Ο Μπολσεβίκος Τεύχος 3 |
Οκτώβριος 2017 |
Η Πάλη Ενάντια στη Σοβινιστική Ύδρα
Κείμενο του Έβδομου Διεθνούς Συνεδρίου
της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης (Τεταρτοδιεθνιστικής)
[Μετάφραση από το αγγλικό Spartacist τεύχος 65]
I. Εισαγωγή
Ο σκοπός αυτού του συνεδρίου είναι να επανεγκαθιδρύσει ένα Λενινιστικό πλαίσιο για το εθνικό ζήτημα στη Διεθνή Κομμουνιστική Ένωση (ΔΚΕ) και να έρθει σε ρήξη με τον σοβινισμό των Μεγάλων Δυνάμεων που έχει σημαδέψει συγκεκριμένες πλευρές της πολιτικής και της λειτουργίας της Διεθνούς. Μία πάλη στον Καναδά η οποία ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2016 αποκάλυψε ότι, από την ίδρυσή του, το καναδικό τμήμα είχε ένα αγγλο-σοβινιστικό, αφομοιωτικό πρόγραμμα για το Κεμπέκ. Αυτή η πάλη παρήγαγε δυνατή αντιπολίτευση από ένα στρώμα ιστορικών αγγλόφωνων στελεχών από τη Διεθνή Εκτελεστική Επιτροπή (ΔEΕ) και που αποτελούσε την πηγή της θέσης για το εθνικό ζήτημα στον Καναδά και αλλού. Ειδικά μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τμήμα της διεθνούς ηγεσίας έχει συμβιβαστεί με τον ιμπεριαλισμό των Ηνωμένων Πολιτειών, αντιγράφοντας κυριαρχικές συμπεριφορές προς τις νεοαποικιακές χώρες που βρίσκονται κάτω από την μπότα του. Ο σκοπός του συνεδρίου αυτού είναι να πραγματοποιήσει την ένωση με τους συντρόφους από το Κεμπέκ και να εκλέξει μία νέα διεθνή ηγεσία η οποία θα υλοποιήσει μία ξεκάθαρη ρήξη με τις πολιτικές σοβινισμού των καταπιεστών.
Από τη στιγμή που ίδρυσαν την τάση μας, ο Jim Robertson και ο Geoff White επιδίωξαν τη διεθνή της επέκταση. Αλλά το 1974, καθώς υπογραφόταν η «Declaration for the Organizing of an International Trotskyist Tendency» («Διακήρυξη για την Οργάνωση της Διεθνούς Τροτσκιστικής Τάσης», βλέπε Spartacist [Αγγλική Έκδοση] τεύχος 23, Άνοιξη 1977), ένας αριθμός Αμερικανών στελεχών ενστερνίστηκαν μία αντιλενινιστική θέση για το εθνικό ζήτημα. Αυτή η διαστρέβλωση του Λενινισμού διευκολύνθηκε και επιδεινώθηκε από την υπεροχή του αμερικανικού τμήματος στη Διεθνή. Αυτή η θέση εγκαθιδρύθηκε σε αντίθεση με τον σύντροφο Robertson: ήδη από το 1976, πρότεινε το κάλεσμα για την ανεξαρτησία του Κεμπέκ, μια πρόταση που απορρίφθηκε ομόφωνα. Αυτό το συνέδριο έχει δεσμευτεί να επανεγκαθιδρύσει τον επαναστατικό Λενινισμό και να παλέψει για την επανασφυρηλάτηση της Τετάρτης Διεθνούς.
Εξαιτίας της έντονης αναστάτωσης που προκάλεσε η πάλη αυτή στη Διεθνή, αυτό το συνέδριο ουσιαστικά έχει τον χαρακτήρα του έκτακτου, αν και επίσημα καλέστηκε τακτικά. Επομένως αυτό το κείμενο είναι επικεντρωμένο στα αναγκαία συμπεράσματα των προηγούμενων μηνών και όχι σε σημαντικές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από την άνοδο δεξιών λαϊκιστικών δυνάμεων σε πολλές χώρες· η εκλογή του Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύει τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς καθώς και την πιθανότητα σημαντικών στρατιω- τικών διαμαχών, κυρίως με τα παραμορφωμένα εργατικά κράτη. Το πρωτεύων ζήτημα για την οργάνωσή μας είναι πώς να επανεξοπλιστούμε προγραμματικά και να σφυρηλατήσουμε μία νέα ηγεσία που θα μπορεί να αναλάβει αυτές τις νέες εξελίξεις. Ουσιαστικά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το κεντρικό ζήτημα του εργατικού κινήματος: αυτό της επαναστατικής ηγεσίας.
