ιδιαίτερα πικρό χτύπημα. Για τη Σοβιετική Ένωση, σήμαινε την αντιμετώπιση μιας αόριστης περιόδου απομόνωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, ένα συντηρητικό γραφειοκρατικό στρώμα μέσα στο σοβιετικό κράτος και κόμμα, με επικεφαλή τον Στάλιν, ήταν σε θέση να σφετεριστεί την πολιτική εξουσία από το προλεταριάτο. Αυτή η εξέλιξη εκδηλώθηκε στις στημένες εκλογές των αντιπροσώπων στο 13ο Κομματικό Συνέδριο τον Ιανουάριο του 1924 που επέτρεψε, στην όχι ακόμα δομημένη Αριστερή Αντιπολίτευση γύρω από τον Τρότσκι, μόνο τρεις αντιπροσώπους παρά τη διαδεδομένη υποστήριξή της μέσα στο κόμμα. Η εδραίωση αυτής της πολιτικής αντεπανάστασης, η οποία πολεμήθηκε μέχρι τέλους από τον Τρότσκι, σημαδεύτηκε από μία σειρά ακόμα πιο φανερών προδοσιών του διεθνούς προλεταριάτου και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, με την ομαδική εξόντωση ουσιαστικά όλων των ηγετικών στελεχών του Μπολσεβίκικου Κόμματος του 1917. Μολονότι η Σοβιετική Ένωση ακόμα στηριζόταν στην εθνικοποιημένη οικονομία, στον κεντρικό σχεδιασμό και στο κρατικό μονοπώλιο του ξένου εμπορίου που εισάχθηκε από την Μπολσεβίκικη Επανάσταση, από το 1924 και μετά οι άνθρωποι που ηγούνταν της Σοβιετικής Ένωσης, ο τρόπος με τον οποίο ηγούνταν και οι σκοποί για τους οποίους ηγούνταν είχαν όλα αλλάξει. Αυτή η κατανόηση πρέπει να αποτελέσει την αρχή της γνώσης για τα επαναστατικά σκεπτόμενα στοιχεία μέσα και γύρω από το ΚΚΕ.

Η διακήρυξη του Στάλιν στα τέλη του 1924 ότι ήταν δυνατόν να επιτευχθεί ο σοσιαλισμός σε μία μόνη χώρα έδωσε φωνή στις φιλοδοξίες της συντηρητικής, ρωσικά-συγκεντρωμένης γραφειοκρατίας, η οποία ήθελε να περιφρουρήσει τη σχετικά προνομιούχα θέση της ενάντια στις επαναστατικές «περιπέτειες». Αυτό ήταν ρητά αντίθετο στην Μπολσεβίκικη αντίληψη ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν μονάχα η πρώτη σε μία σειρά προλεταριακών επαναστάσεων οι οποίες θα επεκτείνονταν στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Στο δόγμα του Στάλιν βρίσκονται οι ρίζες του ρεβιζιονισμού, κληροδότημα της μάταιης αναζήτησης για «ειρηνική συνύπαρξη» με τον ιμπεριαλισμό (και όχι όπως το θέτει η ηγεσία του ΚΚΕ σε μία ομιλία του διαδόχου του Στάλιν, Νικήτα Χρουστσόφ το 1956). Το 1926 η σοβιετική γραφειοκρατία, μέσω της Αγγλορωσικής Συνδικαλιστικής Επιτροπής Ενότητας παρείχε μία αριστερή κάλυψη για τους Βρετανούς παραπλανητές ηγέτες της Γενικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (TUC) καθώς πρόδωσαν τη Γενική Απεργία. Στην Κινέζικη Επανάσταση το 1925-27, ο Στάλιν και ο τότε σύμμαχός του Νικολάι Μπουχάριν, προώθησαν τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας μέσα στο αστικό-εθνικιστικό Κουομιντάνγκ, οδηγώντας στον αποκεφαλισμό του κινέζικου προλεταριάτου από τον εθνικιστή σφαγέα Τσιάνγκ Κάι Σεκ, τον οποίο ο Στάλιν είχε κάνει επίτιμο μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν το 1926.

Αυτές οι χρεοκοπημένες αντεπαναστατικές πολιτικές κωδικοποιήθηκαν στο σχέδιο προγράμματος των Στάλιν/Μπουχάριν για το Έκτο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1928. Μέχρι το 1924 όλοι οι Μαρξιστές συμπεριλαμβανομένου και του Στάλιν, είχαν απορρίψει τη θεωρία ότι μία ισότιμη σοσιαλιστική κοινωνία – η οποία απαραίτητα θα βασιζόταν σε ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας και σε ένα επίπεδο παραγωγικότητας κατά πολύ υψηλότερο ακόμα και από τα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη – μπορεί να χτιστεί σε μία μόνη χώρα. Στο κείμενο «Το Σχέδιο Προγράμματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς-Κριτική των Βασικών Θέσεων», ο Τρότσκι ανέδειξε τις εθνικές-ρεφορμιστικές συνέπειες αυτού του αντιμαρξιστικού δόγματος:

«Το καινούργιο δόγμα λέει: ο σοσιαλισμός μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στη βάση του εθνικού κράτους, φτάνει να μην προκαλέσει επέμβαση. Από δω μπορεί και πρέπει να απορρέει μια πολιτική συμφιλιωτική προς την αστική τάξη του εξωτερικού παρόλες τις μεγαλόστομες διακηρύξεις του Σχεδίου Προγράμματος. Ο σκοπός είναι να αποφευχθεί η επέμβαση: πραγματικά, αυτό θα εξασφαλίσει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού κι έτσι το βασικό ιστορικό πρόβλημα θα βρει τη λύση του. Το έργο των Κομμάτων της Κομμουνιστικής Διεθνούς αποχτάει έτσι έναν επουσιώδη χαρακτήρα: να προφυλάξουν την ΕΣΣΔ από επεμβάσεις, κι όχι να παλέψουν για την κατάχτηση της εξουσίας....

«Αν ο σοσιαλισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα στα εθνικά πλαίσια της καθυστερημένης ΕΣΣΔ, τότε, για ένα λόγο παραπάνω, μπορεί να πραγματοποιηθεί και στην αναπτυγμένη Γερμανία. Αύριο, οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, θα αναπτύξουν αυτή τη θεωρία. Το Σχέδιο Προγράμματος τους δίνει αυτό το δικαίωμα. Μεθαύριο θα είναι η σειρά του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας. Αυτή θα είναι η απαρχή της αποσύνθεσης της Κομμουνιστικής Διεθνούς που θα ακολουθήσει τα χνάρια του σοσιαλπατριωτισμού.»

—Τρότσκι, Η Τρίτη Διεθνής Μετά τον Λένιν (1928) Εκδόσεις: Αλλαγή, Αθήνα 1979

Η σοσιαλπατριωτική πολιτική της «εθνικής ενότητας» του ΚΚΕ λογικά προέρχεται από τη συνεχόμενη προσκόλλησή του στον «σοσιαλισμό σε μία μόνη χώρα».

1935: Το Συνέδριο Διάλυσης της Κομιντέρν

Λίγο μετά από το Έκτο Συνέδριο, ο Στάλιν ανακήρυξε την υποτιθέμενη Τρίτη Περίοδο, επικείμενης επανάστασης παντού. Τα Κομμουνιστικά κόμματα απέρριψαν τα υπάρχοντα εργατικά σωματεία, χαρακτήρισαν τους σοσιαλδημοκράτες «σοσιαλφασίστες» και ενεπλάκησαν σε μία σειρά σεκταριστικών τυχοδιωκτισμών, αφήνοντας αυτά τα κόμματα σε όλο και μεγαλύτερη απομόνωση από τη μάζα του οργανωμένου προλεταριάτου. Το αποκορύφωμα αυτού του ψευτοαριστερού διαλείμματος, ήταν η άρνηση της γερμανικής Κομμουνιστικής ηγεσίας να απαιτήσει η ρεφορμιστική Σοσιαλδημοκρατία να ενωθεί μαζί της σε ένα ενιαίο μέτωπο των εργατών ενάντια στους Ναζί, επιτρέποντας έτσι στον Χίτλερ να έρθει στην εξουσία το 1933 χωρίς να έχει πέσει ούτε ένας πυροβολισμός.

Μέχρι τη γερμανική πανωλεθρία, ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του στη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως μία διαγραμμένη φράξια της ΚΔ. Αλλά όταν ο θρίαμβος των Ναζί απέτυχε να προκαλέσει οποιαδήποτε εσωτερική διαμαρτυρία, ο Τρότσκι διακήρυξε ότι «εάν η Κομιντέρν παρέμεινε κουφή αυτή τη φορά, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι παρά ένα πτώμα», («Είναι Αδύνατον να Παραμείνουμε στην Ίδια “Διεθνή” με τους Στάλιν, Μανουήλσκι, Λοζόφσκι και Σία», Ιούλιος 1933 [δική μας μετάφραση]). Το καθήκον τώρα ήταν να χτιστεί η Τέταρτη Διεθνής. Η σοβιετική γραφειοκρατία συμπέρανε ο Τρότσκι, δεν μπορούσε πια να απομακρυνθεί από την εξουσία χωρίς μία προλεταριακή πολιτική επανάσταση – μία επανάσταση που προϋποθέτει την άνευ όρων υπεράσπιση του σοβιετικού εργατικού κράτους – που θα ηγούνταν από ένα νέο Μπολσεβίκικο-Λενινιστικό κόμμα.

Πανικοβλημένος από τη νίκη των Ναζί, ο Στάλιν επέμεινε ότι όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι ενώ αντέστρεψε την κατεύθυνση προς μία ανοιχτή συμμαχία με τις ιμπεριαλιστικές «δημοκρατίες». Στη νέα ημερήσια διάταξη ήταν το «λαϊκό μέτωπο ενάντια στο φασισμό», ένας εκλογικός συνασπισμός με αστικά κόμματα, αναγκαστικά περιορισμένα σε ένα πρόγραμμα αστικών μεταρρυθμίσεων. Η νέα προδοσία κωδικοποιήθηκε στο Έβδομο Συνέδριο της ΚΔ το 1935, το οποίο περιγράφηκε από τον Τρότσκι ως «Το Συνέδριο Διάλυσης της Κομιντέρν»  (Αύγουστος 1935). Ο Γκεόργκι Δημητρώφ, ο άνθρωπος για τις βρομοδουλειές του Στάλιν, διακήρυξε στο Συνέδριο:

«[Τώρα] οι εργαζόμενες μάζες σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες είναι υποχρεωμένες σήμερα να διαλέξουν συγκεκριμένα όχι ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και την αστική δημοκρατία, αλλά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και το φασισμό».

—Απόσπασμα από την: Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχος 6, 2013 «Η Στρατηγική του ΚΚΕ με ΓΓ της ΚΕ τον Νίκο Ζαχαριάδη (1931-1956)»

Όταν αναφέρονται στο Έβδομο Συνέδριο, οι ομιλητές του ΚΚΕ βαδίζουν προσεκτικά γύρω από αυτό το πολιτικό ναρκοπέδιο. Ενώ το ΚΚΕ ισχυρίζεται για τώρα, ότι απορρίπτει τους εκλογικούς συνασπισμούς, συνεχώς καλεί για «λαϊκή εξουσία», «λαϊκή συμμαχία» κ.τ.λ., κάνοντας έκκληση στη μικροαστική τάξη πάνω στη βάση του αστικού λαϊκισμού. Και μόλις λίγα χρόνια πριν το ΚΚΕ θριαμβολογούσε: «Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ εξόπλισε το παγκόσμιο εργατικό κίνημα με καθαρή αντίληψη των προοπτικών της πάλης ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο», (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, Τόμος Α, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011).

Με αυτό τον τρόπο «εξοπλισμένοι», οι Σταλινικοί μετατράπηκαν σε προπύργιο της σάπιας αστικής τάξης πραγμάτων διεθνώς, όπως οι σοσιαλδημοκράτες από το 1914. Η πολιτική του λαϊκού μετώπου εφαρμόστηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες έως την Ευρώπη και ακόμα πιο πέρα. Όταν μία γενική απεργία αμφισβήτησε την καπιταλιστική κυριαρχία στη Γαλλία έπειτα από την εκλογική νίκη του λαϊκού μετώπου το 1936, ο Σταλινικός ηγέτης Maurice Thorez περιβόητα διακήρυξε ότι κάποιος πρέπει να ξέρει πώς να τελειώσει μία απεργία. Στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1936-39 οι Σταλινικοί μετατράπηκαν, όπως το έθεσε ο Τρότσκι, στη «μαχητική πρωτοπορία της αστικής-ρεπουμπλικανικής αντεπανάστασης» («Η Τάξη, το Κόμμα και η Ηγεσία», Αύγουστος 1940 [δική μας μετάφραση]). Αποφασισμένοι να καθησυχάσουν τους προσδοκώμενους «δημοκρατικούς» συμμάχους του Στάλιν ότι μπορούν να βασίζονται σε αυτόν, οι Σταλινικοί έκαναν ότι μπορούσαν για να καταστείλουν το επαναστατικό προλεταριάτο στην Ισπανία, συγκεντρώνοντας και εξολοθρεύοντας τους μαχητές της εργατικής τάξης που αψήφησαν την αστική κυβέρνηση του λαϊκού μετώπου, τσακίζοντας φυσικά την ηρωική εξέγερση της Βαρκελώνης το 1937 και εν τέλει άνοιξαν την πόρτα για δεκαετίες Φρανκικής αντίδρασης (δες το φυλλάδιο μας: «Τροτσκισμός Εναντίον Λαϊκού Μετώπου στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, Τεύχος 15, Νοέμβριος 2010»).

Το λαϊκό μέτωπο έγραψε ο Τρότσκι, «είναι το κύριο ζήτημα της προλεταριακής ταξικής στρατηγικής αυτή την εποχή. Προσφέρει επίσης το καλύτερο κριτήριο για τη διαφορά μεταξύ Μπολσεβικισμού και Μενσεβικισμού» («Το POUM και το Λαϊκό Μέτωπο», Ιούλιος 1936 [δική μας μετάφραση]). Ο Σταλινισμός είναι ξαναζεσταμένος Μενσεβικισμός. Οι υποστηρικτές του ΚΚΕ που αναζητούν ένα δρόμο για τη σοσιαλιστική επανάσταση πρέπει να έρθουν σε προγραμματική κατανόηση με αυτό.

Η Λενινιστική Πολιτική στον ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η κριτική του ΚΚΕ της «εθνικής ενότητας» είναι κούφια λόγω της απουσίας αποκήρυξης της υποστήριξής του για τους «δημοκρατικούς» ιμπεριαλιστές συμμάχους του Στάλιν στον ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γνήσιοι Λενινιστές – δηλαδή οι Τροτσκιστές – καθοδηγούνταν από τον επαναστατικό διεθνισμό των Μπολσεβίκων στον Ι Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το ξεκίνημα του πολέμου τον Αύγουστο του 1914, ο Λένιν πάλεψε για μία πλήρη διάσπαση με τους σοσιαλπατριώτες ταξικούς προδότες της Δεύτερης Διεθνούς και για την αδιάλλακτη εναντίωση στην πολιτική τους, αυτής της «πολιτικής ειρήνης» – δηλαδή της ταξικής συνεργασίας στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Οι Μπολσεβίκοι αντιπαρέθεσαν το κάλεσμα: Μετατρέψτε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο!

Στον ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τέταρτη Διεθνής υποστήριξε τον επαναστατικό ντεφετισμό σε σχέση με όλους τους εμπόλεμους ιμπεριαλιστές – τους Συμμάχους καθώς και τις δυνάμεις του Άξονα – ενώ υποστήριζε τις προσπάθειες των αποικιακών και ημιαποικιακών λαών να ελευθερωθούν από την ιμπεριαλιστική υποδούλωση, όσο τέτοιοι αγώνες δεν ήταν καθοριστικά υποταγμένοι στη μία ή στην άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη. Όμως μία μεγάλη διαφορά με τον Ι Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, την οποία οι Τροτσκιστές υπερασπίστηκαν άνευ όρων ενάντια στην ιμπεριαλιστική επίθεση και στην εσωτερική αντεπανάσταση.

