Ο Μπολσεβίκος Τεύχος 4

Απρίλιος 2018

 

Ελληνικό Σοβινιστικό Παραλήρημα για τη Μακεδονία

Ο Εθνικισμός Παγίδα για τους Εργάτες Για τη Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των Βαλκανίων!

17 Απριλίου – Στις 21 Γενάρη στη Θεσσαλονίκη και στις 4 Φλεβάρη στην Αθήνα εκατοντάδες χιλιάδες πήραν μέρος στις σοβινιστικές διαδηλώσεις, απαιτώντας καμία χρήση του όρου «Μακεδονία» από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Σε αυτά τα αντιδραστικά συλλαλητήρια συμμετείχαν η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, οι ΑΝΕΛ, ορδές πιστών που οργανώθηκαν από την εκκλησία καθώς και απόστρατοι αξιωματικοί και παραστρατιωτικές οργανώσεις. Στην αιχμή του δόρατος αυτού του όχλου βρίσκονταν οι φασίστες της Χρυσής Αυγής. Στη Θεσσαλονίκη οι φασίστες κραύγαζαν «η πόλη ανήκει στους εθνικιστές» προτού επιτεθούν στον Κοινωνικό Χώρο «Σχολείο», βάλουν φωτιά στην κατάληψη Libertaria και βεβηλώσουν το μνημείο του ολοκαυτώματος.

Ο μητροπολίτης Άνθιμος στη Θεσσαλονίκη μιλώντας μέσα στην εκκλησία του, κάλεσε τους πιστούς να υποστηρίξουν τις διαδηλώσεις και είπε: «Όπου Μακεδονία ίσον Ελλάδα και όπου Ελλάδα ίσον Μακεδονία». Αυτός είναι ο ίδιος επίσκοπος ο οποίος το 2014 απείλησε να κινητοποιήσει νέους της Θεσσαλονίκης για να καταστρέψουν πινακίδες που τιμούν τη μνήμη διάσημων Τούρκων της πόλης. Η ορθόδοξη εκκλησία είναι κεντρικός πυλώνας του ελληνικού κράτους, προπύργιο του ελληνικού σοβινισμού και ολόπλευρα αντιδραστική. Βασική απαίτηση για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα είναι ο πλήρης διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας.

Η ελληνική σοβινιστική υστερία σχετικά με τη χρήση του όρου «Μακεδονία» πρότερα είχε ξεσπάσει όταν η Δημοκρατία της Μακεδονίας διακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1991, εν μέσω της υποκινούμενης από τους ιμπεριαλιστές διάλυσης του παραμορφωμένου εργατικού κράτους της Γιουγκοσλαβίας – μιας καπιταλιστικής αντεπανάστασης που πυροδότησε και ωθήθηκε από εθνικιστικές αιματοχυσίες. Τον χρόνο που ακολούθησε, στην Ελλάδα ξέσπασαν τεράστιες σοβινιστικές διαδηλώσεις που έφτασαν σε συμμετοχή το 1.000.000 άτομα, με πανό που διακήρυτταν «η Μακεδονία είναι ελληνική». Η ελληνική άρχουσα τάξη με την ορθόδοξη εκκλησία της ισχυρίζεται ότι το ίδιο το όνομα της Μακεδονίας είναι αποκλειστικά ελληνική ιδιοκτησία από τα αρχαία χρόνια και ότι η «Μακεδονία» δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από έναν «γεωγραφικό» προσδιορισμό των πολιτών στις βόρειες περιοχές της Ελλάδας με το ίδιο όνομα. Με την αδιαλλαξία της Αθήνας, για σχεδόν τρεις δεκαετίες η Δημοκρατία αποκαλείται στους διεθνείς οργανισμούς ως Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Οι Έλληνες σοβινιστές αναίσχυντα αποκαλούν τη γειτονική χώρα μόνο ως «Σκόπια».

Η εγκατάσταση της νέας κυβέρνησης στη Μακεδονία τον Μάιο του 2017, με τον συνασπισμό που ηγείται το κόμμα του Ζόραν Ζάεφ, της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης Μακεδονίας, που αντικατέστησε το δεξιό εθνικιστικό κόμμα Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης-Δημοκρατικό Κόμμα για τη Μακεδονική Εθνική Ενότητα (VMRO-DPMNE), έδωσε την ευκαιρία στους Αμερικανούς και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές, όπως και στον ΣΥΡΙΖΑ, να πιέσουν τη Μακεδονία για ένα συμβιβασμό στο ζήτημα της ονομασίας. Οι ιμπεριαλιστές, με την υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκουν να ανοίξουν τον δρόμο για τη συμμετοχή της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, κάτι για το οποίο μέχρι τώρα η Ελλάδα ασκούσε βέτο. Ένας από τους βασικούς στόχους των Αμερικανών ιμπεριαλιστών είναι να υπονομεύσουν την επιρροή της Ρωσίας στη Μακεδονία και στα υπόλοιπα Βαλκάνια. Ως Μαρξιστές επαναστάτες εναντιωνόμαστε από θέση αρχής τόσο στην αιματοβαμμένη ιμπεριαλιστική συμμαχία του ΝΑΤΟ όσο και στην ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ένωση. ΝΑΤΟ Έξω από τα Βαλκάνια! Να Κλείσει η Βάση της Σούδας και οι Υπόλοιπες Νατοϊκές Βάσεις στην Ελλάδα! Κάτω η ΕΕ και το Ευρώ! Έξοδος της Ελλάδας Τώρα!