II. Για τη Σφυρηλάτηση μιας Διεθνούς Λενινιστικής Ηγεσίας
«Με βάση τη μακρά ιστορική εμπειρία, μπορεί να γραφτεί ως νόμος ότι τα επαναστατικά στελέχη, που εξεγείρονται ενάντια στο κοινωνικό τους περιβάλλον και οργανώνουν κόμματα για να ηγηθούν μιας επανάστασης – εάν η επανάσταση καθυστερεί κατά πολύ – μπορούν και τα ίδια να εκφυλιστούν κάτω από τις συνεχείς επιρροές και πιέσεις από αυτό το περιβάλλον…
«Αλλά η ίδια ιστορική εμπειρία δείχνει επίσης ότι υπάρχουν εξαιρέσεις και σε αυτόν το νόμο. Οι εξαιρέσεις είναι οι Μαρξιστές που παραμένουν Μαρξιστές, οι επαναστάτες που παραμένουν πιστοί στη σημαία. Οι βασικές ιδέες του Μαρξισμού, πάνω στις οποίες μόνο ένα επαναστατικό κόμμα μπορεί να οικοδομηθεί, είναι συνεχείς στην εφαρμογή τους και έχουν υπάρξει έτσι για εκατό χρόνια. Οι ιδέες του Μαρξισμού, οι οποίες δημιουργούν επαναστατικά κόμματα είναι δυνατότερες από τα κόμματα που δημιουργούν, και ποτέ δεν αποτυγχάνουν να επιζήσουν από τον ξεπεσμό των κομμάτων. Ποτέ δεν αποτυγχάνουν να βρουν εκπροσώπους στις παλιές οργανώσεις για να ηγηθούν τη δουλειά της ανοικοδόμησης».
James P. Cannon, The First Ten Years of American Communism (Τα Πρώτα Δέκα Χρόνια του Αμερικανικού Κομμουνισμού), Νέα Υόρκη: Lyle Stuart, 1962 [δική μας μετάφραση].
Είναι ακριβώς το καθήκον της ανοικοδόμησης της ΔΚΕ που αυτό το συνέδριο αντιμετωπίζει. Για να έρθουμε πραγματικά σε ρήξη με τον αγγλο-σοβινισμό στο κόμμα, είναι απαραίτητο να ανακτήσουμε εκ νέου την προγραμματική μας συνέχεια στο εθνικό ζήτημα δηλαδή τις θέσεις που ανέπτυξαν ο Μαρξ και ο Λένιν. Μέσα από αυτή την πάλη, αναζητούμε να επιβεβαιώσουμε το επαναστατικό, προλεταριακό και διεθνιστικό πρόγραμμα της Τρίτης Διεθνούς του Λένιν, όπως αυτό εκφράζεται στα τέσσερα πρώτα Συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν).
Η σφυρηλάτηση μιας γνήσιας Διεθνούς, ήδη ένα δύσκολο έργο από τη στιγμή της ανάληψης της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, έγινε μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση για την προλεταριακή πρωτοπορία μετά τον εκφυλισμό της Ρωσικής Επανάστασης και της Κομιντέρν. Ο Τρότσκι δεν κατάφερε ποτέ να παγιώσει αποτελεσματικά μια συλλογική διεθνή, λόγω των ιδιαίτερα δύσκολων αντικειμενικών συνθηκών στην εξορία, της έλλειψης υλικών πόρων και της δολοφονίας των Τροτσκιστικών στελεχών. Μετά τον θάνατο του Τρότσκι, το Socialist Workers Party-SWP (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα [Ηνωμένων Πολιτειών]) [το οποίο ηγούνταν ο James P. Cannon] ήταν το τμήμα που βρίσκονταν στην καλύτερη θέση για να αναλάβει την ηγεσία της Τετάρτης Διεθνούς. Αντί όμως να ανταποκριθούν στην πρόκληση και να αναλάβουν την ηγεσία της Διεθνούς, οι Αμερικανοί Τροτσκιστές αποσύρθηκαν στην απομόνωση, χωρίς καν αυτή να τους έχει πραγματικά επιβληθεί. Ο σύντροφος Robertson σημείωσε το 1974:
«Οπότε ο Cannon αποσύρθηκε και μας έμεινε η δουλειά. Μας άφησε με δουλειά δυο φορές πιο δύσκολη. Επειδή αυτός ήταν πολύ καλύτερος από ό,τι είμαστε εμείς – και όταν λέω “αυτός” δεν εννοώ μόνο τον Cannon προσωπικά αλλά το άμεσο προσωπικό που αποτελούσε το “καθεστώς του Cannon”....