Ακόμα έθεσε πολλές δυσκολίες τακτικής για τους Τροτσκιστές, η ευρέως διαδεδομένη δημοφιλή αντίληψη ότι οι ιμπεριαλιστές Σύμμαχοι στον ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο διεξήγαγαν έναν προοδευτικό, δημοκρατικό πόλεμο κατά του φασισμού, ιδιαίτερα κατά του βάρβαρου καθεστώτος του Χίτλερ στη Γερμανία. Εκεί όπου οι σοσιαλδημοκράτες είχαν κατά το μεγαλύτερο μέρος απαξιωθεί με το τέλος του Ι Παγκοσμίου Πολέμου, μετά το ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ρεφορμιστές, κυρίως οι Σταλινικοί, αναδύθηκαν με το κύρος τους κατά πολύ ενισχυμένο από τον ηγετικό ρόλο τους στη λαϊκομετωπική «αντιφασιστική αντίσταση». Στην πραγματικότητα, ήταν η Σοβιετική Ένωση η οποία έφερε το κύριο βάρος της μάχης ενάντια στη Γερμανία του Χίτλερ και ήταν ο Κόκκινος Στρατός ο οποίος νίκησε τη ναζιστική μάστιγα. Όμως, από την πλευρά των ιμπεριαλιστών αυτός ο πόλεμος στόχευε όχι λιγότερο στην ανακατανομή του κόσμου απ’ ότι ο Ι Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως ήταν φανερό στη Βόρεια Αφρική, στη Νότια Ασία και στις χώρες του Ειρηνικού. Όπως η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων κατέδειξε, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές πάλεψαν για να κάνουν τον κόσμο «ασφαλή» για νεοαποικιακή εκμετάλλευση, δεξιά αντίδραση και όλα τα επακόλουθα κακά εγγενή στον καπιταλισμό, συμπεριλαμβανομένης της τωρινής αναζωπύρωσης του φασισμού.

Γράφοντας μερικούς μήνες πριν από το Έβδομο Συνέδριο, ο Τρότσκι σκιαγράφησε τις πολιτικές τις οποίες οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές θα ακολουθούσαν στην επερχόμενη ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση και ανέμενε τον ύπουλο ρόλο που θα έπαιζε ο Σταλινισμός:

«Το διεθνές προλεταριάτο δε θα αρνηθεί να υπερασπίσει την ΕΣΣΔ, ακόμα κι αν αυτή βρεθεί υποχρεωμένη να μπει σε μια στρατιωτική συμμαχία με κάποιους ιμπεριαλιστές ενάντια σε άλλους. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση, ακόμα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, το διεθνές προλεταριάτο πρέπει να διαφυλάξει την πλήρη πολιτική ανεξαρτησία του από τη σοβιετική διπλωματία, και, γι’ αυτό, επίσης, από τη γραφειοκρατία της Τρίτης Διεθνούς….

«Το προλεταριάτο μιας καπιταλιστικής χώρας που θα βρίσκεται σε συμμαχία με την ΕΣΣΔ πρέπει να διατηρήσει πλήρως και ολοκληρωτικά την ασυμβίβαστη εχθρότητά του στην ιμπεριαλιστική κυβέρνηση της δικής του χώρας.»

Ο Πόλεμος και η Τέταρτη Διεθνής, Ιούνιος 1934, Εκδόσεις: Σοσιαλιστική Προοπτική, Αθήνα 1999

Απογοητευμένος από την αποτυχία του στο φλερτάρισμα με τους «δημοκράτες» ιμπεριαλιστές, ο Στάλιν εξασφάλισε ένα σύμφωνο «μη επιθετικότητας» με τη ναζιστική Γερμανία την παραμονή της επέμβασης του Χίτλερ στην Πολωνία τον Σεπτέμβρη του 1939. Τα Κομμουνιστικά κόμματα στις δυτικές δημοκρατίες πέρασαν άλλη μία σύντομη αριστερή φάση κατά τη διάρκεια της οποίας αποκήρυξαν με δριμύτητα τους ιμπεριαλιστές τους (χωρίς κανένα ίχνος κριτικής του γερμανικού ιμπεριαλισμού υπό τους Ναζί). Το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν κατέρρευσε στις 22 Ιουνίου 1941, όταν οι γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση. Έχοντας αποκεφαλίσει τη σοβιετική ανώτερη στρατιωτική διοίκηση στις αιματηρές εκκαθαρίσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στη συνέχεια αγνοώντας κατ’ επανάληψη τις προειδοποιήσεις για τα πολεμικά σχέδια των Ναζί από το σοβιετικό κατασκοπευτικό δίκτυο στη Δυτική Ευρώπη και στην Ιαπωνία, ο Στάλιν παρέλυσε κατά την εισβολή. Η συγκινητική πίστη του vozhd (ρωσική λέξη για τον ηγέτη) προς τον Ναζί führer είχε ανυπολόγιστο κόστος για τον Κόκκινο Στρατό και για τους σοβιετικούς λαούς.

Όταν ο Χίτλερ επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, οι Τροτσκιστές που ήταν φυλακισμένοι στα στρατόπεδα της Σιβηρίας απαίτησαν να τους επιτραπεί να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή του μετώπου για την υπεράσπιση της πατρίδας της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ανά τον κόσμο, μαζί με τους προοδευτικούς εργάτες όλων των εθνών, οι Τεταρτοδιεθνιστές χαιρέτησαν κάθε νίκη του Κόκκινου Στρατού ενάντια στην πολεμική μηχανή των Ναζί. Αλλά δεν έσκυψαν το κεφάλι μπροστά στους καπιταλιστές ηγέτες ούτε κυλίστηκαν στη λάσπη της αστικής δημοκρατίας. Απ’ την πλευρά τους οι Σταλινικοί έγιναν ξαφνικά οι καλύτεροι υπερασπιστές των «δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών ηγετικών τάξεων, των οποίων την αρπακτικότητα είχαν μόλις χθες αποκηρύξει.

Ο πόλεμος ήρθε στην Ελλάδα με την ιταλική εισβολή τον Οκτώβρη του 1940. Αφού τα στρατεύματα του Μουσολίνι απωθήθηκαν, τον Απρίλη του 1941 ο Χίτλερ έστειλε τη Βέρμαχτ για να καταλάβει τη χώρα και να καλύψει τα νότια σύνορα των δυνάμεων του Άξονα. Από το 1936, οι Έλληνες εργάτες και αγρότες αγκομαχούσαν κάτω από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά. Παρά το θαυμασμό του δικτάτορα προς τα φασιστικά καθεστώτα της Γερμανίας και της Ιταλίας, μέχρι την ιταλική επέμβαση το καθεστώς του Μεταξά είχε προσπαθήσει να ακολουθήσει μια πολιτική φιλοβρετανικής ουδετερότητας. Η Βρετανία είχε υπάρξει η μεγάλη προστάτιδα δύναμη της Ελλάδας από τη γέννησή της ως μοντέρνο κράτος.

Κατά τη διάρκεια του Ι Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λένιν επέπληξε οξύτατα αυτούς τους «σοσιαλιστές» που επικαλούνταν τη δεινή κατάσταση των μικρών κρατών που παρασύρθηκαν στον ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο ως δικαιολογία για την υπεράσπιση της δικής τους πατρίδας. Όπως το έθεσε αργότερα σε μία πολεμική ενάντια στον Γερμανό ρεβιζιονιστή Καρλ Κάουτσκι, «Αν ο πόλεμος αυτός είναι αντιδραστικός ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αν δηλαδή διεξάγεται ανάμεσα σε δυο παγκόσμιες ομάδες της ιμπεριαλιστικής, καταπιεστικής, ληστρικής αντιδραστικής αστικής τάξης, τότε κάθε αστική τάξη (ακόμα και μιας μικρής χώρας) μετατρέπεται σε μέτοχο της ληστείας, και το καθήκον μου, καθήκον εκπροσώπου του επαναστατικού προλεταριάτου, είναι να ετοιμάσω την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, μοναδική σωτηρία από τις φρικαλεότητες του παγκόσμιου μακελειού» (Η Προλεταριακή Επανάσταση και ο Αποστάτης Κάουτσκι [1918] Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986). Όμως το ξέσπασμα της ελληνικής «εθνικής ενότητας», ακολουθώντας την ιταλική εισβολή, αντηχούσε πιστά ο ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, ο οποίος τότε ήταν φυλακισμένος σε ένα από τα στρατόπεδα του Μεταξά μαζί με πολλούς άλλους αριστερούς. Σε ένα ανοιχτό γράμμα που υποστηρίζεται μέχρι σήμερα από το ΚΚΕ, ο Ζαχαριάδης παρακίνησε: «Στον πόλεμο αυτό, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη» (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949, Τόμος Α, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2011).

Το ΚΚΕ δημιούργησε το ΕΑΜ και το μαχητικό του τμήμα τον ΕΛΑΣ μόνο μετά την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση. Το όνομα ΕΛΑΣ – το οποίο ηχεί όμοια με το ΕΛΛΑΣ – τονίζει τον εθνικιστικό χαρακτήρα τον οποίο το ΚΚΕ θέλησε να δώσει στην Αντίσταση. Το πολιτικό μανιφέστο του ΕΑΜ, το οποίο ούτε καν ανέφερε τις λέξεις «σοσιαλισμός» ή «κομμουνισμός», διακήρυττε: «Ο αγώνας θα περιλαβαίνει όλα τα κοινωνικά στρώματα του λαού, από τον εργάτη ως τον αστό και από το φτωχό αγρότη ως το χτηματία» (Τι Είναι και τι Θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Εκδόσεις: Ο Ρήγας, Αθήνα 1944). Σε συμφωνία με την πολιτική του λαϊκού μετώπου, το ΚΚΕ κατάφερε να βάλει μέσα στο ΕΑΜ μία χούφτα σοσιαλδημοκρατών και αστών φιλελευθέρων, καθώς και το Αγροτικό Κόμμα. Αυτή η χούφτα αντιπροσώπευε, όπως είπε ο Τρότσκι για το μικρό αστικό συστατικό στο ισπανικό Λαϊκό Μέτωπο του 1936, τη σκιά της μπουρζουαζίας· το συντριπτικό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης δεν ήθελε καμία σχέση με τους κόκκινους ή με την Αντίσταση. Όμως αυτή η σκιά αποτελούσε έναν εγγυητή της δέσμευσης του ΕΑΜ για την υπεράσπιση των αστικών σχέσεων ιδιοκτησίας, ενώ την ίδια στιγμή επέτρεπε στους ηγέτες του ΚΚΕ να δικαιολογήσουν την προδοσία τους στη μαχητική τους εργατική βάση στο όνομα της «ενότητας».

Κάποια στοιχεία από τα παλιά σώματα αξιωματικών δημιούργησαν επίσης ομάδες αντίστασης. Σε σύγκριση με τον ΕΛΑΣ ήταν στρατιωτικά ασήμαντες. Οι δύο πιο σημαντικές – ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) και η Εθνική Και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ) – υπήρξαν αντικομμουνιστικά εργαλεία της βρετανικής ανώτατης διοίκησης στο Κάιρο, των οποίων η κύρια αξία τους δεν ήταν η αντίσταση στη γερμανική κατοχή αλλά στο να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ.

Η Πάλη της Εργατικής Τάξης στην Κατοχή

Ολόκληρη η μεσοπολεμική ιστορία στην Ελλάδα υπαγόρευε ότι ο αγώνας αντίστασης των εργαζομένων ενάντια στην κατοχή του Άξονα δεν μπορούσε να περιοριστεί σε έναν «εθνικοαπελευθερωτικό» αγώνα όπως απαιτούσε το Σταλινικό σχέδιο. Η ξένη κατοχή πρόσθεσε εθνική καταπίεση στα βάσανα των Ελλήνων εργαζομένων αλλά υπό καμία συνθήκη δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί το αντιδραστικό Σταλινικό ονειροπόλημα της «εθνικής ενότητας». Η ελληνική αστική τάξη φοβόταν υπερβολικά το προλεταριάτο γι’ αυτό, και έτσι το ταξικό ζήτημα προωθούνταν αναπόφευκτα στο προσκήνιο. Επιπλέον, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ, έχοντας υπόψη του τις επαναστατικές ταραχές που σάρωσαν την Ευρώπη στα τέλη του προηγούμενου ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου, ήταν αποφασισμένος να ξεριζώσει κάθε Κομμουνιστική επιρροή από την ελληνική κοινωνία. Ο Τσώρτσιλ επέμενε επίσης στην επιστροφή του ευρέως μη δημοφιλή Βασιλιά Γεωργίου στο θρόνο, ο οποίος είχε τοποθετήσει τον Μεταξά ως δικτάτορα.

Αντιμέτωποι με την εχθρότητα από τους προσδοκώμενους «δημοκρατικούς» συμμάχους τους, οι αντάρτες που ηγούνταν από τους Σταλινικούς – παρά τις φιλοϊμπεριαλιστικές πολιτικές του ΚΚΕ – πάλεψαν στο μεγαλύτερο μέρος ανεξάρτητα από και όχι κάτω από τις οδηγίες και τη στρατιωτική πειθαρχία των ιμπεριαλιστών Συμμάχων. Σε ένα άρθρο το οποίο γράφτηκε μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη το 1944, το αμερικάνικο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP), το πιο πολιτικά αξιόπιστο τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς σημείωνε:

«Το αντιστασιακό κίνημα στην Ελλάδα ανυψώνεται σε μαζικά μεγέθη χωρίς – και ενάντια – στην αστική τάξη. Οι μάζες δεν ήταν λιγότερο εχθρικές στους συνεργάτες του Τσώρτσιλ στο Κάιρο απ’ ότι στους Κουίσλιγκς του Χίτλερ στην Αθήνα. Η αποφασιστική δύναμη στο αντιστασιακό κίνημα ήταν η εργατική τάξη».

—«Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα», Τέταρτη Διεθνής, Φεβρουάριος 1945 (δική μας μετάφραση)

Κυρίως με την ηρωική νίκη του Κόκκινου Στρατού τον Φεβρουάριο του 1943 ενάντια στους Ναζί στη Μάχη του Στάλινγκραντ, η ελληνική εργατική τάξη ξεκίνησε να επιβάλλεται μέσα από απεργίες και άλλες δράσεις και να μεγαλώνει η αυτοπεποίθησή της. Η δεύτερη από τις δύο γενικές απεργίες ενάντια στην «πολιτική επιστράτευση» της καταναγκαστικής εργασίας των Ναζί στις 5 Μαρτίου, συνοδεύτηκε από μια μαζική διαδήλωση στην Αθήνα. Εν μέσω μαχών με την αστυνομία και τα στρατεύματα κατοχής, οι διαδηλωτές εισέβαλαν στο Υπουργείο Εργασίας και κατάφεραν να καταστρέψουν τις λίστες των εργατών που είχαν καταγραφεί στα μητρώα για απέλαση στη Γερμανία. Εκείνο το απόγευμα οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι τα σχέδια για την πολιτική επιστράτευση ακυρώθηκαν· ήταν η μόνη χώρα στην κατεχόμενη Ευρώπη που συνέβη κάτι τέτοιο.