Η κυβέρνηση της Μακεδονίας έχει ήδη κάνει παραχωρήσεις, αλλάζοντας το όνομα του διεθνούς αεροδρομίου της και της κύριας εθνικής οδού αφαιρώντας τις αναφορές για τον Μέγα Αλέξανδρο. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει τους αλαζόνες Έλληνες σοβινιστές, οι οποίοι απαιτούν η Δημοκρατία της Μακεδονίας να αλλάξει το σύνταγμά της και να αφαιρέσει τα άρθρα που προσδιορίζουν την ιθαγένεια και τη γλώσσα για τον σλαβικό πληθυσμό της Μακεδονίας ως «Μακεδονική», καθώς και το άρθρο που λέει ότι «η Δημοκρατία ενδιαφέρεται για το καθεστώς και τα δικαιώματα εκείνων των προσώπων που ανήκουν στον Μακεδονικό Λαό σε γειτονικές χώρες καθώς και για τους εκπατρισμένους Μακεδόνες», (Καθημερινή, «Βρίθει Αλυτρωτικών Αναφορών το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ», 24/01/2018).

Για την Αυτοδιάθεση της Μακεδονικής Μειονότητας στην Ελλάδα

Οι Έλληνες σοβινιστές επιμένουν ότι κάθε χρήση του όρου «Μακεδονία» ή αναφορές στους Μακεδόνες στην Ελλάδα υπονοούν αλυτρωτικές διεκδικήσεις για τα ελληνικά εδάφη. Η Μακεδονία είναι μία μικρή χώρα, με πληθυσμό μόλις δύο εκατομμύρια, ένα τέταρτο των οποίων είναι εθνικά Αλβανοί. Αλλά και η Ελλάδα είναι μία βαλκανική χώρα, με τα δικά της εθνικά ζητήματα. Το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος είναι το μοναδικό στα Βαλκάνια που δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη καμίας εθνικής μειονότητας μέσα στα σύνορά του. Οι εθνικά Μακεδόνες επίσημα αποκαλούνται «Σλαβόφωνοι Έλληνες», παρόμοια οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης (καθώς και οι Πομάκοι και οι Ρομά που μιλούν άλλες γλώσσες) αποκαλούνται ως «Έλληνες Μουσουλμάνοι». Στην πραγματικότητα, παρά δεκαετίες εθνοκάθαρσης και βίαιου εξελληνισμού, συνεχίζει να υπάρχει μακεδονικός πληθυσμός που συγκεντρώνεται κοντά στα σύνορα με τη Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Ο μακεδονικός πληθυσμός έχει υποβληθεί σε συστηματικές διακρίσεις και φρικτή καταπίεση στα χέρια του ελληνικού κράτους: έχουν αναγκαστεί να αλλάξουν τα ονόματά τους και τα ονόματα των χωριών τους, η γλώσσα και η κουλτούρα τους είναι απαγορευμένες, ακτιβιστές για τα μακεδονικά δικαιώματα διώκονται ποινικά. Η εχθρότητα της ελληνικής αστικής τάξης προς τους Μακεδόνες τροφοδοτείται από τον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν στις δυνάμεις που ηγούνταν οι Κομμουνιστές στον Εμφύλιο Πόλεμο. Το 1982, η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επέτρεψε την επιστροφή των μαχητών του ΔΣΕ ελληνικής καταγωγής από την εξορία, ενώ στους Μακεδόνες που αγωνιζόντουσαν στο πλευρό των Κομμουνιστών τους αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και ακόμα και σήμερα συνεχίσουν να τους αρνούνται τη χορήγηση βίζας για να επισκεφτούν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα. Ο υπαινιγμός και μόνο της ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας είναι αρκετός για να πυροδοτήσει άγρια σοβινιστική αντίδραση. Δεν αποτελεί έκπληξη που κλίμα φόβου επικρατεί στις μακεδονικές περιοχές.

Ως αναπόσπαστο τμήμα της πάλης μας να σφυρηλατήσουμε τον πυρήνα ενός διεθνιστικού, Λενινιστικού εργατικού κόμματος στην Ελλάδα, η Τροτσκιστική Ομάδα της Ελλάδας (ΤΟΕ) παλεύει για το δικαίωμα της μακεδονικής μειονότητας στην εθνική αυτοδιάθεση, που σημαίνει το δικαίωμα των εθνικά Μακεδόνων να αποσχιστούν και να σχηματίσουν το δικό τους κράτος ή να ενωθούν με το υπάρχον κράτος της Μακεδονίας. Εναντιωνόμαστε σε όλες τις διακρίσεις ενάντια στις διάφορες εθνικές μειονότητες που ζουν μέσα στα σύνορα της Ελλάδας – Τούρκους, Αρβανίτες, Βλάχους, Πομάκους και άλλους – καθώς και σε εθνικές ομάδες όπως οι Ρομά και παλεύουμε για τα πλήρη δημοκρατικά δικαιώματά τους.

Το 1992 η σοβινιστική αντίδραση για την Μακεδονία παράχθηκε από τους ελληνικούς κυβερνητικούς κύκλους με φόντο την έντονη ταξική εργατική πάλη ενάντια στη λιτότητα και στην επίθεση κατά των σωματείων. Σήμερα επίσης, μετά από μια δεκαετία απεγνωσμένων αγώνων από τις εργατικές μάζες ενάντια στις επιθέσεις της ΕΕ και της ελληνικής μπουρζουαζίας – που τώρα πραγματοποιούνται από την «αριστερή» κυβέρνηση του καπιταλιστικού κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ – ο ελληνικός εθνικισμός χρησιμοποιείται από αυτούς που είναι εχθρικοί προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης για να την αποδυναμώσουν, να τη διασπάσουν και να εκτροχιάσουν τους αγώνες της.