«Λοιπόν, υπήρχε ένα καθεστώς του Cannon και έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Αλλά δεν αποδέχτηκαν τη διεθνή πρόκληση, αν και αυτό αποτελεί μια υποχρέωση. Ναι, αν ξέρεις ότι τίποτα δεν ξέρεις, πήγαινε υπομονετικά, αθόρυβα, επίμονα πάλεψε με την μεγαλύτερη υπομονή και προσοχή για διεθνείς συνεργάτες. Πρέπει να πάμε από αυτή την κατεύθυνση, όχι να αποσυρθούμε και να περιμένουμε σε εθνική απομόνωση για κάποιον άλλον να βγει μπροστά και να πει, “Εγώ μπορώ να το κάνω”, και τότε να πούμε “Εντάξει, θα σου δώσουμε το κύρος μας”. Πρέπει να επιμείνουμε, πρέπει να παρέμβουμε».
«James P. Cannon Memorial Meeting» («Το Μνημόσυνο του James P. Cannon»), Spartacist [Αγγλική Έκδοση], τεύχος 38-39, Καλοκαίρι 1986
Αντλώντας διδάγματα αποφασιστικής σημασίας από το SWP, από την ίδρυση της τάσης μας, τα ιδρυτικά μας στελέχη επιδίωξαν ενεργά να ξεφύγουν από την απομόνωσή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατανοούσαν ότι αυτή η απομόνωση αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε παραμορφώσεις. Το να είναι κάποιος διεθνιστής απαιτεί πολύ υψηλό επίπεδο συνείδησης: είναι απαραίτητη η κατανόηση των πιέσεων που σχετίζονται με τις κοινωνικές και εθνικές ρίζες κάποιου, ώστε να μπορέσει να τις καταπολεμήσει. Η οπισθοδρόμηση της εργατικής τάξης όπως και η δύναμη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού είναι ισχυρές πιέσεις που δρουν στην Spartacist League/U.S.-SL/U.S. (Σπαρτακιστική Ένωση/ΗΠ). Ο σύντροφος Robertson, πάλεψε αδιάκοπα για να αναπτύξει τη συνείδηση μεταξύ των αγγλόφωνων συντρόφων, με τη σημαντικότητα της εκμάθησης άλλων γλωσσών και την απόκτηση εμπειρίας πέρα από το εθνικό τους τερέν. Στην πραγματικότητα, για καιρό επιδίωξε τη μεταφορά του διεθνούς μας κέντρου από τη Νέα Υόρκη στο Παρίσι, αλλά χωρίς επιτυχία, λόγω έλλειψης πόρων στο γαλλικό τμήμα. Παρά όλες τις προσπάθειές του, τμήμα της αμερικανικής ηγεσίας ανέπτυξε μία σοβινιστική, αντιδιεθνιστική γραμμή εναντίωσης στην πάλη για εθνική απελευθέρωση σε πολυεθνικά κράτη. Αυτή η γραμμή, μας προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημιά περιορίζοντας σημαντικά τις δυνατότητές μας για να επεκταθούμε διεθνώς και ιδιαίτερα σε μη αγγλόφωνα καταπιεζόμενα έθνη. Υπήρχε μία οξεία αντίθεση ανάμεσα στην προσέγγισή μας σε μέρη όπου ο σύντροφος Robertson ασχολήθηκε ενεργά με τη δουλειά, όπως στα Βρετανικά Νησιά και στην Κεϋλάνη, όπου είχαμε μία Λενινιστική θέση, και σε μέρη όπου είχε ασχοληθεί πολύ λίγο, όπως στον Καναδά ή την Ισπανία, όπου η θέση μας ήταν ανοιχτά σοβινιστική.