Ενώ αυτές οι δράσεις είναι τα πιο γνωστά του επιτεύγματα, το επικουρικό τμήμα της εργατικής τάξης του ΕΑΜ, το ΕΕΑΜ, οργάνωσε ένα μεγάλο αριθμό απεργιών, διαδηλώσεων και άλλων δράσεων. Στις 25 Ιουνίου 1943, μετά την εκτέλεση 128 Κομμουνιστών, περισσότεροι από 150.000 διαδήλωσαν ενάντια στην κρατική τρομοκρατία των Ναζί. Ως αποτέλεσμα της διαμαρτυρίας 50 εργαζόμενοι στο τραμ που είχαν γραφτεί σε λίστα για εκτέλεση επειδή συμμετείχαν σε απεργία σώθηκαν. Καταγράφοντας τις πολυάριθμες απεργίες που έλαβαν μέρος σε έναν τυπικό μήνα υπό τη γερμανική κατοχή, ο ιστορικός Άγγελος Αυγουστίδης συμπεραίνει ότι «ο ενεργός ρόλος του ΕΕΑΜ στην Αντίσταση συνέβαλε σε μία γενική παρουσία της συνεχόμενης αναταραχής στις ελληνικές πόλεις εκείνη την περίοδο» («ΕΕΑΜ: Η Εργατική Αντίσταση», Ημερολόγιο της Ελληνικής Διασποράς, Φθινόπωρο 1984 [δική μας μετάφραση]). Μέχρι το 1944 οι Γερμανοί ήταν υπό πολιορκία στις μεγάλες πόλεις. Οι εργατικές περιοχές της Αθήνας, οι αποκαλούμενες «Κόκκινες Ζώνες» ήταν απαγορευμένες περιοχές για τους Γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι μπορούσαν να φύγουν από τις πόλεις μόνο με περιφρουρούμενη συνοδεία. 

Οι φιλοδοξίες για κοινωνική καθώς και για εθνική απελευθέρωση εκφράστηκαν ξεκάθαρα στον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι γυναίκες στην πάλη. Το υποστηρικτικό δίκτυο Εθνική Αλληλεγγύη κυριαρχούνταν από γυναικεία στελέχη και νέα κορίτσια ήταν ενεργά στο κίνημα νεολαίας του ΕΑΜ. Οι Ελληνίδες πρωτοκατέκτησαν το δικαίωμα ψήφου στις εκλογές του 1944 για την «κυβέρνηση του βουνού» του ΕΑΜ. Την περίοδο 1946-49, οι γυναίκες αποτελούσαν περίπου το 30 τοις εκατό των μαχόμενων δυνάμεων και το 70 τοις εκατό του ιατρικού και άλλου υποστηρικτικού προσωπικού στον αντάρτικο στρατό που ηγούνταν οι Κομμουνιστές. Σε ένα άρθρο με τίτλο «Οι Γυναίκες της Αριστεράς Μπροστά στο Δίλλημα: Πολιτική ή Οικογένεια» η Τασούλα Βερβενιώτη γράφει: «Στην Ελλάδα, οι γυναίκες πέρασαν για πρώτη φορά μαζικά στη δημόσια σφαίρα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής»· «ακόμα και σήμερα, γυναίκες μέλη του ΕΑΜ ή του ΚΚΕ αισθάνονται ότι ενήργησαν ως ιστορικά υποκείμενα και κέρδισαν αυτοπεποίθηση, ισότητα και σεβασμό μέσα από την αντιστασιακή τους δράση» (Επιμέλεια Mark Mazower, Μετά τον Πόλεμο: Η Ανασυγκρότηση της Οικογένειας, του Έθνους και του Κράτους στην Ελλάδα 1943-1960 Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια 2004).

Την ίδια στιγμή η εθνικιστική, λαϊκομετωπική πολιτική του ΚΚΕ/ΕΑΜ αγκάλιασε ακόμα και την αντιδραστική Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι ορθόδοξοι παπάδες ήταν ευπρόσδεκτοι μέσα στο ΕΑΜ και κάποιοι πολέμησαν στις μονάδες του ΕΛΑΣ. Το μανιφέστο του ΕΑΜ βρομοκοπούσε από αντιγερμανικό και αντιιταλικό σοβινισμό σε συνδυασμό με πρόστυχο οπισθοδρομικό μισογυνισμό: «Που είναι τα “πατροπαράδοτα ελληνικά ήθη και έθιμα”; Σε πολιτείες και χωριά τριγυρνάν οι ξένοι στρατιώτες αγκαλιασμένοι με τις γυναίκες μας, τις κόρες μας, τις αδερφάδες μας» (Τι Είναι και τι Θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Το μανιφέστο κραύγαζε:

«Να μαστιγώνετε με κάθε τρόπο και να καυτηριάζετ[ε]αι τις ερωτικές σχέσεις με τους ξένους. Να στιγματίζετε τις γυναίκες που παραδίνονται. Κάθε γυναίκα που παραδίνεται στους ξένους είναι κιόλας χαφιές και προδότισσα. Να μεταχειρίζεστε γι’ αυτές εξευτελιστικά επίθετα και χαραχτηρισμούς και να κάνετε γνωστό πως μετά τον πόλεμο θα χαραχτεί και στα δύο τους μάγουλα με ανεξίτηλα γράμματα ένα μεγάλο κεφαλαίο “Π”, που θα σημαίνει “Πόρνη” και “Προδότισσα”» (όπως παραπάνω).

Κάτω από την ηγεσία των Σταλινικών, η τεράστια κοινωνική δύναμη της εργατικής τάξης και ο ηρωισμός των μαχητών της, αντί να κινητοποιηθεί για να ξεφορτωθεί το καπιταλιστικό σύστημα εκμετάλλευσης, χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει τον σκοπό του αστικού εθνικισμού, με τη συνεπακόλουθη κοινωνική καθυστέρηση.

Η Εξέγερση στο Κάιρο

Τον Αύγουστο του 1943, οι Βρετανοί κάλεσαν τις διάφορες αντάρτικες ομάδες στο Κάιρο, έδρα της ελληνικής αστικής κυβέρνησης στην εξορία, ώστε να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους. Οι αντιπρόσωποι του ΚΚΕ/ΕΑΜ ικέτεψαν τον βασιλιά να μην επιστρέψει στην Ελλάδα μέχρι τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος. Αλλά ο Τσώρτσιλ απέρριψε αυτό το αίτημα και οι διαπραγματεύσεις τερματίστηκαν πριν ακόμα ξεκινήσουν. Ο Τσώρτσιλ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάτι έπρεπε να γίνει για να κοπούν τα φτερά του ΕΛΑΣ.

Υποστηριζόμενος από βρετανική βοήθεια, τον Οκτώβρη του 1943 ο ΕΔΕΣ ενεπλάκη στην πάλη ενάντια στον ΕΛΑΣ (εγκαινιάζοντας αυτό που έγινε γνωστό ως ο «πρώτος γύρος» του Εμφυλίου Πολέμου). Η απάντηση ήταν άμεση. Πολύ γρήγορα, ο ΕΔΕΣ βρισκόταν σε κίνδυνο να αφανιστεί ολοκληρωτικά. Η παρέμβαση του γερμανικού στρατού αυτή τη φορά έσωσε τον ΕΔΕΣ (που συνεργαζόταν με τους Ναζί και με τους Βρετανούς ενάντια στον ΕΛΑΣ). Ο ΕΛΑΣ σύντομα ξανάρχισε επιχειρήσεις και εύκολα θα μπορούσε να διαλύσει τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Αλλά το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ έψαχνε την ενότητα «όλων των εθνικών δυνάμεων» και τον Φεβρουάριο του 1944 υπέγραψε τη Συμφωνία της Πλάκας με μεσολαβητές τους Βρετανούς η οποία υπαγόρευε ένα τέλος στις εχθροπραξίες μεταξύ των αντάρτικων δυνάμεων. Η Συμφωνία της Πλάκας δεν διήρκησε. Ο ΕΛΑΣ σύντομα βρέθηκε πάλι κάτω από επίθεση, αυτή τη φορά από την άλλη αντάρτικη δύναμη την ΕΚΚΑ, την οποία χορηγούσαν οι Βρετανοί, της οποίας το 5/42 Σύνταγμα περικυκλώθηκε και διαλύθηκε από τον ΕΛΑΣ.

Στις 10 Μαρτίου 1944, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ανακοίνωσε το σχηματισμό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Η ηγεσία του ΚΚΕ/ΕΑΜ δεν σκόπευε ποτέ αυτή η «κυβέρνηση του βουνού» να είναι τίποτε περισσότερο από ένα διαπραγματευτικό χαρτί για ένα μελλοντικό καταμερισμό χαρτοφυλακίων σε μία κυβέρνηση συνεργασίας υποστηριζόμενη από τους Βρετανούς. Αλλά απροκάλυπτα την σνόμπαρε ο Στάλιν, ο οποίος φοβόταν οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να ανησυχήσει τους Βρετανούς, ακριβώς τη στιγμή που ένα δεύτερο μέτωπο ενάντια στη Γερμανία επρόκειτο να γίνει πραγματικότητα. Αντίθετα, ο σχηματισμός της ΠΕΕΑ χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους στρατιώτες, τους ναύτες και τους αεροπόρους των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στην Αίγυπτο, οι οποίες αποτελούνταν από περίπου 30.000 Έλληνες στρατιώτες οι οποίοι είχαν δραπετεύσει μετά τη ναζιστική κατοχή και από εθελοντές μεταξύ Ελλήνων που έμεναν στην Αίγυπτο. Είχαν τεθεί υπό τη διοίκηση του Βρετανικού Αρχηγείου Μέσης Ανατολής στο Κάιρο, ως οι Βασιλικές Ελληνικές Δυνάμεις Μέσης Ανατολής και έδρασαν στο Ελ Αλαμέιν. Όμως, οι στρατιώτες και οι ναύτες ήταν συντριπτικά συμπαθούντες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και έγιναν μία εστία επαναστατικής αναταραχής.

Αξιωματικοί φιλικοί προς το ΕΑΜ συνέταξαν ένα ψήφισμα απαιτώντας το «σχηματισμόν Κυβερνήσεως αντιπροσωπευούσης τον αγωνιζόμενον λαόν, με βάσιν την Πολιτικήν Επιτροπήν Εθνικής Απελευθερώσεως» («Το Κίνημα της Μέσης Ανατολής» Ριζοσπάστης, 23 Απριλίου 2000). Η σύλληψη έξι από αυτούς τους αξιωματικούς πυροδότησε μία οργισμένη ανταρσία η οποία εξαπλώθηκε στο ναυτικό, καθώς οι εξεγερμένοι ναύτες κατέλαβαν το Πίνδος, το Αβέρωφ, το Ajax και άλλα πλοία. Οι ναύτες στο αντιτορπιλικό Πίνδος, αγκυροβολημένο στην Αλεξάνδρεια, έριξαν τους αντιδραστικούς αξιωματικούς τους μέσα στη θάλασσα. Ο Τσώρτσιλ έδωσε οδηγίες στον αρχιστράτηγο του ναυτικού του: «Δεν πρέπει να αφήσεις στο ανώτερο μέλος του Αβέρωφ καμία αμφιβολία ότι η εγγύησή του για την αποφυγή χρήσης πολυβόλων, θα έχει ανταπόκριση από εμάς» (απόσπασμα από τον Τσώρτσιλ, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Τόμος 5, Λονδίνο, Penguin Books 1985 [δική μας μετάφραση]). Η ανταρσία τσακίστηκε και χιλιάδες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην έρημο. Κάποιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, πολλοί άλλοι πέθαναν από τις αφόρητες συνθήκες.

Η μικρή αιγυπτιακή Σταλινική ομάδα που ηγούνταν από τον Henri Curiel ήρθε σε βοήθεια των Ελλήνων στρατιωτών και ναυτών, οργανώνοντας τεράστιες διαδηλώσεις υποστήριξης στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια. Ο Curiel προμήθευσε τους εξεγερμένους με φαγητό και νερό, κτίρια και χρηματοδότηση και βοήθησε αυτούς που κατάφεραν να δραπετεύσουν μετά από την ανταρσία, βρίσκοντάς τους προσωρινό καταφύγιο. Όσο για τους Έλληνες Σταλινικούς ηγέτες, το μαχαίρωμα πίσω από την πλάτη εκφράστηκε σε ένα μήνυμα από την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ στον Βρετανό πρέσβη Reginald Leeper καταδικάζοντας την ανταρσία ως «παραφρόνων πράξεων ανευθύνων προσώπων» (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Τόμος Α). Το ΚΚΕ τώρα λέει ότι το μήνυμά του ήταν «απαράδεκτο και ακατανόητο» (όπως παραπάνω). Ωστόσο, εκδόθηκε τότε στο Ριζοσπάστη του ΚΚΕ (Έκδοση Αθήνας, 25 Μάη 1944).

Στα τέλη του Μάη του 1944, μία αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και αντιπρόσωποι της ΠΕΕΑ, συναντήθηκαν με τον πρόσφατα διορισμένο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου στο Λίβανο για να υπογράψουν μία συμφωνία η οποία είχε συνταχθεί από τον Leeper. Ο Τσώρτσιλ είδε τον Παπανδρέου ως τον πιο ικανό Έλληνα πολιτικό ώστε να διενεργήσει μία σκληρή πολιτική ενάντια στο ΚΚΕ. Η συμφωνία του Λιβάνου δήλωνε: «Όλοι εμείναμε σύμφωνοι ότι η στάσις της Μέσης Ανατολής απετέλεσε έγκλημα εναντίον της Πατρίδος» (Ανατυπώθηκε στο: Η Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ Μάης 1944 - Μάρτης 1945, Αθήνα 1975). Ως αντάλλαγμα για το φτύσιμο στα πτώματα των συντρόφων τους, το ΕΑΜ πήρε έξι από τα 24 υπουργικά χαρτοφυλάκια σε μία νέα κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον Παπανδρέου. Μπαίνοντας στην κυβέρνηση Παπανδρέου, οι Σταλινικοί περιέβαλαν αυτό το μισητό καθεστώς ανδρείκελο με κάποιο βαθμό λαϊκού κύρους.

Τον Σεπτέμβρη ήρθε η Συμφωνία της Καζέρτας στην Ιταλία, στην οποία οι ηγέτες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ συμφώνησαν να τοποθετήσουν τους μαχητές τους κάτω από την πειθαρχία του Βρετανού στρατηγού Sir Ρόναλντ Σκόμπι – του οποίου ο σκοπός ήταν να αφανίσει τον ΕΛΑΣ! Όπως το περιέγραψε ο Woodhouse: «Η συμφωνία αυτή ολοκλήρωσε το έργο που είχε αρχίσει στην Πλάκα επτά μήνες πριν, το να εξασφαλισθεί δηλαδή ότι η επιστροφή των Συμμάχων (και της κυβερνήσεως Παπανδρέου μαζί τους) θα γινόταν χωρίς προκλήσεις από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» (Το Μήλο της Έριδος).

Ένα μήνα αργότερα σε μία συνάντηση στη Μόσχα, ο Στάλιν αποδέχτηκε την περιβόητη «συμφωνία των ποσοστών» του Τσώρτσιλ. Σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ, είπε στον Στάλιν: «Στο βαθμό που αφορά στη Βρετανία και τη Ρωσία, πώς θα σας φαινόταν αν ελέγχατε κατά 90 τοις εκατό τη Ρουμανία και εμείς κατά το 90 τοις εκατό την Ελλάδα και να μοιράζαμε στη μέση τη Γιουγκοσλαβία;» (Τσώρτσιλ, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Τόμος Β’, Εκδόσεις: Γκοβόστη, Αθήνα 2010). Ο Τσώρτσιλ έγραψε αυτή την πρόταση σε ένα κομμάτι χαρτί και ο απολογισμός του συνεχίζει: «Το έσπρωξα προς το μέρος του Στάλιν, ο οποίος είχε ήδη ακούσει τη μετάφραση. Ακολούθησε μια σύντομη παύση. Έπειτα πήρε το μπλε μολύβι του, έκανε μια μεγάλη μολυβιά για να δηλώσει ότι το ενέκρινε και έπειτα μας το επέστρεψε. Όλα είχαν ρυθμιστεί μέσα σε λιγότερο χρόνο από ό,τι χρειάζεται τώρα για να τα καταγράψω.»

Η Εξέγερση στην Αθήνα

Στις 12 Οκτωβρίου 1944, ο γερμανικός στρατός εγκατέλειψε την Αθήνα. Δύο μέρες αργότερα, ο Σκόμπι έφτασε στην Ελλάδα, με την κυβέρνηση Παπανδρέου στα μπαγκάζια του. Καθώς η βρετανική συνοδεία κατευθύνθηκε από το λιμάνι του Πειραιά προς το κέντρο της Αθήνας, μαζικά πλήθη τους υποδέχτηκαν κουνώντας αφίσες του ΚΚΕ που δήλωναν: «Καλωσορίσατε Σύμμαχοί Μας».