Ο εθνικισμός είναι δηλητηριώδης για το προλεταριάτο και είναι άμεσα αντίθετος σε αυτό που είναι τόσο επείγον και αναγκαίο σήμερα – τη διεθνιστική αλληλεγγύη και την κοινή ταξική πάλη από τους εργάτες ενάντια στα αφεντικά τους σε ολόκληρη την ΕΕ. Δεν είναι μόνο σε φτωχότερες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία που οι εργάτες έχουν υποφέρει από τη λιτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πιο ισχυρή ευρωπαϊκή χώρα, τη Γερμανία, τα επίπεδα διαβίωσης των εργατών έχουν επίσης τσακιστεί για να ενισχύσουν τα κέρδη των αφεντικών. Είναι στο άμεσο συμφέρον των Ελλήνων εργατών να εναντιωθούν στις προσπάθειες των καπιταλιστών και των λακέδων τους που αναδεύουν τον σοβινισμό ενάντια στα ταξικά τους αδέρφια, Μακεδόνες, Τούρκους ή Γερμανούς.

Η εργατική τάξη στην Ελλάδα δεν θα μπορεί να παλέψει για τα δικά της συμφέροντα και για μία νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση εκτός και αν έρθει σε ρήξη με τον εθνικισμό – μια αστική ιδεολογία η οποία αλυσοδένει τους εργαζόμενους με τους εκμεταλλευτές τους σε αυτό που ονομάζουν «εθνικό» συμφέρον. Είναι καθήκον των Λενινιστών να καταπολεμήσουν τον ελληνικό σοβινισμό μέσα στους εργάτες και να τους εκπαιδεύσουν στο πνεύμα του γνήσιου διεθνισμού, όπως ακριβώς οι Γερμανοί σύντροφοί μας παλεύουν ενάντια στο τσάκισμα των εργαζομένων στην Ελλάδα από την ΕΕ κατ’ εντολή των γερμανικών και άλλων ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων.

Ένα κόμμα ικανό να ηγηθεί της εργατικής τάξης στην εξουσία επικεφαλής όλων των καταπιεσμένων, για να απαλλοτριώσει τους καπιταλιστές και να ανοικοδομήσει την κοινωνία για τα συμφέροντα των εργαζόμενων, θα πρέπει να δρά ως «ένας τύπος λαϊκού κήρυκα, που να ξέρει ν’ αντιδρά σ’ όλες τις εκδηλώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, όπου κι αν παρουσιάζονται, όποιο στρώμα ή τάξη κι αν αφορούν» (Β. Ι. Λένιν, Τι να Κάνουμε;) Στα Βαλκάνια οι εθνικοί ανταγωνισμοί έχουν επανειλημμένα παράγει ποτάμια αίματος αλλά εάν η πάλη ενάντια στην εθνική καταπίεση ηγηθεί από ένα κόμμα στα πρότυπα των Μπολσεβίκων του Λένιν, τότε μπορεί να λειτουργήσει ως η κινητήρια δύναμη για την προλεταριακή επανάσταση.

Ήταν η σοβινιστική αναταραχή για τη Μακεδονία το 1992 – στην οποία οι πρόγονοι του ΣΥΡΙΖΑ στον Συνασπισμό συμμετείχαν πλήρως – που επέτρεψε στους φασίστες της Χρυσής Αυγής να βγουν από τα λαγούμια τους. Σήμερα, στην απουσία ηγεσίας της εργατικής τάξης η οποία θα πρόσφερε μία επαναστατική διέξοδο στο αδιέξοδο της χώρας, η απελπισία που παράγει η καπιταλιστική οικονομική κρίση παρέχει γόνιμο έδαφος για να μεγαλώσουν οι φασίστες. Το ότι η Χρυσή Αυγή μπόρεσε να διαδηλώσει ανενόχλητη στην κεφαλή περισσότερων από εκατό χιλιάδων αντιδραστικών, οφείλεται στην προδοσία της ρεφορμιστικής ηγεσίας της εργατικής τάξης, κυρίως του ΚΚΕ το οποίο έχει το μέγεθος και την επιρροή στην εργατική τάξη να ηγηθεί μιας αντεπίθεσης, που όμως αντί αυτού κάνει φιλελεύθερα καλέσματα για «απομόνωση» των φασιστών και διακηρύσσει την εμπιστοσύνη στο καπιταλιστικό κράτος. Είναι απαραίτητο να οικοδομήσουμε κινητοποιήσεις ενιαίου μετώπου, βασισμένες στην κοινωνική δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης για να σταματήσουμε τη Χρυσή Αυγή και το είδος τους πριν να είναι πολύ αργά.

ΚΚΕ: Για Άλλη μια Φορά στην Υπηρεσία της Αστικής Τάξης

Η αντίδραση του Σταλινικού ΚΚΕ στην αναζωπυρωμένη εκστρατεία της μπουρζουαζίας για τη Μακεδονία είναι η συνήθης συνθηκολόγησή του με τον ελληνικό εθνικισμό. Σε μία διακήρυξη στις 3 Φεβρουαρίου με τίτλο «Ανακοίνωση του ΚΚΕ για τις εξελίξεις με την ΠΓΔΜ[!]», το ΚΚΕ παίρνει αποστάσεις από το δεξιό πλήθος που υποστηρίζει ότι η «Μακεδονία είναι Ελλάδα», καλώντας «το λαό να απομονώσει εκείνες τις εθνικιστικές, φασιστικές δυνάμεις που εκμεταλλεύονται τη δικαιολογημένη ανησυχία του για να σπείρουν το δηλητήριο του εθνικισμού, της πατριδοκαπηλίας» [έμφαση στο πρωτότυπο], (902.gr) και ισχυρίζεται ότι το 1992 το κόμμα «Πήγε κόντρα στο κυρίαρχο εθνικιστικό ρεύμα που καλλιεργούσαν όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα». Αλλά αυτό είναι απλά ένα προσωπείο για τον εθνικιστικό λαϊκισμό του ΚΚΕ.