Η Τροτσκιστική θέση για τη Σοβιετική Ένωση αποτελούσε ένα κεντρικό προγραμματικό σημείο αναφοράς της τάσης μας. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σηματοδότησε ένα βασικό σημείο καμπής στην ιστορία όπως επίσης και στην εσωτερική ζωή της οργάνωσής μας. Αυτό το γεγονός ήρθε έπειτα από χρόνια οπισθοχώρησης της εργατικής τάξης στη Δύση, και αυτές οι αντικειμενικές εξελίξεις συνέπεσαν με την αποχώρηση του συντρόφου Robertson, του κύριου αρχιτέκτονα της διεθνούς μας πολιτικής, από τα κεντρικά μας. Αυτοί οι συσσωρευμένοι παράγοντες οδήγησαν ένα στρώμα στελεχών στο να αποπροσανατολιστεί σε βάθος και να θέσει σε αμφισβήτηση τον επαναστατικό μας σκοπό. Η απώλεια της επαναστατικής προλεταριακής πυξίδας οδήγησε διαδοχικά κομματικά καθεστώτα στο να επιδιώκουν παρακάμψεις μέσα από μία σειρά οπορτουνιστικών εκστρατειών. Μέχρι και το 2008, διαδοχικά καθεστώτα αποδείχτηκαν ανίκανα να παρέχουν μία πραγματική Λενινιστική, διεθνιστική ηγεσία στη ΔΚΕ. Ο συμβιβασμός μας με τις πιέσεις της αμερικανικής κοινωνίας, που ήδη εκφράστηκε στη σοβινιστική μας γραμμή, μεγεθύνθηκε από αυτόν τον οπορτουνισμό – ο οποίος πάντα αποτελεί έναν συμβιβασμό στο εθνικό τερέν.
Έτσι, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, η Λενινιστική αντίληψη της οικοδόμησης του κόμματος υποτάχθηκε σημαντικά στον οπορτουνισμό και στον συμβιβασμό με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Υπήρχε αντίσταση ως προς την ενσωμάτωση μη αγγλόφωνων στελεχών σε μία αποτελεσματική συλλογική διεθνή ηγεσία, όπως και εχθρότητα για την οικοδόμηση δυνατών εθνικών τμημάτων. Η Διεθνής Γραμματεία (ΔΓ) είχε την τάση να χρησιμοποιεί τα τμήματα έξω από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως δορυφόρους στην υπηρεσία οπορτουνιστικών εκστρατειών, όπως κατά τη διάρκεια του «Μεγάλου Άλματος Προς τα Εμπρός» και την καμπάνια για τον Μούμια. Η εκτροπή από την οικοδόμηση ενός κόμματος της πρωτοπορίας είχε αντίκτυπο στη μεταχείριση συντρόφων πιο καταπιεσμένων από την κοινωνία: γενικά δεν αντιμετωπίζονταν μήτε εκπαιδεύονταν ως Μαρξιστικά στελέχη και ως ηγέτες της Διεθνούς. Αντί αυτού, εξελίσσονταν ως «καλοί» ακτιβιστές και χρησιμοποιούνταν ως απλοί στρατιώτες για δουλειά στη «βάση» του κόμματος. Έτσι, οι αστικές κοινωνικές σχέσεις αντικατοπτρίστηκαν μέσα στο κόμμα και έτειναν να ενισχύουν την καταπίεση που ένιωθαν αυτοί οι σύντροφοι.