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επιτροπές για λαϊκή διοίκηση ανέλαβαν τη διανομή τροφίμων και οργάνωσαν δωρεάν ιατρική βοήθεια και δημόσια εκπαίδευση. Εργοστάσια που εγκαταλείφτηκαν ή που κλείστηκαν από τους ιδιοκτήτες τους, καταλήφθηκαν και λειτουργούσαν από τους εργάτες. Ενώ οι εργάτες προσπαθούσαν να ασκήσουν την εξουσία που κρατούσαν, οι «Κομμουνιστές» υπουργοί στην κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας» (όπως οι Μενσεβίκοι στη Ρωσία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στη Γερμανία το 1918-19, οι Σταλινικοί στην Ισπανία κ.τ.λ.) προσπάθησαν να τη διαλύσουν. Η ελεγχόμενη από το ΕΑΜ Εθνική Πολιτοφυλακή παρέδωσε τις εξουσίες της στην αστυνομία, η οποία προστάτευε τους φιλοναζιστές δωσίλογους. Οι υπουργοί του ΕΑΜ των οικονομικών και της εργασίας ανέλαβαν την ευθύνη θέτοντας τους μισθούς σε επίπεδα πείνας και απέλυσαν τους «παραπανίσιους» εργάτες με σκοπό να ρίξουν το σπειροειδές επιτόκιο του πληθωρισμού. Τα μαζικά κέρδη που πραγματοποιήθηκαν από τους αστούς κερδοσκόπους κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν κατασχέθηκαν όπως απαιτήθηκε από τους εργάτες, αλλά απλώς φορολογήθηκαν. Το ΚΚΕ προειδοποίησε ενάντια στις απεργίες αλλά θυμωμένοι εργάτες ξεκίνησαν να κινητοποιούνται.

Για τους Βρετανούς ιμπεριαλιστές και την ελληνική αστική τάξη, το καυτό ζήτημα ήταν ο αφοπλισμός του προλεταριάτου και των αγροτικών μαζών. Στις αρχές του Νοεμβρίου του 1944, οι Βρετανοί μετακίνησαν την Ορεινή Ταξιαρχία από την Ιταλία στην Ελλάδα, προετοιμαζόμενοι για την αναμέτρηση. Αυτή η ταξιαρχία αποτελούνταν από φανατικούς αντικομμουνιστές, οι οποίοι είχαν διασωθεί από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις στην Αίγυπτο. Αλλά, νιώθοντας την καυτή ανάσα των μαζών στον σβέρκο τους, οι Σταλινικοί έκαναν πίσω στον αφοπλισμό θέλοντας πρώτα να εξασφαλίσουν ότι οι φιλοναζιστικές συνεργατικές δυνάμεις, όπως και οι δεξιοί μαχαιροβγάλτες της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Τάγματος είχαν επίσης αφοπλιστεί.

Στα τέλη Νοεμβρίου, ο Σκόμπι εξέδωσε ένα τελεσίγραφο διατάζοντας τις μονάδες του ΕΛΑΣ να αφοπλιστούν μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, απειλώντας ότι διαφορετικά «το νόμισμα δεν θα κρατηθή σταθερόν και ο λαός δεν θα τραφή» (Η Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ). Οι έξι υπουργοί του ΕΑΜ τελικά παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση. Στο γράμμα παραίτησής του, ο Γιάννης Ζευγός του ΚΚΕ κάλεσε «να αποστρατευθούν όλες οι ένοπλες δυνάμεις» συμπεριλαμβανομένου και του ΕΛΑΣ και «να δημιουργηθεί μια πραγματική Εθνοφυλακή στη διάθεση του Έθνους» (Η Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ). Ενώ ο Τσώρτσιλ και ο Σκόμπι προετοίμαζαν ένα λουτρό αίματος εναντίον του ένοπλου προλεταριάτου που ήταν οργανωμένο στον ΕΛΑΣ, το ΚΚΕ ικέτευε να τοποθετήσει το έθνος πάνω από την τάξη!

Το ΕΑΜ κάλεσε για μία μαζική διαμαρτυρία στην Πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου και για μία γενική απεργία την επόμενη ημέρα με σκοπό να πιέσει την κυβέρνηση. Ώρες πριν από τη διαδήλωση, ο Παπανδρέου ξαφνικά ανακάλεσε την άδεια για τη διαμαρτυρία. Κάτω από την προστασία των βρετανικών τανκς, οι χωροφύλακες άνοιξαν πυρ στους εκατοντάδες χιλιάδες που προσήλθαν, σκοτώνοντας τουλάχιστον 20 και τραυματίζοντας πολύ παραπάνω από 100. Σύμφωνα με τον απολογισμό ενός αυτόπτη μάρτυρα στην Chicago Sun:

«Όρθιος και βαλλόμενος προχωρούσε προς τον ορισθέντα τόπο της συγκέντρωσης. Γυναίκες και κορίτσια με το χαμόγελο στα χείλη, ακόμα και μετά τον σκοτωμό των συντρόφων των φώναζαν: “Ζήτω ο Τσώρτσιλ! ζήτω ο Ρούζβελ[τ]! κάτω ο Παπανδρέου! όχι Βασιλιά!”»

—Απόσπασμα από το Η Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ

Την ημέρα μετά τη σφαγή, ένοπλες δεξιές συμμορίες και η χωροφυλακή σκότωσαν και τραυμάτισαν εκατοντάδες ακόμα καθώς επέστρεφαν από τις κηδείες αυτών που είχαν σφαγιαστεί την Κυριακή. Εξοργισμένοι οι εργάτες των Αθηνών κατέλαβαν αστυνομικά τμήματα σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, φωνάζοντας «Θάνατος στον Παπανδρέου!» Στον Πειραιά, οι λιμενεργάτες παρέλασαν με ρόπαλα, μαχαίρια και όπλα. Ο Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στον Σκόμπι:

«Είστε υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης στην Αθήνα και για την εξουδετέρωση ή τη διάλυση όλων των ομάδων του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ που πλησιάζουν στην πόλη…. Ωστόσο, μη διστάσετε να ενεργήσετε σαν να βρίσκεστε σε κάποια κατεχόμενη πόλη, στην οποία λαμβάνει χώρα μία ανταρσία.»

—Τσώρτσιλ, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Τόμος Β’

Εν τέλει, στις 7 Δεκεμβρίου η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ διακήρυξε: «Η γενική μάχη για τη λευτεριά και την ολοκληρωτική ανεξαρτησία της Ελλάδας μας άρχισε. Δεν τη θελήσαμε. [Μ]μας την επέβαλαν» (Η Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ). Μέσα σε λίγες ημέρες, αποσπάσματα εργατών έλεγχαν ολόκληρη την Αθήνα εκτός από μία μικρή περιοχή τεσσάρων τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στις 11 Δεκεμβρίου, ο Στρατάρχης Αλεξάντερ, ο οποίος στάλθηκε στην Αθήνα ώστε να εκτιμήσει την κατάσταση είπε στον Leeper: «Η κατάστασίς σας είναι σοβαρά. Ο θαλάσσιος λιμήν σας έχει αποκοπή, εις τον αερολιμένα σας δύναται να φθάση κανείς μόνον με άρμα μάχης ή με τεθωρακισμένον όχημα, αριθμητικώς υστερείτε, αι αποθήκαι σας έχουν περικυκλωθεί και έχετε πυρομαχικά δια τρεις ημέρας μόνον» (απόσπασμα από το βιβλίο του Ιωάννη Ο. Ιατρίδη, Εξέγερση στην Αθήνα: Τα Γεγονότα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1944 Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2013).

Φοβισμένοι από τις επαναστατικές επιπλοκές της πάλης, οι ηγέτες του ΚΚΕ, έκαναν τη μία παραχώρηση μετά την άλλη στους μη συνεργάσιμους Βρετανούς και προσπάθησαν να αποφύγουν να εμπλακούν με τις δυνάμεις του Σκόμπι, ακόμα και απαγορεύοντας τη συναδέλφωση με τους στρατιώτες του. Αντί να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην Αθήνα, όπου η πάλη θα κερδιζόταν ή θα χανόταν, ο ΕΛΑΣ εξαπέλυσε μία μεγάλη επίθεση ενάντια στα απομεινάρια των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο και ενάντια σε μία άλλη αντιδραστική αντάρτικη ομάδα στην Μακεδονία. Καθώς τα τηλεγραφήματα κινούνταν ταχύτατα μπρος και πίσω μεταξύ των πανικοβλημένων Βρετανών ιμπεριαλιστών στην Αθήνα και στο Λονδίνο, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ διακήρυξε στις 15 Δεκεμβρίου «ότι δεν θέλει να καταλάβει την εξουσία. Δεν θέλει κανενός είδους πραξικόπημα. Δεν θέλει Κυβέρνηση μονομερή της αριστεράς» (Η Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ).

Η Προδοσία της Βάρκιζας

Στις 25 Δεκεμβρίου, ο Τσώρτσιλ έφτασε στην Αθήνα για να αναλάβει προσωπικά τον έλεγχο. Έχοντας προηγουμένως απορρίψει κάθε αντικαταστάτη του βασιλιά, ο Τσώρτσιλ τελικά αποδέχτηκε τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό ως αντιβασιλέα. Οι ηγέτες του ΚΚΕ συνθηκολόγησαν απόλυτα. Μία νέα κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» θα σχηματιζόταν, αποκλείοντας το ΚΚΕ/ΕΑΜ όπως και τον Παπανδρέου. Στις 30 Δεκεμβρίου, καθώς οι Έλληνες εργάτες εξακολουθούσαν να μάχονται για τις ζωές τους, η σοβιετική κυβέρνηση έβαλε τη σφραγίδα έγκρισής της για την καταστολή τους, ανακοινώνοντας ότι θα τοποθετούσε έναν Σοβιετικό πρέσβη στην κυβέρνηση ανδρείκελο της Αθήνας.

Πριν την άφιξη του Τσώρτσιλ, οι αντάρτες είχαν καταφέρει να τοποθετήσουν ένα τόνο δυναμίτη στους υπονόμους κάτω από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, όπου είχε σκοπό να μείνει ο Τσώρτσιλ. Αυτό το επεισόδιο απεικονίζει τη δυνατότητα και την τόλμη του ΕΛΑΣ, αλλά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία επίδειξη δύναμης στην υπηρεσία μίας σάπιας πολιτικής, που βασικά στόχευε να εξασφαλίσει κάποιες ακόμα θέσεις στα υπουργικά συμβούλια σε μία μελλοντική καπιταλιστική κυβέρνηση. Κατά την επιστροφή του στη Βρετανία, ο Τσώρτσιλ κατήγγειλε τον ΕΛΑΣ στο Κοινοβούλιο, λέγοντας με νόημα προς τον Στάλιν: «Νομίζω ότι ο όρος “Τροτσκιστές” αποτελεί ένα καλύτερο ορισμό γι’ αυτούς τους ανθρώπους και για κάποιες άλλες αιρέσεις, απ’ ότι η συνηθισμένη λέξη και έχει το πλεονέκτημα του ότι είναι μισητή στον ίδιο βαθμό και στη Ρωσία» («Η Κατάσταση του Πολέμου και η Εξωτερική Πολιτική», Ομιλία στη Βουλή των Κοινοτήτων,  Hansard, 18 Ιανουαρίου 1945 [δική μας μετάφραση]). Το άρθρο της Τέταρτης Διεθνούς τον Φεβρουάριο του 1945 σχολίαζε:

«Ο ΕΛΑΣ είναι “Τροτσκιστικός” κατά μία μόνο έννοια – στα επαναστατικά ένστικτα των αδάμαστων μαχητών του, στη μεγάλη τους ικανότητα για πάλη και θυσία. Αλλά το πρόγραμμά του και η ηγεσία του δεν έχει καμία ομοιότητα με τον “Τροτσκισμό.” Ο Τσώρτσιλ ξεχνά ότι κατά τη διάρκεια της πραγματικής “Τροτσκιστικής” επανάστασης, ποτέ ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα διανοούνταν να πάει στη Μόσχα ώστε να εξασφαλίσει τη συμφωνία των Μπολσεβίκων για να εγκαθιδρύσει τον λευκοφρουρό Βαρόνο Wrangel ως αντιβασιλέα του Τσάρου καθώς ο Κόκκινος Στρατός ήσυχα παρέδιδε τα όπλα του.»

—«Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα»

Υπάκουα βοηθώντας τον Τσώρτσιλ στην αντιδραστική του εκστρατεία ενάντια στο ελληνικό προλεταριάτο, μία αντιπροσωπεία από τη βρετανική Γενική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (TUC) επέστρεψε από την Αθήνα στις αρχές Φεβρουαρίου του 1945 για να πουλήσει κατασκευασμένους απολογισμούς Κομμουνιστικών φρικαλεοτήτων. Ταιριαστά, η αντιπροσωπεία ηγούνταν από τον Sir Walter Citrine, έναν προδότη της Γενικής Απεργίας του 1926. Η αναφορά της TUC ήταν τμήμα μίας μαζικής προπαγανδιστικής καμπάνιας απεικονίζοντας τους μαχητές του ΕΛΑΣ ως μαζικούς δολοφόνους. Η πολιτική αστυνομία του ΚΚΕ, η Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (Ο.Π.Λ.Α), φυσικά εκτέλεσε έναν αριθμό δωσίλογων και δεξιών. Επίσης άρπαξε την ευκαιρία πάνω στη μάχη για να σφάξει δεκάδες Τροτσκιστές. Αλλά πολλές από τις «αποδείξεις» για μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων πολιτών ήταν απλά κατασκευασμένες.

Στις 11 Φεβρουαρίου, ο ηγέτης του ΚΚΕ Σιάντος σε μία συνέντευξη τύπου δήλωσε:

«Εφόσον οι μεγάλοι σύμμαχοι αποφάσισαν πως η παρουσία του βρεταννικού στρατού στην Ελλάδα ήταν χρήσιμη, σημαίνει πως ήταν. Πιστεύουμε πως η σύγκρουση μεταξύ Ε.Λ.Α.Σ και Βρεταννών είναι αποτέλεσμα μιας θλιβερής παρεξήγηση[ς], η οποία, ελπίζουμε, θα ξεχαστεί».

—Απόσπασμα από τον Dominique Eudes, Οι Καπετάνιοι: Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 1943-1949, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975

Την επόμενη μέρα, ο Σιάντος και οι σύντροφοί του υπέγραψαν τη συμφωνία της Βάρκιζας. Η συμφωνία έβαζε ως όρο ότι «αποστρατεύονται αι ένοπλοι δυνάμεις Αντιστάσεως και συγκεκριμένως ο Ε.Λ.Α.Σ, τακτικός και εφεδρικός,» ενώ «ο Ιερός Λόχος θα παραμείνη ως έχει, εφ’ όσον ευρίσκεται υπό τας αμέσους διαταγάς του Συμμαχικού Στρατηγείου» (απόσπασμα από το Μήλο της Έριδος).

Οι Σταλινικοί ηγέτες φοβήθηκαν ότι η βάση του ΕΛΑΣ θα επαναστατούσε ενάντια σε μία συμφωνία, η οποία τους άφηνε όχι μόνο αφοπλισμένους αλλά επίσης και εκτεθειμένους στο να συλληφθούν χωρίς ένταλμα, κάτω υπό τις επικρατούσες συνθήκες του στρατιωτικού νόμου. Οι ηγέτες του ΚΚΕ απαίτησαν μια αμνηστία και έπειτα από μερική λογομαχία, συμφώνησαν σε μία κίβδηλη αμνηστία για πολιτικά εγκλήματα, η οποία οδήγησε δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές στο να παγιδευτούν σε σύλληψη και φυλάκιση, αφού οι πράξεις τους θεωρήθηκαν όχι πολιτικές αλλά κοινά εγκλήματα.