Σε ένα άρθρο στο θεωρητικό του περιοδικό Κομμουνιστική Επιθεώρηση (τεύχος 2, 2018), το ΚΚΕ προσπαθεί να υπερβεί ακόμα και τον σοβινισμό του Τσίπρα: «Πραγματική λύση σημαίνει εγγυήσεις για εξάλειψη του αλυτρωτισμού, του εθνικισμού, των διεκδικήσεων, εξασφάλιση του απαραβίαστου των συνόρων, που αυτό σημαίνει αλλαγές τώρα, και όχι στο απώτερο μέλλον, στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ». Το ΚΚΕ επιμένει ότι κάθε ονομασία που θα δοθεί στη Δημοκρατία «πρέπει να ορίζεται με αυστηρό γεωγραφικό προσδιορισμό», («Ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και την εμπλοκή της Ελλάδας»).

Στο ίδιο άρθρο, παπαγαλίζοντας τους χειρότερους από τους Έλληνες σοβινιστές, το ΚΚΕ διακηρύσσει «ότι δεν υπάρχει ιστορικά διαμορφωμένο “μακεδονικό” έθνος, “μακεδονική” εθνότητα, “μακεδονική” γλώσσα που είναι η βάση του αλυτρωτισμού και ότι εγείρουν ζητήματα ύπαρξης μειονότητας, άρα και διεκδικήσεων, δήθεν υπεράσπισης δικαιωμάτων της κλπ». Ο μακεδονικός λαός ωστόσο, έχει παλέψει σκληρά και πολύ καιρό για να υπάρχει ως έθνος με τη δική του γλώσσα και κουλτούρα, ανεξάρτητα από τις απόψεις των σοβινιστών Ελλήνων Σταλινικών. Το ΚΚΕ δεν θα αμφισβητούσε ποτέ την καταγωγή του ελληνικού έθνους. Κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι για αιώνες κάτω από την κυριαρχία των Βυζαντινών και των Οθωμανών, οι Έλληνες αυτοαποκαλούνταν «Ρωμιοί» και η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης στην Ελλάδα, όπως και αλλού στα Βαλκάνια, ξεκίνησε μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα κατά την παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Τα σύνορα της καπιταλιστικής Ελλάδας, τα οποία το ΚΚΕ θεωρεί ως ιερά και απαραβίαστα σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζουν το σύνολο των εδαφών τα οποία η ελληνική αστική τάξη κατάφερε να αρπάξει στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο το 1913, όταν η Ελλάδα και η Σερβία πολεμούσαν τη Βουλγαρία για να μοιραστούν τη στρατηγική περιοχή της Μακεδονίας. Την ίδια στιγμή, ο αγροτικός πληθυσμός των περιοχών που κατελήφθησαν από την Ελλάδα μιλούσε κυρίως μακεδονικά, ενώ στη Θεσσαλονίκη η μεγαλύτερη εθνική ομάδα ήταν ο εβραϊκός πληθυσμός που μιλούσε λαντίνο. Ο ηγετικός πυρήνας αυτού που αργότερα έγινε ο ελληνικός κομμουνισμός αναδύθηκε από αυτό το πλούσιο κοσμοπολίτικο περιβάλλον.

Το ΚΚΕ σήμερα υποστηρίζει τις ιμπεριαλιστικές συνθήκες όπως αυτή του Βουκουρεστίου το 1913, η οποία τερμάτισε τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και σφράγισε τις προσαρτήσεις της Ελλάδας στην Ήπειρο και στη Μακεδονία (περιλαμβανομένου και της Θεσσαλονίκης). Αλλά κυρίως στα Βαλκάνια με το μωσαϊκό εθνικοτήτων, τα κρατικά όρια δεν ανταποκρίνονται καθόλου στη γεωγραφική έκταση των διαφόρων εθνών. Οι προσαρτήσεις από τις αστικές δυνάμεις ακολουθούνται αναπόφευκτα από μαζικές εκδιώξεις («εθνοκάθαρση») και/ή βίαιη αφομοίωση εθνικών μειονοτήτων. Η υπεράσπιση από το ΚΚΕ του status quo στα Βαλκάνια σημαίνει την ξεκάθαρη άρνηση του δικαιώματος της εθνικής αυτοδιάθεσης.

Το πρόγραμμά μας για το εθνικό ζήτημα είναι αυτό του Μπολσεβίκικου κόμματος του Β.Ι. Λένιν. Στην τσαρική Ρωσία – αυτή τη «φυλακή των λαών» – οι Μπολσεβίκοι ήταν υπέρμαχοι των εθνικών δικαιωμάτων όλων των λαών που καταπιεζόντουσαν από τον κυρίαρχο μεγαλορωσικό σοβινισμό. Το κόμμα του Λένιν πάλεψε για την ισοτιμία όλων των εθνών και για το δικαίωμα όλων των εθνών στην αυτοδιάθεση, δηλαδή το δικαίωμά τους στον αποχωρισμό. Αποδεικνύοντας στην πράξη, όχι μόνο στα λόγια, ότι θα διεξήγαν μια πάλη μέχρι θανάτου ενάντια στον μεγαλορωσικό σοβινισμό, οι Μπολσεβίκοι κατόρθωσαν να κινητοποιήσουν τον πόθο των καταπιεζόμενων λαών για εθνική ελευθερία ως μία ισχυρή δύναμη για την Οκτωβριανή Επανάσταση, κερδίζοντας το προλεταριάτο και τις αγροτικές μάζες στην πάλη, στο πλευρό των Μεγαλορώσων ταξικών αδερφών τους, για την ανατροπή όλων των αστών και των γαιοκτημόνων εκμεταλλευτών.