Η πρακτική μας τις τελευταίες δεκαετίες έρχεται σε οξεία αντίθεση με την προσπάθεια ένωσης με την ομάδα του Edmund Samarakkody, «Agreement on Unification of the Revolutionary Workers Party [RWP] of Sri Lanka with the International Spartacist Tendency», («Συμφωνία για την Ενοποίηση του Επαναστατικού Εργατικού Κόμματος [ΕΕΚ] της Σρι Λάνκα με τη Διεθνή Σπαρτακιστική Τάση», 20 Ιουνίου 1979):
«(2) πραγματική, πλήρης, συχνή, τακτική συμμετοχή στις συναντήσεις της ΔΕΕ από αυτά τα πιο έμπειρα στελέχη του RWP που έχουν εκλεχθεί στη ΔΕΕ∙
«(3) ένα ικανό δίγλωσσο στέλεχος (σινχάλα-αγγλικά) από το RWP να εγκατασταθεί στο διεθνές κέντρο και, εάν είναι πιο έμπειρο στέλεχος, να είναι μέλος της διεθνούς γραμματείας∙
«(4) ένας διεθνής αντιπρόσωπος, μέλος της ΔΕΕ, να τοποθετηθεί στην Κεντρική Επιτροπή του RWP, ή εάν δεν είναι στη ΔΕΕ, να έχει συμβουλευτικό ρόλο στο RWP∙
«(5) να ενθαρρύνονται τα ταξίδια και η συμμετοχή στην πολιτική δουλειά άλλων τμημάτων από μέλη του RWP και, αντίστοιχα, εκτεταμένες επισκέψεις στη Σρι Λάνκα από μέλη άλλων τμημάτων».
Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο το συνέδριο ενώνεται με τους συντρόφους από το Κεμπέκ.
Παρά όλες τις αδυναμίες που η οργάνωσή μας μπορεί να είχε, όταν ήρθαμε αντιμέτωποι με την κατάρρευση των Σταλινικών γραφειοκρατιών στη ΛΔΓ (Ανατολική Γερμανία) και στην ΕΣΣΔ, κάναμε το επαναστατικό μας καθήκον. Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας, η τάση μας πάλεψε με νύχια και με δόντια ενάντια στην καπιταλιστική παλινόρθωση και για πολιτική επανάσταση. Επιπλέον, ξεκινώντας από την περίοδο της glasnost (διαφάνειας) και μέσα στην μετασοβιετική περίοδο, καταφέραμε να κάνουμε σημαντικές συνεισφορές για τη συνέχειά μας, όπως η έκδοση δύο βιβλίων από τα γραπτά του Cannon και οι εκδόσεις από την Prometheus Research Series. Παρόμοια, μπορέσαμε να επεκτείνουμε τα συμπεράσματα των πρώτων τεσσάρων Συνεδρίων της Κομιντέρν, για τα ζητήματα των εκτελεστικών γραφείων στα καπιταλιστικά κράτη και της συντακτικής συνέλευσης (βλέπε Spartacist τεύχος 61 [Αγγλική Έκδοση], Άνοιξη 2009 και τεύχος 63, Χειμώνας 2012-13).
Η ηγεσία που έχει εκλεχθεί από αυτό το συνέδριο πρέπει να βασίζεται στους συντρόφους που έπαιξαν κεντρικό ρόλο σε αυτή την πάλη, ειδικά στους συντρόφους από το Μεξικό, την Ελλάδα, τη Νότια Αφρική και τους συντρόφους από το Κεμπέκ. Μία επέκταση των αλλαγών που θα πρέπει η ΔΕΕ να υποβληθεί είναι η αναδιοργάνωση της ΔΓ με την ενσωμάτωση συντρόφων από το Μεξικό και το Κεμπέκ. Με την κρίση στο βρετανικό τμήμα, η νέα ΔΕΕ θα έχει το καθήκον να ανοικοδομήσει το κέντρο στην Ευρώπη, που θα στηρίζεται στους πιο συνειδητούς συντρόφους εκεί. Ένα απαραίτητο καθήκον που θα πρέπει να πραγματοποιηθεί είναι το να δοθεί η ιδιότητα του συμβουλευτικού μέλους στους συντρόφους που είναι ιστορικοί ηγέτες της τάσης μας αλλά που δεν μπορούν πλέον να είναι ενεργοί στην ηγεσία του κόμματος. Η νέα ΔΕΕ χρειάζεται την εμπειρία τους, αλλά την ίδια στιγμή, όπως το παράδειγμα του Ναυάρχου Rickover [ο οποίος εν τέλει υποχρεώθηκε σε συνταξιοδότηση στην ηλικία των 82] δείχνει, ότι είναι καλύτερα να μην αναλάβουμε το ρίσκο της βύθισης του υποβρυχίου.