Μερικοί από τους απλούς στρατιώτες του ΕΛΑΣ σοφά αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους, και αντί αυτού τα έθαψαν. Υπογράφοντας τη διαταγή για τον αφοπλισμό, ο ηγέτης του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης πρόσφερε το τεράστιο κύρος του ανάμεσα στους στρατιώτες του ΕΛΑΣ για αυτή την προδοσία. Αλλά έπειτα ανασύνταξε τους οπλισμένους αγωνιστές (που περιλάμβανε πολλούς που το έσκασαν από το καθεστώς τρόμου στις πόλεις) στα βουνά στην προετοιμασία για ανανεωμένο αγώνα. Όταν ο ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης επέστρεψε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου σε ένα στρατιωτικό βρετανικό αεροσκάφος το Μάιο του 1945, κατήγγειλε τον Βελουχιώτη ως τυχοδιώκτη. Λίγο αργότερα, ο Βελουχιώτης και η μικρή ομάδα των οπαδών του παγιδεύτηκαν από κυβερνητικές δυνάμεις. Είτε αυτοκτόνησε είτε τον σκότωσαν· αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του τοποθετήθηκε σε δημόσια θέα ως ένα αντικομμουνιστικό έπαθλο.

Ο Ζαχαριάδης ξανακέρδισε την ηγεσία του κόμματος από τον απαξιωμένο Σιάντο, ο οποίος θα γινόταν πρώιμος αποδιοπομπαίος τράγος (αργότερα ακολουθήθηκε από τον ίδιο τον Ζαχαριάδη) για τα «λάθη» της ηγεσίας του ΚΚΕ στην εξέγερση της Αθήνας. Σε ένα άρθρο με τίτλο «Οι Ηγέτες του Κ.Κ. Παραδέχονται τον Προδοτικό Ρόλο στην Ελληνική Πάλη», το αμερικάνικο SWP σχολίασε:

«Όταν είναι κάτι τόσο βρώμικο και μοιάζει αδύνατο να καλυφθεί με ασβέστωμα, τότε καλέστε την ηγεσία των Ελλήνων Σταλινικών. Μπορούν να ασβεστώσουν οτιδήποτε, ακόμα και ένα αιματοβαμμένο καθεστώς τρόμου για το οποίο είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι. Το έχουν μετατρέψει σε ένα ωραίο έργο τέχνης, κάνοντάς το πιο άσπρο προσθέτοντας μία στάλα από μπλε μπογιά “αυτοκριτικής”». 

Militant, 7 Ιουλίου 1945 (δική μας μετάφραση)

Η προδοσία της Βάρκιζας αποτελούσε τη λογική κατάληξη του Έβδομου Συνεδρίου της Κομιντέρν και του εναγκαλισμού με τους ιμπεριαλιστές «δημοκράτες». Το 1943, ο Στάλιν είχε διαλύσει την Κομιντέρν, ήδη νεκρή για το σκοπό της επανάστασης, ώστε να τονίσει στον Ρούζβελτ και στον Τσώρτσιλ ότι δεν τον ενδιέφερε να κάνει επανάσταση. Στο τέλος του πολέμου, και οι Γάλλοι και οι Ιταλοί Σταλινικοί αφόπλισαν τους εργάτες και αποκεφάλισαν χειροπιαστές ευκαιρίες για προλεταριακή επανάσταση – όλα στην υπηρεσία της Σταλινικής φαντασίας της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων βασιζόμενη στην «ειρηνική συνύπαρξη».

Ο «Τρίτος Γύρος»

Η συμφωνία της Βάρκιζας ήταν μόνο μια μικρή ανάπαυλα της πάλης στην Ελλάδα. Ενώ έπαψαν οι μάχες μεγάλης κλίμακας με δυσκολία θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπήρχε ειρήνη. Η περίοδος από τη Βάρκιζα μέχρι τις εκλογές στις 31 Μαρτίου 1946 σημαδεύτηκε από ένα κύμα απεργιών και από λευκή τρομοκρατία που διευκολύνθηκε από τον αφοπλισμό των εργατών από τους Σταλινικούς. Σχεδόν 1.300 αριστεροί δολοφονήθηκαν, περίπου 85.000 συνελήφθησαν και περισσότεροι από 31.000 βασανίστηκαν. Παρόλα αυτά, το ΚΚΕ προσκολλήθηκε στους όρους της συμφωνίας και προετοιμάστηκε για τις εκλογές.

Ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ότι οι εκλογές θα ήταν μία μαζική απάτη. Όταν το ΚΚΕ κάλεσε για αναβολή των εκλογών λόγω των συνεχιζόμενων επιθέσεων από τη δεξιά, ο Δαμασκηνός αρνήθηκε. Μαζί με φιλελεύθερους αντιπάλους του καθεστώτος, το ΚΚΕ κατέληξε στο να μποϋκοτάρει τις εκλογές. Όπως ήταν αναμενόμενο, κερδήθηκαν από το μοναρχικό συνασπισμό. Πέντε μήνες αργότερα ένα δημοψήφισμα για τη μοναρχία έδειξε ένα απίθανο 68 τοις εκατό του πληθυσμού υπέρ. Η εφημερίδα των Αμερικανών Τροτσκιστών αργότερα τόνισε ότι καθώς η Ελλάδα πραγματοποιούσε το δημοψήφισμα «ένα αεροπλανοφόρο 45.000 τόνων και έξι άλλα πολεμικά πλοία περιπολούσαν στην ελληνική ακτή σε μία άγρια επίδειξη στρατιωτικής ισχύος» (Militant, 22 Μαρτίου 1947 [δική μας μετάφραση]).

Τον Φεβρουάριο του 1946, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ είχε πραγματοποιήσει τη Δεύτερη Ολομέλεια. Αργότερα ισχυρίστηκαν – τόσο το ΚΚΕ όσο και οι αντικομμουνιστές – ότι αυτή ήταν η συνάντηση στην οποία το κόμμα αποφάσισε την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου του 1946-49. Είναι αμφίβολο ότι οι ηγέτες του ΚΚΕ πήραν ποτέ μια τέτοια απόφαση. Αυτός ο «τρίτος γύρος» μάχης (η εξέγερση στην Αθήνα ήταν ο δεύτερος γύρος) απέδειξε ότι παρά την προδοσία της Βάρκιζας, η επαναστατική ενέργεια των εργαζομένων μαζών δεν είχε εξαντληθεί. Με περισσότερο από μια υποψία αμυντικότητας ο ιστορικός του κόμματος του ΚΚΕ Μάκης Μαΐλης γράφει:

«Αυτός ο αγώνας απέδειξε ότι το ΚΚΕ ήταν ικανό να μην [!] υποτάσσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στους στρατηγικούς στόχους και σχεδιασμούς των εκμεταλλευτών. Απέδειξε έμπρακτα ότι το ΚΚΕ δεν ενσωματώθηκε στο σύστημα, παρά τα λάθη στρατηγικής σημασίας όπως οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτα, καθώς και της Βάρκιζας.»

—«Η Στρατηγική του ΚΚΕ με ΓΓ της ΚΕ τον Νίκο Ζαχαριάδη (1931-1956)», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Τεύχος 6, 2013

Το ΚΚΕ δεν είχε αλλάξει τις ρεφορμιστικές του αποχρώσεις. Η πραγματικότητα ήταν ότι «το σύστημα» αρνήθηκε να ενσωματώσει το ΚΚΕ. Ήταν η αδυσώπητη βία της ελληνικής αντίδρασης που οδήγησε τις εργατικές μάζες σε έναν ένοπλο αγώνα για αυτοσυντήρηση και η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν ξανά υποχρεωμένη να τοποθετήσει τον εαυτό της επικεφαλή. Μέσα σε τρεις μήνες από την ίδρυσή του τον Οκτώβριο του 1946, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) που ηγούνταν οι Σταλινικοί, έλεγχε εκτεταμένα τμήματα της Βόρειας Ελλάδας. Ο κυβερνητικός στρατός περιλάμβανε μεγάλο αριθμό υποστηρικτών από την οργάνωση νεολαίας των Σταλινικών την ΕΠΟΝ και άλλους συμπαθούντες προς τους αντάρτες. Αλλά αντί να παλέψουν για τη νίκη, οι Σταλινικοί αγωνίστηκαν για ένα συμβιβασμό, προτείνοντας επαναλαμβανόμενες προσφορές ειρήνης.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Ψυχρός Πόλεμος που ηγούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες ενάντια στη Σοβιετική Ένωση ήταν για τα καλά σε εξέλιξη. Την ομιλία του Τσώρτσιλ «Σιδηρούν Παραπέτασμα» τον Μάρτιο του 1946 στο Φούλτον του Μιζούρι, ακολούθησε ένα χρόνο μετά η διακήρυξη της Ουάσιγκτον του αντισοβιετικού Δόγματος Τρούμαν. Μέχρι τον Απρίλιο του 1947, με τον ήλιο να δύει στη χρεοκοπημένη Βρετανική Αυτοκρατορία, η αντικομμουνιστική Εργατική κυβέρνηση του Κλέμεντ Άττλι (που διαδέχτηκε τον Τσώρτσιλ) εν τέλει απέσυρε τις δυνάμεις της από την Ελλάδα, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από τον πολύ πιο δυνατό αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν να στέλνουν μαζικές ποσότητες στρατιωτικής βοήθειας στο δεξιό καθεστώς της Αθήνας με σκοπό να εμποδίσουν την «εξάπλωση του Κομμουνισμού».

Όταν ο Στάλιν αναγκάστηκε να απαντήσει στις αυξανόμενες πολεμοχαρείς απειλές του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η Βουλγαρία και οι περισσότερες από τις κεντρικές και ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες που είχαν ήδη καταληφθεί από τις σοβιετικές δυνάμεις, μετατράπηκαν σε παραμορφωμένα εργατικά κράτη. Στη Γιουγκοσλαβία, η νίκη των Κομμουνιστών ανταρτών που ηγούνταν ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο ενάντια στους Ναζί και στους ντόπιους συμμάχους τους, είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός παραμορφωμένου εργατικού κράτους. Έτσι, οι μαχητές του ΔΣΕ ήταν σε θέση να βρίσκουν καταφύγιο στην άλλη πλευρά των βόρειων συνόρων της Ελλάδας.

Αλλά αντί να προσφέρουν στον ΔΣΕ τη στρατιωτική βοήθεια που χρειαζόταν για να νικήσει, ο Στάλιν και ο Τίτο παρείχαν στους Έλληνες μαχητές βοήθεια με το σταγονόμετρο. Το 1948, ο Στάλιν κάλεσε τους ηγέτες των ΚΚ της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας στο Κρεμλίνο και τους είπε, σύμφωνα με τον Μίλοβαν Τζίλας, τον τότε αντιπρόεδρο του Τίτο: «Η εξέγερσι στην Ελλάδα, είπε, πρέπει να κλείση» (απόσπασμα από τον Τζίλας, Συνομιλίες με τον Στάλιν, Εκδόσεις: Καμαρινόπουλου).

Η εξελισσόμενη διάσπαση μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο και του Κρεμλίνου ξεκίνησε να ασκεί μία αποφασιστική επίδραση στα γεγονότα. Τον Ιούλιο του 1949, ελπίζοντας να λάβει αμερικάνικη βοήθεια αφού είχε αποκοπεί από το Κρεμλίνο, ο Τίτο ανακοίνωσε ότι θα έκλεινε τα σύνορα προς τους Έλληνες μαχητές. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τον ΔΣΕ. Τον Αύγουστο, οι μαχητές του ΔΣΕ πρόβαλαν την τελευταία τους σθεναρή αντίσταση στα ορεινά σύνορα με την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία, με τις ελληνικές κυβερνητικές δυνάμεις να υπερτερούν μαζικά σε αριθμό και τα αμερικανικά αεροπλάνα να τους βομβαρδίζουν με βόμβες ναπάλμ. Η ήττα του αντάρτικου πολέμου, κατά τον οποίο 40.000 μαχητές που ηγούνταν από Κομμουνιστές έχασαν τη ζωή τους, έδωσε έμφαση στην έμφυτη δολιότητα του δόγματος του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα» καθώς ο εθνικιστικός ανταγωνισμός μεταξύ των Σταλινικών γραφειοκρατιών στη Μόσχα και το Βελιγράδι έδρασε στο να στραγγαλίσει τον τελευταίο γύρο της ελληνικής επανάστασης.

Μακεδονία: Λυδία Λίθος για τους Έλληνες Επαναστάτες

Η κύρια αρένα του αντάρτικου πολέμου ήταν η Μακεδονία και μεγάλος αριθμός Σλαβομακεδόνων πολέμησε στον ΔΣΕ, απαρτίζοντας ένα εκτιμώμενο 25 τοις εκατό των Κομμουνιστικών δυνάμεων τον Απρίλιο του 1947, και μεγάλωνε καθώς ο καιρός περνούσε. Μέχρι εκείνη την περίοδο το ΚΚΕ είχε θάψει την πρωτύτερη απαίτηση για το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης για τη Μακεδονία υπέρ ενός καλέσματος για εθνική ισότητα μέσα στα σύνορα της Ελλάδας. Αλλά σε αντίθεση με τα αστικά κόμματα, το ΚΚΕ τουλάχιστον αναγνώριζε την εθνική ύπαρξη του σλαβικού μακεδονικού λαού.

Διαχωρισμένη μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας και της Βουλγαρίας στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο του 1913, η Μακεδονία ήταν ένα πεδίο ανταγωνισμών και μηχανορραφιών ανάμεσα σε αυτές τις τρεις τοπικές δυνάμεις. Η Ελλάδα προσάρτησε τη μεγαλύτερη μερίδα αυτής της περιοχής και προχώρησε στο να εκδιώξει ή να εξελληνίσει βίαια μεγάλο τμήμα από το σλαβόφωνο πληθυσμό, αρνούμενη κάθε εθνικό δικαίωμα σε αυτούς που παρέμειναν. Ακόμα και η αναγνώριση της ύπαρξης αυτής της εθνικής μειονότητας, πολύ λιγότερο το δικαίωμά της στην απόσχιση, αποτελούσε ανάθεμα στους συνηγόρους μιας «Μεγαλύτερης Ελλάδας». Έτσι, για τους επαναστάτες στην Ελλάδα, η υποστήριξη για το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση για την σλαβομακεδονική μειονότητα στη Βόρεια Ελλάδα από καιρό έχει υπάρξει η λυδία λίθος για την αφοσίωσή τους στη διεθνιστική πάλη ενάντια στην ελληνική αστική τάξη.

Ο Τρότσκι ασχολήθηκε με το μακεδονικό ζήτημα σε μία συζήτηση το 1932 με τους πρώιμους Έλληνες Τροτσκιστές, τους Αρχειομαρξιστές. Οι Αρχειομαρξιστές αντιτέθηκαν στην ανεξαρτησία της μακεδονικής μειονότητας. Απαντώντας στο επιχείρημά τους ότι η Μακεδονία του Αιγαίου ήταν «90 τοις εκατό Έλληνες», ο Τρότσκι απάντησε: «Το πρώτο μας καθήκον απέναντι σε αυτά τα [κυβερνητικά] νούμερα είναι να έχουμε μια στάση απόλυτου σκεπτικισμού». Για το ζήτημα της ανεξαρτησίας ο Τρότσκι είπε:

 «Δεν είμαι βέβαιος για το εάν είναι σωστό να απορρίψουμε αυτό το σύνθημα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι εναντιωνόμαστε σ’ αυτό επειδή ο πληθυσμός θα είναι αντίθετος. Ο πληθυσμός πρέπει να ρωτηθεί για τη γνώμη του πάνω σ’ αυτό. Οι “Βούλγαροι” αντιπροσωπεύουν ένα καταπιεσμένο στρώμα….

«Δεν είναι δικό μας καθήκον να οργανώσουμε εθνικιστικές εξεγέρσεις. Απλώς λέμε ότι εάν οι Μακεδόνες το επιθυμούν, τότε εμείς θα πάρουμε το μέρος τους, ότι θα πρέπει να τους επιτραπεί να αποφασίσουν, και εμείς θα υποστηρίξουμε επίσης την απόφασή τους».