Ενώ οι τεμενάδες του ΚΚΕ προς τη «δική του» αστική τάξη εκδηλώνονται ξεκάθαρα στις αποκρουστικές του εκκλήσεις στις 100χρονες ιμπεριαλιστικές συνθήκες για να υπερασπίσει την εδαφική ακεραιότητα της καπιταλιστικής Ελλάδας, ο Λένιν ήταν κατηγορηματικός για το ποια πρέπει να είναι η θέση των γνήσιων κομμουνιστών:

«Το κέντρο βάρους της διεθνιστικής διαπαιδαγώγησης των εργατών στις χώρες που καταπιέζουν θα πρέπει οπωσδήποτε να βρίσκεται στην προπαγάνδιση και την υπεράσπιση απομέρους αυτών των εργατών της ελευθερίας αποχωρισμού των καταπιεζόμενων χωρών. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει διεθνισμός. Έχουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση να μεταχειριζόμαστε κάθε σοσιαλδημοκράτη ενός έθνους που καταπιέζει, ο οποίος δεν διεξάγει μια τέτια προπαγάνδα, σαν ιμπεριαλιστή και παλιάνθρωπο. Αυτό είναι μια κατηγορηματική απαίτηση, έστω κι’ αν η περίπτωση ενός τέτιου αποχωρισμού ήταν δυνατή και “πραγματοποιήσιμη” πριν από το σοσιαλισμό μονάχα σε 1 από 1000 περιπτώσεις.

«Είμαστε υποχρεωμένοι να διαπαιδαγωγούμε τους εργάτες με το πνεύμα της “αδιαφορίας” απέναντι στις εθνικές [διαφορές]*. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Όχι όμως με το πνεύμα της αδιαφορίας απέναντι στους οπαδούς των προσαρτήσεων. Ο πολίτης ενός έθνους που καταπιέζει πρέπει να είναι “αδιάφορος” απέναντι στο ζήτημα αν τα μικρά έθνη ανήκουν, σύμφωνα με τις συμπάθειές τους, στο δικό του το κράτος ή στο γειτονικό κράτος ή στον ίδιο τον εαυτό τους: αν δεν δείχνει τέτια “αδιαφορία” δεν είναι σοσιαλδημοκράτης [κομμουνιστής]. Για να είναι κανείς σοσιαλδημοκράτης διεθνιστής, δεν πρέπει να σκέπτεται μόνο για το έθνος του, αλλά να βάζει πάνω απ’ αυτό τα συμφέροντα όλων των εθνών, την ελευθερία και την ισοτιμία όλων των εθνών. Στη “θεωρία” όλοι είναι σύμφωνοι μ’ αυτό το πράγμα, στην πράξη όμως εκδηλώνουν ακριβώς την αδιαφορία των οπαδών των προσαρτήσεων. Εδώ βρίσκεται η ρίζα του κακού».

«Τα Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση», Άπαντα Λένιν, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Τόμος 30, Αθήνα 1986

Μακεδονία: Λυδία Λίθος για τους Επαναστάτες στην Ελλάδα

Η νίκη των εργατών και αγροτών στην Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917 ενέπνευσε την ίδρυση ένα χρόνο αργότερα, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (ΣΕΚΕ) – το μετέπειτα ΚΚΕ. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του, το ΚΚΕ έχει ακολουθήσει μία πορεία οπορτουνιστικών ζιγκ-ζαγκ και ολοφάνερων προδοσιών σε σχέση με το μακεδονικό εθνικό ζήτημα. Ενώ από την αρχή υπήρχε ένα σαφές εθνικιστικό καρκίνωμα μέσα σε τμήματα του ΚΚΕ, ωστόσο στα πρώιμα χρόνια του το κόμμα υπέστη δριμεία καταστολή στα χέρια της ελληνικής αστικής τάξης λόγω της υπεράσπισης των εθνικών δικαιωμάτων των Μακεδόνων. Το 1924, έπειτα από πίεση της Κομιντέρν, το ΚΚΕ υιοθέτησε το κάλεσμα για Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία και για Ενιαία και Ανεξάρτητη Θράκη, μία θέση που οδήγησε σε έντονους διχασμούς μέσα στο κόμμα, κάτι που το στοίχειωνε από τότε και ύστερα.

Ξεκινώντας το 1923-24 το σοβιετικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το σοβιετικό κράτος υπέστη έναν ποιοτικό εκφυλισμό, μια πολιτική (αλλά όχι κοινωνική) αντεπανάσταση. Η νίκη μιας συντηρητικής εθνικιστικής γραφειοκρατίας που κυβερνούσε για τα δικά της στενά συμφέροντα, σαν ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο εργατικό κράτος, πήρε προγραμματικό σχήμα τον Δεκέμβριο του 1924 όταν ο Στάλιν διακήρυξε την παράλογη ιδέα ότι η ΕΣΣΔ μπορούσε να οικοδομήσει τον σοσιαλισμό μόνη της, χωρίς επαναστάσεις σε άλλες χώρες. Ο Σταλινικός εκφυλισμός έμελε να έχει μια καταστροφική συνέπεια στα νεαρά κόμματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΕ. Κατά την επόμενη δεκαετία και περισσότερο καθώς οι Τροτσκιστές πάλευαν αμείλικτα να διατηρήσουν το λάβαρο του Λενινιστικού διεθνισμού, η Σταλινική γραφειοκρατία έκανε ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε ξεκάθαρους συμβιβασμούς με τις διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και σε ανόητες περιπέτειες, που προοριζόντουσαν για ήττα, μεταμορφώνοντας την Κομιντέρν από ένα κόμμα που επιδίωκε τη διεθνή εργατική επανάσταση σε ένα κόμμα που δρούσε ως ένα εργαλείο της διπλωματίας του Κρεμλίνου.