Η οικοδόμηση μιας πραγματικά συλλογικής διεθνούς προϋποθέτει δυνατές εθνικές ηγεσίες. Πρέπει να είναι θεμελιωμένη πάνω σε μία κοινή πολιτική βάση, και να οικοδομηθεί μέσα από την εγκαθίδρυση προσωπικών δεσμών: είναι απαραίτητο το να μάθει κανείς τους συνεργάτες του μέσα από την κοινή δουλειά. Ένας νέος άξονας διεθνούς συνεργασίας άρχισε να σφυρηλατείται κατά τη διάρκεια της πάλης στον Καναδά. Αυτή η συλλογικότητα μεγάλωσε καθώς η πάλη πήρε μια πιο διεθνή διάσταση, και έχει κρυσταλλωθεί με τη σύνταξη αυτού του συνεδριακού κειμένου. Οικοδομώντας μία Διεθνή σε διάφορες χώρες προϋποθέτει σημαντικούς υλικούς πόρους. Όπως δείχνει αυτή η πάλη, οι οικονομικές συνεισφορές από τους υποστηρικτές μας είναι ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη της ΔΚΕ. Ένα πλεονέκτημα της τάσης μας σε σχέση με την κατάσταση που ο Τρότσκι και ο Cannon ήρθαν αντιμέτωποι, είναι ότι επί του παρόντος έχουμε επαρκείς πόρους στη διάθεσή μας για να εξασφαλίσουμε κάποια σταθερότητα και διεθνή επέκταση.
Το κόμμα μας βρίσκεται σε μία αποφασιστική στιγμή της ιστορίας του. Μία ηγεσία η οποία καθοδηγείται από τη συντρόφισσα Coelho και που κινητοποιείται από το πρόγραμμά μας, η στρατολόγηση των συντρόφων από το Κεμπέκ, καθώς και το γεγονός ότι ο σύντροφος Robertson εξακολουθεί να διατηρεί τη συνέχειά μας – αυτοί οι παράγοντες μας έχουν επιτρέψει να πραγματοποιήσουμε μία πάλη που έχει ταρακουνήσει βαθιά τη Διεθνή μας. Αυτή η πάλη μας δίνει μία ευκαιρία να επιτύχουμε εκεί που το SWP απέτυχε και να αναγεννηθούμε ως κόμμα. Μας δίνει τη δυνατότητα να έρθουμε αποφασιστικά σε ρήξη με τον σοβινισμό του καταπιεστή, βάζοντας έτσι τις βάσεις για μία κυρίως μη αγγλόφωνη, αληθινά διεθνιστική οργάνωση. Όπως έγραψε ο σύντροφος Robertson προς τη ΔΕΕ τον Νοέμβριο του 1995:
«Ο ΔΙΕΘΝΙΣΜΟΣ ΕΊΝΑΙ ΝΕΚΡΟ ΓΡΑΜΜΑ ΕΑΝ…!
«Αν το σκεφτείς έστω και για μια στιγμή είναι ολοφάνερο ότι το ζήτημα της ικανότητας στις γλώσσες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να κινηθείς γενικά στον κόσμο. Όμως αυτός ο παράγοντας συχνά παραλείπεται από τον επίσημο υπολογισμό....
«Χωρίς τη δυνατότητα στις γλώσσες για να γεφυρώσεις τα κενά μεταξύ των λαών του κόσμου δεν είμαστε απλώς χαμένοι, δεν έχουμε καν ξεκινήσει».
«Για Μία Κυβέρνηση Ηλεκτροσυγκολλητών και Δίγλωσσων!»
III. Το Θεωρητικό Πλαίσιο του Σοβινισμού
Παραμορφώσεις των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν στο Workers Vanguard
Η θεωρητική αιτιολόγηση του σοβινιστικού μας προγράμματος σχετικά με το εθνικό ζήτημα έχει κωδικοποιηθεί σε δύο άρθρα: «The National Question in the Marxist Movement 1848-1914» («Το Εθνικό Ζήτημα στο Μαρξιστικό Κίνημα 1848-1914», Workers Vanguard τεύχη 123 και 125, 3 και 17 Σεπτέμβρη 1976) το οποίο γράφτηκε από τον σύντροφο Seymour, και στο «Lenin vs. Luxemburg on the National Question» («Λένιν Εναντίον Λούξεμπουργκ στο Εθνικό Ζήτημα», Workers Vanguard τεύχος 150, 25 Μάρτη 1977). Μέχρι το ξέσπασμα της τωρινής πάλης στη Διεθνή, αυτά τα άρθρα υπηρέτησαν ως σημείο αναφοράς για πολλά στελέχη σχετικά με το εθνικό ζήτημα. Αυτό το συνέδριο αποκηρύσσει αυτά τα άρθρα ώστε να θέσει το κόμμα πάλι πίσω σε Λενινιστική προγραμματική βάση – δηλαδή, ως υπέρμαχο της πάλης ενάντια στην εθνική καταπίεση.