—«Μία συζήτηση για την Ελλάδα» Άνοιξη 1932 (δική μας μετάφραση)

Ο Τρότσκι συνέχισε για να τονίσει το πιο σημαντικό σημείο του ζητήματος για τους Μαρξιστές στην Ελλάδα:

«Αυτό που με ανησυχεί δεν είναι τόσο το ζήτημα των Μακεδόνων αγροτών, αλλά για το αν υπάρχει έστω και λίγο σοβινιστικό δηλητήριο στους Έλληνες εργάτες. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Για εμάς, που είμαστε υπέρ μίας βαλκανικής ομοσπονδίας σοβιετικών κρατών, είναι ακριβώς το ίδιο εάν η Μακεδονία ανήκει σε αυτή την ομοσπονδία σαν μία αυτόνομη ολότητα ή σαν τμήμα ενός άλλου κράτους» (όπως παραπάνω).

Η καταπίεση της μακεδονικής μειονότητας κάτω από την ελληνική μπότα ήταν τέτοια που πολλοί Μακεδόνες αρχικά καλωσόρισαν τη βουλγαρική κατοχή στον ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν απαραίτητη η εναντίωση στο σοβινισμό όχι μόνο της βουλγαρικής άρχουσας τάξης αλλά επίσης και της ελληνικής αστικής τάξης σχετικά με το ζήτημα της Μακεδονίας. Αλλά αυτή δεν ήταν η προσέγγιση των Σταλινικών: για παράδειγμα, τον Ιούλιο του 1943 το ΕΕΑΜ οργάνωσε μία μαζική διαδήλωση στην Αθήνα ενάντια στη βουλγαρική προσάρτηση της «ελληνικής» Μακεδονίας.

Η βαρβαρότητα των κατοχικών δυνάμεων του άξονα σύντομα απώθησε πολλούς Μακεδόνες. Μέχρι τον πόλεμο του 1946-49, ο κύριος παράγοντας για να κερδίσει υποστήριξη ο αγώνας του ΔΣΕ μέσα στη σλαβική μειονότητα, ήταν η κοινωνική επανάσταση που διεξάγονταν πέρα από τα σύνορα, στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί, οι Μακεδόνες αντάρτες είχαν σχηματίσει τα δικά τους αρχηγεία, τα οποία ηγούνταν από Μακεδόνες αξιωματικούς και χρησιμοποιούσαν τη μακεδονική γλώσσα και σημαία. Η δημιουργία μιας αυτόνομης μακεδονικής δημοκρατίας μέσα στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία έμελε να ασκήσει μια ισχυρή έλξη για τους Σλάβους στην Ελλάδα. Η καμπάνια των Γιουγκοσλάβων για μία ενιαία Μακεδονία αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το ΚΚΕ.

Αλλά καθώς η διάσπαση με τον Τίτο βάθαινε, το ΚΚΕ έκανε μία προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τους Μακεδόνες ώστε να υπονομεύσει την υποστήριξη προς τον Τίτο, διακηρύσσοντας τον Ιανουάριο του 1949 ότι «σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως το θέλει ο ίδιος» («Η 5η ολομέλεια και το Μακεδονικό [Α΄]» Ριζοσπάστης, 17 Γενάρη 1997). Μόλις μερικούς μήνες αργότερα, μετά την ήττα στον Εμφύλιο Πόλεμο, το ΚΚΕ αποκήρυξε ξανά το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση. Τονίζοντας ότι «ο Στάλιν μας διδάσκει», ο ηγετικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ Βασίλης Μπαρτζιώτας ανακοίνωσε τον Οκτώβριο του 1949: «Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει…. Πρέπει να επιστρέψουμε στο σύνθημα για εθνική ισοτιμία που επιστρατεύθηκε από το Έκτο Συνέδριο του ΚΚΕ [1935]» (απόσπασμα από τον Andrew Rossos, «Ασυμβίβαστοι Σύμμαχοι: Ελληνικός Κομμουνισμός και Μακεδονικός Εθνικισμός στον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα, 1943-49» Ημερολόγιο Μοντέρνας Ιστορίας, Μάρτιος 1997 [δική μας μετάφραση]).

Περισσότερο από 40 χρόνια αργότερα, όταν η πρώην γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας ανακοίνωσε την ανεξαρτησία της το 1991 μέσα στην αντεπαναστατική καταστροφή του γιουγκοσλαβικού παραμορφωμένου εργατικού κράτους, αφίσες σε όλη την Ελλάδα διακήρυτταν, «Η Μακεδονία Είναι Ελληνική!» Εκείνη την περίοδο, η εκπρόσωπος του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα υπέστη κυνήγι μαγισσών, επειδή απλώς δήλωσε ότι υπήρχαν σλαβόφωνοι στην Ελλάδα. Ωστόσο, τώρα το ΚΚΕ κάνει την ηχώ της ελληνικής αστικής τάξης εξοργισμένο ενάντια σε «μια συνειδητή προσπάθεια να διαμορφωθεί μέσα στη μουσουλμανική μειονότητα τουρκική εθνική συνείδηση και σ' ένα τμήμα των σλαβόφωνων η λεγόμενη “μακεδονική” εθνική συνείδηση.» Το ΚΚΕ διακηρύσσει:

«Οι επιδιώξεις για αναγνώριση “μακεδονικής εθνικής μειονότητας”, καθώς και “τουρκικής μειονότητας”, όπως επιδιώκουν οι ΗΠΑ κι η ΕΕ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, θα αποτελέσει ένα ακόμα βήμα για την αμφισβήτηση των συνόρων (π.χ. της Συνθήκης της Λοζάνης) και του εδαφικού status στην περιοχή, κάτι άλλωστε, που δεν το κρύβουν εθνικιστικοί κύκλοι σε Τουρκία και ΠΓΔΜ [Μακεδονία].»  

Ριζοσπάστης, 27 Απριλίου 2014

Αυτή η τερατώδης επίκληση σε μία ιμπεριαλιστική συνθήκη 90 χρόνων με σκοπό την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της καπιταλιστικής Ελλάδας λέει πολλά για τις επαναστατικές προφάσεις του ΚΚΕ. Συγκρίνετε αυτό με τον Λένιν, ο οποίος έγραψε: «Ο πολίτης ενός έθνους που καταπιέζει πρέπει να είναι “αδιάφορος” απέναντι στο ζήτημα αν τα μικρά έθνη ανήκουν, σύμφωνα με τις συμπάθειές τους, στο δικό του κράτος ή στο γειτονικό κράτος ή στον ίδιο τον εαυτό τους…. Για να είναι κανείς σοσιαλδημοκράτης διεθνιστής, δεν πρέπει να σκέπτεται μόνο για το έθνος του, αλλά να βάζει πάνω απ’ αυτό τα συμφέροντα όλων των εθνών, την ελευθερία και την ισοτιμία όλων των εθνών» (Β.Ι. Λένιν, «Τα Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση» Ιούλιος 1916, Άπαντα: Τόμος 30, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986).

Αποτελεί καθήκον των Λενινιστών να καταπολεμήσουν τον εθνικό σοβινισμό ανάμεσα στους εργάτες και να τους εκπαιδεύσουν στο πνεύμα του διεθνισμού. Εάν η προλεταριακή πρωτοπορία δεν αποσπαστεί από την αφοσίωση στο «δικό» της καπιταλιστικό κράτος και εάν δεν κερδηθεί στην κατανόηση ότι οι εργάτες όλων των χωρών μοιράζονται ένα κοινό συμφέρον να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και να οικοδομήσουν μία παγκόσμια κομμουνιστική κοινωνία, δεν θα είναι δυνατόν να σφυρηλατηθεί ένα κόμμα ικανό να ηγηθεί μίας επανάστασης. Αυτό είναι ιδιαίτερα πραγματικό στα Βαλκάνια, όπου οι εθνικιστικές εδαφικές φιλονικίες, έχουν υπηρετήσει από καιρό στο να δηλητηριάσουν τη συνείδηση της εργατικής τάξης. Στη διακήρυξη που ανακοινώσαμε την ίδρυση της Τροτσκιστικής Ομάδας της Ελλάδας το 2004, τονίσαμε:

«Η Βαλκανική χερσόνησος είναι μία περιοχή με μυριάδες αναμεμειγμένους λαούς και καταπιεσμένες μειονότητες. Η δίκαιη λύση του εθνικού ζητήματος στα Βαλκάνια απαιτεί μία σοσιαλιστική ομοσπονδία.  Η ΔΚΕ αναγνωρίζει ότι το Μακεδονικό ζήτημα είναι μία δοκιμασία για την αυθεντικότητα ενός γκρουπ στην Ελλάδα που ισχυρίζεται πως είναι διεθνιστικό. Η Τ.Ο.Ε. υπερασπίζεται τα εθνικά δικαιώματα της Μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματός τους να φτιάξουν το δικό τους κράτος ή να ενωθούν με το υπάρχον Μακεδονικό κράτος. Πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα για όλες τις εθνικές μειονότητες στην Ελλάδα! Για μία Βαλκανική σοσιαλιστική ομοσπονδία!»

Η Ίδρυση της Τροτσκιστικής Ομάδας της Ελλάδας, Αθήνα Νοέμβριος 2004

Οι Τροτσκιστές στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο

Η Σταλινική γραφειοκρατία στο Κρεμλίνο αποτελούσε ένα αντιφατικό φαινόμενο προερχόμενο από και ενισχύοντας με τη σειρά του την απομόνωση και τη σχετική οικονομική αδυναμία της Σοβιετικής Ένωσης. Ενώ επιδίωκε μία γενικά αντιδραστική πολιτική υποκινούμενη από την υπεράσπιση των γραφειοκρατικών προνομίων, κατά καιρούς – και μέσω των δικών της μεθόδων – ήταν αναγκασμένη να υπερασπιστεί την ιστορικά προοδευτική κολλεκτιβοποιημένη οικονομία, από την οποία αυτή η προνομιούχα θέση εξαρτιόταν. Στις καπιταλιστικές χώρες τα Σταλινικά κόμματα υπηρετούσαν δύο αφέντες: τη γραφειοκρατία του Κρεμλίνου και την τοπική αστική τάξη. Αλλά καλύπτοντας τον εαυτό τους με το μανδύα της Ρωσικής Επανάστασης, αυτά τα κόμματα έπρεπε επίσης να διατηρήσουν την αφοσίωση των υποκειμενικά επαναστατικών μαζών που είχαν κερδηθεί στο λάβαρό τους. Στο άρθρο τους για τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, οι Αμερικανοί Τροτσκιστές εξέφρασαν πολύ καλά αυτή την αντιφατική κατάσταση:

«Οι ελληνικές μάζες καίγονταν με επαναστατική αποφασιστικότητα και επιθυμούσαν να προετοιμάσουν την ανατροπή όλων των καταπιεστών τους – Ναζί και Ελλήνων. Αντί να εφοδιάσουν το μαζικό κίνημα με ένα επαναστατικό πρόγραμμα, παρόμοιο του Μπολσεβίκικου προγράμματος του 1917, και να προετοιμάσουν τις μάζες για την κατάληψη της εξουσίας, οι Σταλινικοί κατεύθυναν το κίνημα μέσα στο τυφλό αδιέξοδο του Λαϊκού Μετώπου. Οι Σταλινικοί, που απολάμβαναν την ουσιαστική ηγεμονία του μαζικού κινήματος, συνενώθηκαν με πολλούς μικροαστούς πολιτικούς, δικηγόρους, καθηγητές, οι οποίοι δεν είχαν ούτε μαζική ακολουθία ή επιρροή, και τεχνητά εργάστηκαν ώστε να περιορίσουν την πάλη στον αγώνα για καπιταλιστική δημοκρατία.…

«Αυτή καθαυτή η απειλή της εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος [για μία δημοκρατία] από το ΕΑΜ οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και στη βρετανική επέμβαση. Φοβισμένοι από την αμείλικτη λογική της πάλης – η οποία μπορούσε να θριαμβεύσει μόνο με τη δικτατορία του προλεταριάτου – οι Σταλινικοί και οι μικροαστοί ηγέτες έψαξαν για μία συμφωνία με την αντιδραστική αστική κυβέρνηση στην εξορία και μέσω αυτής με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.…

«Ένα μεγάλο κενό χωρίζει τις εξεγερμένες μάζες από τους προδοτικούς Σταλινικούς ηγέτες τους. Εν τούτοις, όσο οι Σταλινικοί παραμένουν στο πηδάλιο δεν μπορούν να δραπετεύσουν από την επαναστατική πίεση των εργατών και των αγροτών οι οποίοι σιχαίνονται τον βασιλιά και ποτέ δεν θα δεχτούν ειρηνικά την επιστροφή του, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να καθαρίσουν την Ελλάδα όχι μόνο από τους συνεργάτες των Γερμανών αλλά και από όλους τους σατράπηδες της δικτατορίας του Μεταξά, και που ενστικτωδώς αγωνίζονται για μία σοσιαλιστική λύση».

—«Εμφύλιος Πόλεμος στην Ελλάδα» (δική μας μετάφραση)

Δυστυχώς, οι Τροτσκιστές αγωνιστές στην Ελλάδα δεν μοιραζόντουσαν αυτή τη διαλεκτική προσέγγιση. Όχι μόνο αντιτέθηκαν στους Σταλινικούς παραπλανητές ηγέτες αλλά και απέρριψαν το μαζικό κίνημα το οποίο ηγούνταν οι Σταλινικοί.

Ο Τροτσκισμός στην Ελλάδα έχει τις ρίζες του μέσα στην Αρχειομαρξιστική ομάδα η οποία είχε διαγραφεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας το 1924. Έπειτα από αρκετά χρόνια εκπαιδευτικής δουλειάς, συμπεριλαμβάνοντας και την έκδοση στα ελληνικά σημαντικών Μαρξιστικών κειμένων, οι Αρχειομαρξιστές ξεκίνησαν να δουλεύουν στα σωματεία κερδίζοντας την ηγεσία σε έναν αριθμό σωματείων. Το 1930, ενώθηκαν με τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση (ΔΑΑ) και έγιναν το μεγαλύτερο τμήμα της, με αριθμό μελών συγκρίσιμο με αυτό του ΚΚΕ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το κύριο μέρος των Αρχειομαρξιστών διασπάστηκε από τον Τρότσκι στο κάλεσμά του για μία νέα Διεθνή. Σε αυτούς που έμειναν με τον Τρότσκι ανήκε και το παλιό στέλεχος Γεώργιος Βιτσώρης. Όταν ο Βιτσώρης αναγκάστηκε να πάει στην εξορία, η ομάδα μπήκε υπό την ηγεσία του Άγη Στίνα.

Εν τω μεταξύ, ο Παντελής Πουλιόπουλος, ο οποίος υπήρξε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ από το 1924 μέχρι και ένα χρόνο πριν από την αποπομπή του το 1927, σχημάτισε την ομάδα Σπάρτακος. Ο Πουλιόπουλος ισχυρίστηκε υποστήριξη για την Αριστερή Αντιπολίτευση αλλά αρνήθηκε να ενωθεί με το επίσημο τμήμα της ΔΑΑ, τους Αρχειομαρξιστές. Και αυτός αρχικά εναντιώθηκε στο κάλεσμα για την Τέταρτη Διεθνή, αλλά άρχισε να μετακινείται πιο κοντά στον Τρότσκι το 1935. Έτσι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, υπήρχαν δύο κύριες ομάδες στην Ελλάδα που πρέσβευαν υποστήριξη στον Τροτσκισμό. Με το πέρασμα των χρόνων, διάφορες άλλες ομάδες (ιδιαίτερα αυτή του Λουκά Καρλιάφτη) μετατοπίστηκαν μπρος και πίσω ανάμεσα στις δύο ή σχημάτισαν εφήμερες ανεξάρτητες ομάδες.