Σήμερα το ΚΚΕ αρνείται την ίδια την ύπαρξη μακεδονικού έθνους, γλώσσας και μειονότητας. Το ίδιο το παρελθόν του ΚΚΕ μιλάει ενάντια στο παρόν του. Το 1924, σε ένα συνέδριο του ΚΚΕ υιοθετήθηκε ένα ψήφισμα το οποίο έλεγε:

«Η κυβερνώσα μπουρζουαζία εκμεταλλευομένη τους εργάτες και απομυζώντας τους χωρικούς υποτάσσει κάτω από την εκμετάλλευση και καταπίεσή της ακόμη και έθνη ολόκληρα, ενώ υποκριτικά και οπισθόβουλα φλυαρεί για προστασία των μικρών λαών. Η κυβερνώσα κεφαλαιοκρατία του κυριάρχου έθνους καταπιέζει πολιτικώς τις εθνικές μειονότητες και τις στερεί από κάθε δικαίωμα (γλώσσα, σχολεία, θρησκεία κλπ.). Εφαρμόζει την πολιτική του βιαίου εξεθνισμού για να καταπνίγη με τα μέτρα αυτά την αντίσταση των καταπιεζομένων εθνοτήτων και να εξασφαλίζη έτσι την αχαλίνωτη εκμετάλλευσή τους.

«Το Κομμουνιστικό κόμμα είναι το μοναδικό κόμμα που διεξάγει αμείλικτον αγώνα εναντίον της βίας αυτής, της πολιτικής καταπιέσεως και οικονομικής εκμεταλλεύσεως άλλων λαών. Αγωνιζόμενο εναντίον της μπουρζουαζίας το ΚΚΕ υποστηρίζει κάθε αληθινά επαναστατικό αγώνα των λαών αυτών εναντίον της εθνικής καταπιέσεώς των και διακηρύσσει το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως κάθε έθνους μέχρι και του αποχωρισμού του και του σχηματισμού δικού του ανεξάρτητου κράτους».

Επίσημα Κείμενα, Τόμος Πρώτος 1918-1924, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1974

Αλλά το ΚΚΕ σύντομα θα εγκατέλειπε κάθε θέση αρχής για την αυτοδιάθεση των Μακεδόνων και θα ασπαζόταν τον ελληνικό σοβινισμό. Το 1935 στο 6ο Συνέδριο του κόμματος, το ΚΚΕ πραγματοποίησε στροφή 180 μοιρών στο εθνικό ζήτημα εγκαταλείποντας το αίτημά του για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας και την αντικατέστησε καλώντας μόνο για πλήρη εθνική ισοτιμία για τις εθνικές μειονότητες στην Ελλάδα. Διαστρεβλώνοντας πλήρως τον Λένιν, στις μετέπειτα αποφάσεις όταν το ΚΚΕ μιλούσε για αυτοδιάθεση εννοούσε ότι η μακεδονική μειονότητα έπρεπε να ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος. Η στροφή αυτή του ΚΚΕ συνδεόταν στενά με το λαϊκό μέτωπο, δηλαδή συνασπισμοί ταξικής συνεργασίας με την «αντιφασιστική» μπουρζουαζία ενάντια στον φασισμό. Με την υιοθέτηση της πολιτικής του λαϊκού μετώπου τα Σταλινοποιημένα Κομμουνιστικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚΕ, μετέβησαν αποφασιστικά στην υπεράσπιση της αστικής τάξης πραγμάτων όπως ακριβώς είχε κάνει κατά τον I Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοσιαλδημοκρατία, δίνοντας όρκο να υπερασπιστούν κάθε εκατοστό εθνικού εδάφους.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, οι Μακεδόνες αποτελούσαν τουλάχιστον το 25 τοις εκατό του Δημοκρατικού Στρατού αλλά το ΚΚΕ είχε θάψει οποιοδήποτε κάλεσμα για αυτοδιάθεση στο όνομα της «εθνικής ενότητας». Ένας βασικός παράγοντας για να κερδίσει μακεδονική υποστήριξη ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν η κοινωνική επανάσταση που διεξάγονταν στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί, οι Μακεδόνες αντάρτες είχαν σχηματίσει τα δικά τους αρχηγεία, τα οποία ηγούνταν από Μακεδόνες αξιωματικούς και χρησιμοποιούσαν τη μακεδονική γλώσσα και σημαία. Η δημιουργία μιας αυτόνομης μακεδονικής δημοκρατίας μέσα στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία ασκούσε ισχυρή έλξη για τους Σλάβους στην Ελλάδα. Η καμπάνια των Γιουγκοσλάβων για μία ενιαία Μακεδονία αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από το ΚΚΕ.