Ο σύντροφος Robertson παρατήρησε: «Τι είναι αυτό το οποίο καθορίζει τη θεωρία; Οι ορέξεις των ανθρώπων καθορίζουν την παρέμβασή τους», «Conversations with Wohlforth» («Συζητήσεις με τον Wohlforth» Marxist Bulletin, τεύχος 3 Τμήμα IV). Επισήμανε:
«Συχνά μιλάς για τη “θεωρία” και για τη “μέθοδο” αλλά είσαι αδύναμος στον ορισμό τους. Για να ασχοληθεί κανείς με τη Μαρξιστική μέθοδο είναι απαραίτητο να την καταλάβει, όχι απλά να αναφέρεται σε αυτήν – η “θεωρία” από μόνη της είναι μια άδεια λέξη. Η θεωρία είναι μία επαρκής απλοποίηση της πραγματικότητας που μπορεί να εισέλθει μέσα στα κεφάλια μας και να μας δώσει μία ενεργή κατανόηση ως συμμετέχοντες αυτού του οποίου συμβαίνει – το οποίο είναι, ότι αυτό που κρατάμε στο κεφάλι μας αποτελεί επίσης έναν παράγοντα. Το πρόγραμμα παράγει τη θεωρία. Αυτά που είναι σημαντικά είναι τα προγραμματικά ζητήματα».
Έτσι, η πρωτότυπη παρουσίαση που δημοσιεύτηκε στο άρθρο του Workers Vanguard στα τεύχη 123 και 125 δόθηκε τον Αύγουστο του 1976, μερικές εβδομάδες μετά τη συζήτηση για τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας στον Καναδά, που εγκαθίδρυσε τις βάσεις για το ρατσιστικό άρθρο που εναντιωνόταν στη δίκαιη πάλη για τα γλωσσικά δικαιώματα στο Κεμπέκ (βλέπε «Dispute Over Bilingual Air Traffic Control Rocks Canada», [«Η Διαμάχη Σχετικά με τη Διγλωσσία στον Έλεγχο Εναέριας Κυκλοφορίας Ταρακουνά τον Καναδά»] Workers Vanguard τεύχος 119 [23 Ιουλίου 1976] και Spartacist Canada [SC] τεύχος 8 [Σεπτέμβρης 1976]). Όπως παρατήρησε ο σύντροφος Robertson στο «Letter on 1976» («Γράμμα για το 1976») 30 Νοέμβρη 2016:
«Υπήρχε λόγος που οι Καναδοί σύντροφοι διάλεξαν εκείνη την περίοδο την απεργία των Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας για να γράψουν αυτό που έγραψαν. Υπήρχε μία εθνική έκρηξη στο Κεμπέκ και η τότε TLC επέλεξε να γράψει για τη μοναδική ακρότητα που μπορούσαν να βρουν σε αυτή την πολιτική έκρηξη. Οι σύντροφοι θα έπρεπε να έχουν χαιρετήσει την έκρηξη ενώ θα μπορούσαν επίσης να λάβουν υπόψη τους το ένα ζήτημα που έμοιαζε να είναι έξω από το θεμιτό και αξιέπαινο απελευθερωτικό πολιτικό κίνημα».