Όταν ξέσπασε ο ΙΙ Παγκόσμιος Πόλεμος, τα καλύτερα από τα Τροτσκιστικά στελέχη στην Ευρώπη, επιδίωξαν να στηρίξουν το πρόγραμμα του επαναστατικού διεθνισμού, σε αντίθεση με τον χυδαίο σοβινισμό των αντιστασιακών κινημάτων που ηγούνταν οι Σταλινικοί, που συνοψίστηκε στον τίτλο της εφημερίδας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος L’Humanité: «A chacun son boche» (Ο καθένας από έναν Γερμαναρά). Συγκεκριμένα, οι Τροτσκιστές επιδίωξαν να συναδελφωθούν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς στρατιώτες κατοχής, αναγνωρίζοντας ότι πολλοί από αυτούς ήταν νέοι της εργατικής τάξης από ένα Κομμουνιστικό ή σοσιαλιστικό παρελθόν, οι οποίοι θα μπορούσαν να υπηρετήσουν ως προγεφύρωμα για τη σοσιαλιστική επανάσταση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Υποδειγματικοί σ’ αυτό ήταν οι Γάλλοι Τροτσκιστές, οι οποίοι έχτισαν έναν πυρήνα στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις στο Μπρεστ και διένειμαν την εφημερίδα Arbeiter und Soldat (Εργάτης και Στρατιώτης), καθώς και η ολλανδική Επιτροπή Επαναστατών Μαρξιστών. (Για περισσότερα σχετικά με το θέμα δες «Documents on the “Proletarian Military Policy”», [«Κείμενα για την “Προλεταριακή Στρατιωτική Πολιτική”»], Prometheus Research Series No. 2, Φεβρουάριος 1989).

Στην Ελλάδα, ο Πουλιόπουλος έγινε ένα σύμβολο προλεταριακού διεθνισμού όταν το 1943 αντιμέτωπος με ένα ιταλικό εκτελεστικό απόσπασμα απευθύνθηκε στους στρατιώτες ως ταξικά του αδέρφια στα ιταλικά. Αυτοί αρνήθηκαν να πυροβολήσουν και αφέθηκε σε ένα φασίστα αξιωματικό να εκτελέσει τον Πουλιόπουλο.

Η Πάλη για το Πρόγραμμα

Οι Τεταρτοδιεθνιστές έπρεπε να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους σε αφάνταστα δύσκολες καταστάσεις. Λίγοι σε αριθμό, οι Τροτσκιστές στην Ελλάδα ήταν απομονωμένοι από την Τέταρτη Διεθνή λόγω του πολέμου και εκτεθειμένοι σε διωγμούς από τους φασίστες, τους «δημοκράτες» ιμπεριαλιστές και τους Σταλινικούς ομοίως. Την περίοδο της ιταλικής εισβολής το 1940, η πλειοψηφία των Ελλήνων Τροτσκιστών από κοινού με πολλούς αγωνιστές του ΚΚΕ, βρέθηκαν στα στρατόπεδα φυλακές του Μεταξά. Αλλά οι Έλληνες Τροτσκιστές ήταν επίσης δέσμιοι σοβαρών πολιτικών προβλημάτων, κυρίως στο ρώσικο ζήτημα και στο εθνικό ζήτημα. (Μία λεπτομερής διεργασία του Τροτσκισμού στην Ελλάδα παρουσιάζεται σε δύο αδημοσίευτες διατριβές από τον Alexis Hen: «Les trotskystes grecs et le Parti communiste de Grèce pendant la Seconde Guerre mondiale» [Οι Έλληνες Τροτσκιστές και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Κατά τη Διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου], INALCO, Δεκέμβριος 2006 και «Les trotskystes entre deux phases de la guerre civile en Grèce 1945-1946» [Οι Τροτσκιστές Μεταξύ Δύο Φάσεων του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα 1945-1946], INALCO, Νοέμβριος 2011).

Σε αντίθεση με τον Ι Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σημαδεύτηκε από παρατεταμένη κατοχή σε έναν αριθμό ευρωπαϊκών χωρών από τον γερμανικό (και σε έναν μικρότερο βαθμό από τον ιταλικό) στρατό. Πολλοί Ευρωπαίοι Τροτσκιστές βρέθηκαν σε αποδιοργάνωση από την κατοχή, αναπτύσσοντας συμμετρικές παρεκκλίσεις στο εθνικό ζήτημα. Στη Γαλλία, η ομάδα γύρω από τον Marcel Hic ασπάστηκε μία ξεκάθαρα εθνικιστική και λαϊκομετωπική γραμμή – στην οποία εναντιώθηκαν άλλοι Γάλλοι Τροτσκιστές – διακηρύσσοντας ότι οι Τροτσκιστές «απλώνουν τα χέρια [τους] στη “γαλλική” φατρία της αστικής τάξης» (απόσπασμα από τα «Documents on the “Proletarian Military Policy”», [«Κείμενα για την “Προλεταριακή Στρατιωτική Πολιτική”», δική μας μετάφραση]). Και οι δύο ελληνικές Τροτσκιστικές ομάδες ήταν ένοχες για το αντίθετο σφάλμα, αποτυγχάνοντας να αναγνωρίσουν οποιαδήποτε πτυχή εθνικής καταπίεσης υπό τη ναζιστική κατοχή. Ο Καρλιάφτης υπερασπίστηκε αυτή την αποχική θέση σε ολόκληρη τη ζωή του:

«Η κατοχή κατά τη διάρκεια του ιμπεριαλιστικού πολέμου δεν αποτελεί τίποτε άλλο από μία φάση, ένα περιστατικό μικρότερης ή μεγαλύτερης σημαντικότητας του παρατεταμένου πολέμου…. Ούτε εγείρει εθνικό ζήτημα ή ζήτημα Εθνικής Απελευθέρωσης, μήτε, σε τελική ανάλυση, αλλάζει τα βασικά καθήκοντα του προλεταριάτου, δηλαδή τη μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο».

—Απόσπασμα από τα «Documents on the “Proletarian Military Policy”», («Κείμενα για την “Προλεταριακή Στρατιωτική Πολιτική”»)

Ενώ ο Τρότσκι εναντιώθηκε σ’ αυτούς τους «μισοδιεθνιστές» που επιχειρηματολόγησαν υπέρ της υποστήριξης των Συμμάχων ιμπεριαλιστών έπειτα από την κατοχή της Γαλλίας από τους Ναζί, δεν εθελοτυφλούσε όπως έκανε ο Καρλιάφτης, στην εκ νέου σημαντικότητα του εθνικού ζητήματος. Αντίθετα, υποστήριξε ότι η εθνική καταπίεση μπορούσε να λειτουργήσει ως μία βοηθητική κινητήρια δύναμη για την προλεταριακή επανάσταση:

«Στις ηττημένες χώρες η θέση των μαζών θα επιδεινωθεί άμεσα σε ακραίο σημείο. Επιπρόσθετη στην κοινωνική καταπίεση είναι η εθνική καταπίεση, της οποίας το κύριο βάρος επίσης κουβαλάνε οι εργάτες. Από όλες τις μορφές δικτατορίας, η απολυταρχική δικτατορία ενός ξένου κατακτητή είναι η πιο αφόρητη….

«Κάποιος μπορεί να περιμένει με σιγουριά τη ραγδαία μεταμόρφωση όλων των κατακτημένων χωρών σε πυριτιδαποθήκες….

«Ο νέος πολεμικός χάρτης της Ευρώπης δεν ακυρώνει τις αρχές της επαναστατικής ταξικής πάλης».

—«Δεν Αλλάζουμε την Πορεία μας» Ιούνιος 1940, (δική μας μετάφραση)

Στην περίπτωση του ρωσικού ζητήματος, οι δύο ελληνικές Τροτσκιστικές ομάδες βρίσκονταν σε αντίθεση. Η ομάδα του Πουλιόπουλου κάλεσε για την άνευ όρων στρατιωτική υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Στίνας εναντιώθηκε σε αυτό το κάλεσμα και κατέληξε με ακόμα μεγαλύτερη δριμύτητα αντισοβιετικός όταν ο Στάλιν μπήκε στον πόλεμο σε ένα μπλοκ με τους Συμμάχους ιμπεριαλιστές. Παρόμοιες διαμάχες για το ρωσικό ζήτημα ξέσπασαν σε άλλα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς, πιο αξιοσημείωτα στο αμερικάνικο SWP, όπου μία μικροαστική αντιπολίτευση που ηγούνταν ο Μαξ Σάχτμαν, ο Τζέιμς Μπέρναμ και ο Μάρτιν Άμπερν, αποχώρησε έπειτα από την υπογραφή του συμφώνου Χίτλερ-Στάλιν, για να σχηματίσει το Εργατικό Κόμμα, όπου ανοιχτά αποκήρυξε την άνευ όρων στρατιωτική υπεράσπιση της ΕΣΣΔ.

Και οι δύο ελληνικές ομάδες εναντιώθηκαν στις λαϊκομετωπικές πολιτικές των Σταλινικών και κατήγγειλαν την υποστήριξη προς τους Αγγλοαμερικανούς Συμμάχους. Δεν συμμετείχαν στον ενθουσιασμό του ΚΚΕ για τον πόλεμο του Μεταξά με την Ιταλία, αναγνωρίζοντας ότι αυτός ήταν υποταγμένος στην ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη. Ωστόσο, και οι δύο ελληνικές Τροτσκιστικές ομάδες το πήγαν ακόμα παρά πέρα, γενικότερα αρνούμενες να υπερασπίσουν τον ΕΛΑΣ ενάντια στον γερμανικό κατοχικό στρατό, και αργότερα, ενάντια στις βρετανικές/ελληνικές αντιδραστικές δυνάμεις το 1944-45. Με αυτή την αποχική γραμμή, οι Τροτσκιστές εγκατέλειψαν τις μαχόμενες μάζες στη σοβινιστική δημαγωγία των Σταλινικών.

Ο έντονος αποπροσανατολισμός των Ελλήνων Τροτσκιστών κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας τους μέσα στα χρόνια ν’ αναγνωρίσουν την πρωταρχικότητα της πάλης για προγραμματική σαφήνεια. Μια τέτοια εσωτερική διαπάλη είναι κρίσιμη για τη συνοχή μίας πολιτικά ομοιογενούς οργάνωσης στελεχών. Αντί αυτού, ο φαινομενικός Τροτσκισμός στην Ελλάδα παρήγαγε μία μπερδεμένη και ανομοιογενή ποικιλία ομάδων, οι οποίες ενώνονταν και έπειτα κατέρρεαν χωρίς καμία πρόοδο ως προς τη σαφήνεια.

Σεκταρισμός και Σταλινοφοβία

Όταν η επικοινωνία με τη Διεθνή εγκαθιδρύθηκε πάλι το 1945, ο σεκταρισμός των ελληνικών οργανώσεων προς την Αντίσταση, υποβλήθηκε στην κριτική των συντρόφων τους σε άλλες χώρες. Αλλά κάποιες από τις συμβουλές ενάντια στο σεκταρισμό έτειναν στην κατεύθυνση του οπορτουνισμού προς τους Σταλινικούς. Αυτή η οπορτουνιστική ώθηση ήταν ήδη έκδηλη σε μία απόφαση που εγκρίθηκε τον Φεβρουάριο του 1944, σε ένα μυστικό συνέδριο στο Παρίσι. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ήταν δύο Έλληνες εξόριστοι – ο Γιώργος Βιτσώρης και ο Μιχάλης Ράπτης (Μισέλ Πάμπλο), που μετά τον πόλεμο έγινε ο κύριος ηγέτης της Διεθνούς και ο αρχιτέκτονας μίας ρεβιζιονιστικής πολιτικής η οποία οδήγησε στην καταστροφή της. Αυτή η απόφαση κάλεσε τους Τεταρτοδιεθνιστές να:

«Οργανωθούν μέσα στις γραμμές των στρατιωτικών οργανώσεων που ελέγχονταν από την Εθνική Ενότητα της αντιγερμανικής αστικής τάξης και τους Σταλινικούς ως μυστικές φράξιες, με τη δική τους πειθαρχία, και σταθερά προσανατολιζόμενες στο να σπάσουν με αυτές τις οργανώσεις στην πιο πλεονεκτική ή στην πιο απαραίτητη στιγμή».

—«Θέσεις για τη Διάλυση του ΙΙ Παγκοσμίου Πολέμου και την Επαναστατική Έξαρση» Τέταρτη Διεθνής, Μάρτιος 1945 (δική μας μετάφραση)

Οι Τροτσκιστές δεν εναντιώνονται στην αντάρτικη πάλη από θέση αρχής. Μπορεί να είναι ένα χρήσιμο βοήθημα στην πάλη του προλεταριάτου ώστε να ανατρέψει την καπιταλιστική εξουσία. Αλλά όπως σημειώσαμε στην εισαγωγή του δελτίου μας Prometheus Research Series:

«Αν και τα Αντάρτικα κινήματα στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα ακολούθησαν πολύ διαφορετικές τροχιές, όπου η ηγεσία δεν ήταν απλά αστική εθνικιστική ήταν Σταλινική, και οι Σταλινικοί είχαν υποτάξει τις δυνάμεις τους στη στρατιωτική και πολιτική συμμαχία με τους “δημοκράτες” ιμπεριαλιστές. Η συμμετοχή από τους μικρούς Τροτσκιστικούς πυρήνες σε εθνικιστικούς αστικούς ή Σταλινικούς στρατιωτικούς σχηματισμούς σε έναν υποταγμένο ή αφομοιωμένο ρόλο θα σήμαινε την εγκατάλειψη μιας ταξικής θέσης, περνώντας τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας. Επιπλέον, θα έτεινε να συγκρουστεί με την απαραίτητη στρατηγική της ανατροπής των στρατών του Άξονα μέσα από την επαναστατική συναδέλφωση».

—«Documents on the “Proletarian Military Policy”», («Κείμενα για την “Προλεταριακή Στρατιωτική Πολιτική”»)

Αυτοί οι Έλληνες Τροτσκιστές που αποπειράθηκαν να συμμετάσχουν στην Σταλινικά καθοδηγούμενη Αντίσταση, συχνά ανταμείφθηκαν με μία σφαίρα από έναν Σταλινικό δολοφόνο. Αυτό που ήταν απαραίτητο ήταν να παραμείνουν με το προλεταριάτο στις πόλεις και να προετοιμαστούν για τη στιγμή που το προλεταριάτο ξεσηκωθεί στην πάλη ως τάξη. Αυτό φάνηκε στο Βιετνάμ το 1945, για παράδειγμα με την ήττα των γιαπωνέζικων κατοχικών δυνάμεων. Αν και τελικά ηττήθηκαν και πολλά από τα στελέχη τους μαζεύτηκαν και εκτελέστηκαν, οι Τροτσκιστές είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν μέσα στη συνοδευόμενη κοινωνική αναταραχή ώστε να ηγηθούν μίας προλεταριακής εξέγερσης στη Σαϊγκόν ενάντια στην κυβέρνηση του λαϊκού μετώπου που κυριαρχούνταν από τους Σταλινικούς του Χο Τσι Μινχ και που είχαν συμμαχήσει με τις βρετανικές και γαλλικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. (Δες το φυλλάδιο Spartacist, Stalinism and Trotskyism in Vietnam [Σταλινισμός και Τροτσκισμός στο Βιετνάμ], 1976).

Η Ελλάδα δεν ήταν Βιετνάμ. Η συντριπτική μάζα της εργατικής τάξης βρισκόταν σταθερά υπό τον έλεγχο των Σταλινικών, οι οποίοι κυνήγησαν και δολοφόνησαν δεκάδες Τροτσκιστές κατά τη διάρκεια της εξέγερσης τον Δεκέμβρη του 1944. Αλλά στο βάθος, αυτό που έλειπε από τους Τροτσκιστές ήταν ένα πρόγραμμα για παρέμβαση μέσα στο Σταλινικά καθοδηγούμενο μαζικό κίνημα. Αντί να υποστηρίξουν την εξέγερση των εργατών και πολιτικά να εναντιωθούν στους Σταλινικούς παραπλανητές ηγέτες και να εκθέσουν τις συμβιβαστικές πολιτικές τους, οι Τροτσκιστές υιοθέτησαν μία αποχική θέση.