Την περίοδο της διάσπασης του Τίτο με τον Στάλιν, το ΚΚΕ έκανε μία προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τους Μακεδόνες ώστε να υπονομεύσει την υποστήριξη προς τον Τίτο. Τον Γενάρη του 1949 το ΚΚΕ διακήρυξε ότι «σαν αποτέλεσμα της νίκης του ΔΣΕ και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως το θέλει ο ίδιος» («Η 5η ολομέλεια και το Μακεδονικό [Α΄]», Ριζοσπάστης, 17 Γενάρη 1997). Όμως μετά την ήττα στον Εμφύλιο Πόλεμο, το ΚΚΕ αποκήρυξε ξανά το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Ο εκπρόσωπος τύπου του κόμματος, Βασίλης Μπαρτζιώτας ανακοίνωσε τον Οκτώβρη του 1949: «Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει…. Πρέπει να επιστρέψουμε στο σύνθημα για εθνική ισοτιμία που επιστρατεύθηκε από το Έκτο Συνέδριο του ΚΚΕ [1935]», (βλέπε «Η Ελλάδα στη Δεκαετία του 1940: Μια Προδομένη Επανάσταση», ΤΟΕ, τεύχος 23, Οκτώβριος 2014).

Πολλές από τις ρεφορμιστικές οργανώσεις μέσα και έξω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ισχυρίζονται ότι εναντιώνονται στον ελληνικό σοβινισμό και υποστηρίζουν τα δικαιώματα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, δειλιάζουν μπροστά στο δικαίωμα για αυτοδιάθεση. Σε κοινή ανακοίνωσή τους με τίτλο «Ο εχθρός δεν είναι ο γειτονικός λαός αλλά η "δική μας" αστική τάξη» η ΟΚΔΕ Σπάρτακος, το ΕΕΚ, η ΟΕΝ και η ΟΡΜΑ γράφουν: «Πολιτικές οργανώσεις έκοψαν τον δρόμο στους ναζί και προπαγάνδισαν την εναντίωσή τους στα εθνικιστικά συλλαλητήρια, προτάσσοντας το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού της Δημοκρατίας της Μακεδονίας», με το οποίο εννοούν το δικαίωμα της Δημοκρατίας να επιλέξει το όνομά της. Αυτή η ανακοίνωση αποτελεί εμπαιγμό του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, δηλαδή του δικαιώματος για ανεξάρτητη κρατική υπόσταση. Η Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν αυτόνομη μέσα στο παραμορφωμένο εργατικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας και είχε υπάρξει επίσημα ανεξάρτητη από την καπιταλιστική αντεπανάσταση το 1991. Ο σλαβικός πληθυσμός εκεί δεν χρειάζεται περισσότερη «αυτοδιάθεση» (για τους Αλβανούς είναι ένα άλλο ζήτημα). Το πραγματικό ζήτημα, το οποίο οι οπορτουνιστές της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, του ΕΕΚ και άλλων αρνούνται να υποστηρίξουν, είναι το δικαίωμα των Μακεδόνων στην Ελλάδα να επιλέξουν ελεύθερα το μέλλον τους.

Οι πρώτοι Έλληνες υποστηρικτές της Αριστερής Αντιπολίτευσης του Λέον Τρότσκι – οι Αρχειομαρξιστές – αντιτέθηκαν στην ανεξαρτησία της μακεδονικής μειονότητας. Σε συζητήσεις με τους Αρχειομαρξιστές το 1932, ο Τρότσκι επίκρινε δριμύτατα τους υποστηρικτές του γι’ αυτή τη σοβινιστική θέση. Απαντώντας στο επιχείρημά τους ότι η Μακεδονία του Αιγαίου ήταν «90 τοις εκατό Έλληνες», ο Τρότσκι απάντησε: «Το πρώτο μας καθήκον απέναντι σε αυτά τα [κυβερνητικά] νούμερα είναι να έχουμε μια στάση απόλυτου σκεπτικισμού». Για το ζήτημα της ανεξαρτησίας ο Τρότσκι είπε:

«Δεν είμαι βέβαιος για το εάν είναι σωστό να απορρίψουμε αυτό το σύνθημα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι εναντιωνόμαστε σ’ αυτό επειδή ο πληθυσμός θα είναι αντίθετος. Ο πληθυσμός πρέπει να ρωτηθεί για τη γνώμη του πάνω σ’ αυτό. Οι “Βούλγαροι” αντιπροσωπεύουν ένα καταπιεσμένο στρώμα….

«Δεν είναι δικό μας καθήκον να οργανώσουμε εθνικιστικές εξεγέρσεις. Απλώς λέμε ότι εάν οι Μακεδόνες το επιθυμούν, τότε εμείς θα πάρουμε το μέρος τους, ότι θα πρέπει να τους επιτραπεί να αποφασίσουν, και εμείς θα υποστηρίξουμε επίσης την απόφασή τους».

«Μία συζήτηση για την Ελλάδα», Άνοιξη 1932 [δική μας μετάφραση]

Ο Τρότσκι συνέχισε για να τονίσει το πιο σημαντικό σημείο του ζητήματος για τους Μαρξιστές στην Ελλάδα:

«Αυτό που με ανησυχεί δεν είναι τόσο το ζήτημα των Μακεδόνων αγροτών, αλλά για το αν υπάρχει έστω και λίγο σοβινιστικό δηλητήριο στους Έλληνες εργάτες. Αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Για εμάς, που είμαστε υπέρ μίας βαλκανικής ομοσπονδίας σοβιετικών κρατών, είναι ακριβώς το ίδιο εάν η Μακεδονία ανήκει σε αυτή την ομοσπονδία σαν μία αυτόνομη ολότητα ή σαν τμήμα ενός άλλου κράτους» (όπως παραπάνω).

Για τη Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των Βαλκανίων

Για περισσότερο από έναν αιώνα, η Μακεδονία είναι το «μήλο της έριδος» για τα Βαλκάνια, μία στρατηγική περιοχή, η οποία από την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει έντονα διεκδικηθεί από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία κα τη Σερβία, οι οποίες διαίρεσαν την πολυεθνική αυτή περιφέρεια μεταξύ τους, πριν τον Ι Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μοναδική δίκαιη λύση για το μακεδονικό εθνικό ζήτημα είναι στενά συνδεδεμένη με την πάλη για μία Σοσιαλιστική Ομοσπονδία των Βαλκανίων.

Τη δεκαετία του 1870, οι Σέρβοι σοσιαλιστές ήταν οι πρώτοι που έθεσαν την πρόταση για μία βαλκανική ομοσπονδία, μία πρόταση που υιοθετήθηκε από τη Δεύτερη Διεθνή ως ο μόνος τρόπος για την εξουδετέρωση των εθνικών τριβών στη χερσόνησο, οι οποίες συνεχώς αναδεύονταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις για τα δικά τους συμφέροντα. Ακολουθώντας τη σφαγή του Ι Παγκοσμίου Πολέμου που πυροδοτήθηκε από τις βαλκανικές εντάσεις, η Κομμουνιστική Διεθνής επέμενε ότι οι ντόπιες αστικές τάξεις ήταν ανίκανες να υπερβούν τους εθνικούς ανταγωνισμούς και ότι η βαλκανική ομοσπονδία θα πραγματοποιούνταν μόνο ως αποτέλεσμα της προλεταριακής επανάστασης.

Η νίκη των ανταρτών του Τίτο εναντίον των δυνάμεων του Άξονα στον ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο, εναντίον των Τσέτνικς Σέρβων μοναρχικών και των Κροατών φασιστών της Ουστάσα, οδήγησε στη συντριβή του καπιταλιστικού κράτους στη Γιουγκοσλαβία και στη δημιουργία ενός εργατικού κράτους. Με βάση την εργατική εξουσία, δεκαετίες αιματηρών εθνικών διαμαχών μεταξύ των νότιων Σλάβων και άλλων έλαβαν τέλος. Αυτό ήταν ένα πραγματικά αξιοθαύμαστο κατόρθωμα που ανέδειξε τις δυνατότητες, έμφυτες στην προλεταριακή εξουσία, για την επίλυση των εθνικών ζητημάτων. Ωστόσο, η Γιουγκοσλαβία ήταν παραμορφωμένη από την αρχή, από την Σταλινική γραφειοκρατία του Τίτο, που δεν πάλευε για τη διεθνή επέκταση της επανάστασης αλλά αντί αυτού κυβερνούσε βασισμένη στην εντελώς λανθασμένη Σταλινική προοπτική, αυτής του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα».

Η γιουγκοσλαβική εκδοχή αυτού του αντι-μαρξιστικού δόγματος ήταν ο «σοσιαλισμός της αγοράς», μία σειρά μεταρρυθμίσεων που επέτρεψαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και έθεσαν αντιμέτωπες τις πιο ανεπτυγμένες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, όπως η Σλοβενία, με τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές όπως το Κόσοβο και την Μακεδονία, θέτοντας τη μία εθνικότητα ενάντια στην άλλη και εξαπολύοντας τις φυγόκεντρες δυνάμεις που τελικά θα καταβρόχθιζαν το παραμορφωμένο εργατικό κράτος σε ένα όργιο εθνικιστικής αιματοχυσίας.

Με την μεταπολεμική δημιουργία παραμορφωμένων εργατικών κρατών στη Γιουγκοσλαβία, την Βουλγαρία και Ρουμανία, το κάλεσμα για μία σοσιαλιστική ομοσπονδία των Βαλκανίων, απέκτησε ανανεωμένο κύρος. Μέσα στα πλαίσια μιας ομοσπονδίας της χερσονήσου, το ακανθώδες μακεδονικό ζήτημα θα μπορούσε να έχει επιλυθεί εύκολα. Αλλά η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, η Βουλγαρία του Δημητρώφ και το ΚΚΕ στην Ελλάδα (για να μην αναφέρουμε τον Στάλιν στο Κρεμλίνο) επιδίωξαν τη δική τους εκδοχή του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα» όπου τα καλέσματα για τη σοσιαλιστική ομοσπονδία των Βαλκανίων υιοθετούνταν και εγκαταλείπονταν ανάλογα με τις οπορτουνιστικές ορέξεις των Σταλινικών, με τον καθένα από αυτούς να εκμεταλλεύεται το μακεδονικό ζήτημα σύμφωνα με τα δικά του στενά συμφέροντα.

Ως γνήσιοι Μαρξιστές αναγνωρίζουμε ότι οι αλληλοσυγκρουόμενες εθνικές διεκδικήσεις των διαφόρων λαών των Βαλκανίων, μπορούν να επιλυθούν δίκαια μόνο μέσα από την προλεταριακή ανατροπή όλων των καπιταλιστικών καθεστώτων στην περιοχή και με τη σφυρηλάτηση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας των Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας, ως μέρος των Ηνωμένων Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης. Η ΤΟΕ, ως το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης παλεύει για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος, βασισμένου στο μοντέλο των Μπολσεβίκων του Λένιν και του Τρότσκι, για την τελική πραγματοποίηση αυτού του σκοπού.


* Στο πρωτότυπο ο Λένιν γράφει «к национальным различиям». Η σωστή πολιτική μετάφραση είναι «στις εθνικές διαφορές» και όχι «στις εθνικές διακρίσεις» όπως το μεταφράζει το ΚΚΕ στα Άπαντα Λένιν, Τόμος 12, Αθήνα 1987.