Σε μια διακήρυξη για τα Δεκεμβριανά που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1945, η ομάδα, η οποία ιδρύθηκε από τον Πουλιόπουλο ο οποίος ήταν πια νεκρός, ισχυρίστηκε ότι ήταν αντικειμενικά αδύνατον να παρέμβει δεδομένου του δολοφονικού αντιτροτσκιστικού ρόλου του ΚΚΕ. Ενώ αναγνώριζε ότι η σύγκρουση «ανάμεσα στη Δεξιά και στο ΚΚΕ-ΕΑΜ παίρνει το χαραχτήρα σύγκρουσης ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατία και τα κοινωνικά καταπιεζόμενα στρώματα», η διακήρυξη απέφυγε κάθε υπαινιγμό στρατιωτικής υπεράσπισης των δυνάμεων του ΕΑΜ («Προλετάριος» και «Διεθνιστής» της Κατοχής Εκδόσεις: Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1986). Δύο μήνες αργότερα, σε ένα ψήφισμα του συνεδρίου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Εργατικά Νέα, η ομάδα (τώρα ενωμένη με τον Καρλιάφτη) ανοιχτά εξίσωνε το ΕΑΜ με τις βρετανικές και ελληνικές αστικές δυνάμεις:

«Και τα δύο συγκροτήματα που συγκρούστηκαν απ’την πολιτική τους γραμμή, απ’το συσχετισμό των δυνάμεων που στηρίχθηκαν, απ’τους σκοπούς τους, απ’τα μέσα και τις μέθοδες που χρησιμοποίησαν, καταδικάζονται αμείλιχτα κρινόμενα απ’την άποψη της πάλης των τάξεων και προλεταριακής επανάστασης, μοναδικής ιστορικής σκοπιάς από όπου μπορούν και πρέπει να τα κρίνουν οι καταπιεζόμενες μάζες.…

«Οι ανταγωνισμοί που εκδηλώθηκαν μέσα στο κίνημα του Δεκέμβρη δεν ήταν ανταγωνισμοί αντίπαλων κοινωνικών δυνάμεων ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατία και στο προλεταριάτο, ή ανάμεσα στην κεφαλαιοκρατία και τα καταπιεζόμενα στρώματα.»

—«Απόφαση της Συνδιάσκεψης του Ε.Δ.Κ.Ε. για τα Γεγονότα του Δεκέμβρη», Εργατικά Νέα Φύλλο 2, Αθήνα 21 Απρίλη 1945 και Φύλλο 4, Αθήνα 8 Μάη 1945

Με αυτό τον εμπαιγμό και τη θέση «ανάθεμα τα δύο σπιτικά σας», πως θα μπορούσαν οι Τροτσκιστές να έχουν οποιαδήποτε πιθανότητα να κερδίσουν κάποιους από τους πολλούς χιλιάδες εργάτες που ένιωθαν προδομένοι από τη συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΚΚΕ;

Από το ξεκίνημα του 1946, αντιπολιτευτικά στοιχεία μέσα στην ομάδα του Πουλιόπουλου είχαν αρχίσει να κριτικάρουν την αποχική τους γραμμή κατά την εξέγερση. Η εσωτερική συζήτηση προβλήθηκε στην εφημερίδα της ομάδας, όπως και περισσότερες αποχρώσεις απόψεων εκφράστηκαν για τον ρόλο των Σταλινικών και τις αντιφάσεις της Αντίστασης. Σε ένα συνέδριο τον Ιούλιο του 1946 στο οποίο παρευρισκόταν ο Πάμπλο, οι ομάδες του Στίνα και του Πουλιόπουλου (όπως και μία άλλη μικρή ομάδα από τη Θεσσαλονίκη) ενώθηκαν για να σχηματίσουν το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Τέταρτη Διεθνής), το ΚΔΚΕ. Αν και υποστηρίχτηκε μόνο από μία μειοψηφία στην ενωμένη ομάδα, ο Πάμπλο κατάφερε να επιβάλλει τη γραμμή του, καταγγέλλοντας το σεχταρισμό των Τροτσκιστών προς την Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά. Κατά τη διάρκεια του αντάρτικου πολέμου το 1946-49, οι Τροτσκιστές υιοθέτησαν μία ξεκάθαρη θέση στρατιωτικής υποστήριξης για τις δυνάμεις που ηγούνταν από τους Κομμουνιστές.

Αντανακλώντας την πολιτική απειλή που τέθηκε από τον Τροτσκισμό, το Φθινόπωρο του 1946 το ΚΚΕ συμφώνησε σε μία σειρά τριών συζητήσεων με την ΚΔΚΕ στην Αθήνα. Οι Σταλινικοί βρίσκονταν σε άμυνα μπροστά στους αστικούς διωγμούς και σε ανησυχία μέσα στις γραμμές τους μετά από την προδοσία στη Βάρκιζα. Ένα κεντρικό ζήτημα στις συζητήσεις ήταν το ζήτημα των βρετανικών στρατευμάτων. Αν και οι Τροτσκιστές σωστά είχαν προειδοποιήσει ενάντια στο ΚΚΕ – ότι οι Σύμμαχοι ιμπεριαλιστές θα επέβαλαν μία νέα δικτατορία πάνω στις μάζες, οι Τροτσκιστές ομιλητές δεν θα δήλωναν ρητά ότι ήταν για την απόσυρση των βρετανικών στρατευμάτων για το λόγο ότι αυτό θα αποτελούσε παραχώρηση στον ελληνικό εθνικισμό. Το γεγονός ότι σε αυτούς που επιλέχτηκαν να μιλήσουν για την ΚΔΚΕ συμπεριλήφθηκαν ο αντισοβιετικός Στίνας και ο Καρλιάφτης, που ακόμα υπεράσπιζε την προηγούμενη άρνηση να πάρει το μέρος του ΕΛΑΣ ενάντια στη Βέρμαχτ, ήταν ενδεικτικό της συνεχόμενης άρνησης των Ελλήνων Τροτσκιστών να απλώσουν τα χέρια στην εργατική βάση των Σταλινικών.

Σχεδόν 70 χρόνια αργότερα, οι ομάδες που ψευδά ισχυρίζονται κάποια ταύτιση με τον Τροτσκισμό στην Ελλάδα αποτελούν ένα σοσιαλδημοκρατικό αντικομμουνιστικό μίγμα που αποφεύγουν το ΚΚΕ σαν πανούκλα και δεν έχουν παρά περιφρόνηση για την εργατική του βάση. Σε αντίθεση, η Τροτσκιστική Ομάδα της Ελλάδας είναι η μόνη οργάνωση με μία προοπτική στοχευμένη στο να κερδίσει τους εργάτες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που προσβλέπουν στο ΚΚΕ, σε ένα επαναστατικό πρόγραμμα και στην πάλη για ένα αυθεντικά Λενινιστικό κόμμα της πρωτοπορίας.

Ελληνικός Σταλινισμός – Τότε και Τώρα

Η άντληση συμπερασμάτων από τα μαθήματα της Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου ξεκινά με την κατανόηση ότι η ήττα δεν ήταν αποτέλεσμα πρωτίστως της στρατιωτικής ανωτερότητας του εχθρού, μήτε από τα λάθη ατόμων, αλλά από τη Σταλινική πολιτική της ηγεσίας. Η κοινωνική απελευθέρωση την οποία λαχταρούσαν οι μάζες και για την οποία πάλεψαν μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από μία εργατική επανάσταση ώστε να σαρώσει τους καπιταλιστές εκμεταλλευτές. Αυτό ήταν που χιλιάδες και χιλιάδες Κομμουνιστών αγωνιστών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη Γαλλία, την Ιταλία και αλλού, περίμεναν και επιθυμούσαν έπειτα από την ήττα της φασιστικής μάστιγας. Αλλά η Σταλινική γραφειοκρατία στη Σοβιετική Ένωση φοβόταν την εργατική επανάσταση και ήξερε ότι θα απειλούσε τη δική της παρασιτική εξουσία, και οι ηγέτες του ΚΚΕ που ακολουθούσαν τον Στάλιν, επέτρεψαν στην αστική τάξη να ξανακερδίσει την εξουσία. Αυτοί που απολογούνται για ή καλύπτουν τις προδοσίες του παρελθόντος, προετοιμάζουν τις καινούργιες.

Αυτό είναι χειροπιαστό στην Ελλάδα σήμερα. Καθώς η ζωή γίνεται ακόμα πιο αφόρητη για τις μάζες, κυρίως για τη νεολαία, το ΚΚΕ καυχιέται για τις δράσεις διαμαρτυρίας που οργανώθηκαν από το συνδικαλιστικό του μέτωπο, το ΠΑΜΕ, ενώ επιχειρηματολογεί ότι το προλεταριάτο πρέπει να περιμένει την ημέρα που κάποια «αντικειμενικά επαναστατική κατάσταση» θα πέσει από τον ουρανό σαν από μηχανής θεός. Εν τω μεταξύ, οι φασίστες της Χρυσής Αυγής που χαιρετούν Ναζιστικά με καμάρι, μεγαλώνουν αλματωδώς γιατί προσφέρουν μία «ριζοσπαστική» απάντηση τώρα. Αυτό που είναι επειγόντως απαραίτητο είναι ένα μαχητικό ενιαίο εργατικό μέτωπο τραβώντας τα κύρια τμήματα των σωματείων ώστε να υπερασπίσει το εργατικό κίνημα, τους μετανάστες, τους ομοφυλόφιλους και όλους τους καταπιεσμένους ενάντια στους φασίστες. Αντί αυτού, το ΚΚΕ λέει «να απομονώσει τις εγκληματικές, απάνθρωπες θεωρίες» των φασιστών μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα στα σχολεία ή νικώντας τους στις εκλογικές κάλπες («Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ» Ριζοσπάστης, 29 Σεπτεμβρίου 2013).

Οι φασίστες δεν αποτελούν μία λέσχη συζήτησης μήτε ένα δεξιό ιδεολογικό κύκλο αλλά μία βίαιη παραστρατιωτική συμμορία αφοσιωμένη στον εθνικό «εξαγνισμό» και στην κονιορτοποίηση του εργατικού κινήματος. Στην έλλειψη μιας προλεταριακής πρόκλησης προς την εξουσία της, η ελληνική αστική τάξη δεν έχει ρίξει ακόμα το βάρος της πίσω από τους φασίστες με τον ίδιο τρόπο όπου τμήματα κλειδιά της γερμανικής μπουρζουαζίας έκαναν στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αλλά η προειδοποίηση του Τρότσκι προς τους Γερμανούς εργάτες μιλάει εξίσου στις γραμμές του ΚΚΕ σήμερα:

«Κομμουνιστές εργάτες, σεις είστε εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια, σεις δεν μπορείτε να φύγετε για πουθενά, δεν υπάρχουν αρκετά διαβατήρια για σας. Αν ο φασισμός ανέβει στην εξουσία, θα περάσει σαν ένα τρομερό τανκ από τη ραχοκοκαλιά σας και πάνω από το κεφάλι σας. Δεν υπάρχει σωτηρία για σας άλλη από την ανελέητη πάλη.»

—Τρότσκι, «Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο Ενάντια στο Φασισμό», Δεκέμβριος 1931, Η Πάλη Ενάντια στον Φασισμό Εκδόσεις: Εργατική Εξουσία, Αθήνα Ιούνιος 1996

Το ΚΚΕ καλύπτεται για την εγκληματική του παθητικότητα με την απόλυτα σωστή δήλωση ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι εν τέλει η μόνη απάντηση στο φασισμό. Αλλά το πρόγραμμα του ΚΚΕ δεν είναι για τη σοσιαλιστική επανάσταση αλλά στηρίζεται στη ρεφορμιστική εξάρτηση από το καπιταλιστικό κράτος. Το ΚΚΕ παραπονιέται, «Το αστικό κράτος έχει το νομικό πλαίσιο για να αντιμετωπιστούν οι εγκληματικές ενέργειες της ΧΑ. Το ότι αυτό δεν είχε γίνει μέχρι σήμερα είναι ευθύνη των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων» («Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ» Ριζοσπάστης, 29 Σεπτεμβρίου 2013). Η αστική τάξη κρατά τους φασίστες σε εφεδρεία ως μία δύναμη που θα την εξαπολύσει ενάντια στο προλεταριάτο όταν και όπως αυτό θα είναι απαραίτητο. Ακόμα και όταν το κράτος για τους δικούς του σκοπούς τους τραβάει το αυτί, αυτό εξυπηρετεί την αστική τάξη ως προηγούμενο, ώστε να εξαπολύσει την καταστολή ενάντια στους «ακραίους» της αριστεράς. Όπως είναι εμφανές στην Ελλάδα σήμερα, επιτρέπει επίσης στους φασίστες δολοφόνους να «χρωματίσουν» τους εαυτούς τους ως μάρτυρες για τους «ασήμαντους ανθρώπους».

Σε συμφωνία με τη δουλική νομιμοφροσύνη του, το ΚΚΕ αναζητά να κερδίσει την εύνοια των μολυσμένων από τους φασίστες μπάτσων, υποστηρίζοντας τις «απεργίες» τους και καλωσορίζοντας αυτούς τους μισθωμένους τραμπούκους του καπιταλιστικού κράτους μέσα στο εργατικό κίνημα. Σε μία επιστολή στις 27 Φεβρουαρίου του 2013 προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας της Αστυνομίας, η Αλέκα Παπαρήγα δήλωσε απερίφραστα, «στηρίζουμε το δικαίωμα στη συνδικαλιστική δράση και τους αγώνες των ενστόλων για αξιοπρεπή διαβίωση, όπως για κάθε εργαζόμενο» (Ριζοσπάστης, 8 Μαρτίου 2013).

Εμείς, η Τροτσκιστική Ομάδα της Ελλάδας παλεύουμε να συνενώσουμε αυτούς τους αγωνιστές που αναζητούν να μάθουν από τα μαθήματα της ιστορίας τους, ως Μπολσεβίκικα στελέχη αφοσιωμένα στο χτίσιμο ενός τμήματος της επανασφυρηλατημένης Τέταρτης Διεθνούς. Παλεύοντας για ένα κόμμα που θα ηγηθεί ενός νέου επαναστατικού ξεσπάσματος για τη νίκη, σημειώνουμε το ακόλουθο απόσπασμα από ένα κείμενο του 1961 της Βρετανικής Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης, ένα από τα ιδρυτικά κείμενα της τάσης μας:

«Η ιστορία των τελευταίων 40 χρόνων έχει εvισχύσει το μάθημα που τόσο συχνά επαναλήφθηκε από τον Λένιν και τον Τρότσκι, ότι δεν υπάρχουν αδύνατες καταστάσεις για την αστική τάξη. Επιβίωσε στην πρόκληση της επανάστασης και της οικονομικής ύφεσης μεταξύ των πολέμων καταφεύγοντας στο φασισμό. Επιβίωσε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη συνενοχή των Σταλινικών και των Σοσιαλδημοκρατικών ηγεσιών – οι οποίες εξασφάλισαν ότι η εργατική τάξη δεν θα αποπειραθεί να πάρει την εξουσία – και χρησιμοποίησαν την ανάπαυλα για να επεξεργαστούν νέες μεθόδους εξουσίας και ενδυνάμωσης της οικονομίας. Ακόμα και οι πιο απελπιστικές καταστάσεις [για την αστική τάξη] μπορούν να ξεπεραστούν εάν η ενεργητική παρέμβαση των εργατών ως τάξη για τον εαυτό της, με ένα κόμμα και μία ηγεσία για την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού, δεν είναι προετοιμασμένη στην ώρα της».

—«The World Prospect for Socialism», («Η Παγκόσμια Προοπτική του Σοσιαλισμού») δική μας μετάφραση

Οι αυτοκριτικές του ΚΚΕ αποτελούν μία απάτη, επινοημένες για να μεταμφιέσουν την ουσιαστική συνέχιση της τωρινής πολιτικής με τη λαϊκομετωπική πολιτική που οδήγησε τους εργάτες της Ελλάδας σε μία παγίδα θανάτου τη δεκαετία του 1940. Ένα κόμμα ικανό να ηγηθεί της πάλης για εργατική εξουσία θα σφυρηλατηθεί μόνο λέγοντας την αλήθεια και ενσταλάζοντας στο προλεταριάτο την κατανόηση ότι τα ταξικά του συμφέροντα είναι ασυμβίβαστα αντίθετα με αυτά από όλες τις πτέρυγες της αστικής τάξης και του κράτους της.