Η όρεξη που διαμόρφωσε την παρέμβασή μας εκείνη την περίοδο καθορίστηκε από τη συνθηκολόγηση με τις κυρίαρχες αγγλόφωνες βορειοαμερικανικές πιέσεις. Στην πραγματικότητα το άρθρο στο Workers Vanguard, τεύχη 123 και 125, είναι μία πολεμική ενάντια στην απελευθέρωση του Κεμπέκ από τη μπότα της αγγλόφωνης καταπίεσης, μία προοπτική που επίσης βρέθηκε στην προσέγγισή μας σε άλλα εθνικά ζητήματα (παρατηρείστε την εξίσωση που κάνει το άρθρο μεταξύ των καταπιεζόμενων και των καταπιεστών λαών στο Λίβανο). Το θεωρητικό υπόβαθρο που αναπτύχθηκε από τα δύο αυτά άρθρα απέχει παρασάγγας από την εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης, που έδειξε ζωντανά ότι το εθνικό ζήτημα μπορεί να γίνει η κινητήρια δύναμη για επαναστατική πάλη.
Το άρθρο στο Workers Vanguard, τεύχη 123 και 125, υπερασπίζει την παράλογη θέση ότι «δεν υπάρχει Μαρξιστικό πρόγραμμα για το εθνικό ζήτημα ως τέτοιο», απορρίπτοντας στην πραγματικότητα το Μαρξιστικό πρόγραμμα για την απελευθέρωση των καταπιεζόμενων εθνών. Το άρθρο μπορεί να περνά ταχυδακτυλουργικά αυτή τη θέση μόνο με το να παραμορφώνει χυδαία τις πολιτικές θέσεις του Μαρξ και του Ένγκελς. Πρώτα, λανθασμένα υποστηρίζει ότι «Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέπτυξαν ένα πρόγραμμα το οποίο ισοδυναμούσε με την εθνική, αν όχι φυσική, γενοκτονία των δυτικών και νότιων Σλάβων προς το συμφέρον των δημοκρατικών ή προοδευτικών λαών». Η προσέγγιση του Μαρξ και του Ένγκελς για τους Σλάβους δεν βασίστηκε σε φυλετική προκατάληψη. Η προσέγγισή τους μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο πλαίσιο του οράματός τους για μία επανάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι Νότιοι Σλάβοι διαδραμάτισαν έναν αντιδραστικό ρόλο στη συντριβή των επαναστάσεων του 1848-49, ως πεζικάριοι για τις αντιδραστικές μεγάλες δυνάμεις αυτής της εποχής (Πρωσία, Ρωσική Αυτοκρατορία και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία). Ο Λένιν υποστήριξε τη θέση του Μαρξ και του Ένγκελς:
«Κι’ από τότε [1849], ως το θάνατο του Μαρξ, ακόμη κι’ αργότερα, ως το 1890, όταν απειλούνταν ένας αντιδραστικός πόλεμος του τσαρισμού σε συμμαχία με τη Γαλλία ενάντια στη μη ιμπεριαλιστική, αλλά εθνικά ανεξάρτητη Γερμανία, ο Ένγκελς ήταν πρώτ’ απόλα και περισσότερο απόλα υπέρ της πάλης ενάντια στον τσαρισμό. Γι’ αυτό, και μόνο γι’ αυτό, ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν ενάντια στο εθνικό κίνημα των τσέχων και των νότιων σλάβων. Η απλή γνωριμία με όσα έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς το 1848-1849 θα δείξει στον καθένα που ενδιαφέρεται για το μαρξισμό και όχι για να τον ξεφορτωθεί ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς αντιπαράθεταν τότε άμεσα και κατηγορηματικά “ολόκληρους αντιδραστικούς λαούς” που αποτελούσαν “προχωρημένα φυλάκια της Ρωσίας” στην Ευρώπη, στους “επαναστατικούς λαούς”, όπως ήταν οι γερμανοί, οι πολωνοί και οι ούγγροι. Αυτό είναι γεγονός. Και το γεγονός αυτό τονίστηκε τότε αναμφισβήτητα σωστά: το 1848 οι επαναστατικοί λαοί πολεμούσαν για την ελευθερία που κύριος εχθρός της ήταν ο τσαρισμός, ενώ οι τσέχοι κτλ. ήταν πραγματικά αντιδραστικοί λαοί, προχωρημένα φυλάκια του τσαρισμού».
«Τα Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση», Ιούλιος 1916 (Άπαντα Λένιν, Τόμος 30, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986)
Το άρθρο του συντρόφου Seymour αγνοεί την εξέλιξη στη σκέψη του Μαρξ και του Ένγκελς σχετικά με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες όταν, στην πραγματικότητα, ο συλλογισμός τους είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τους εθνικούς αγώνες στην Ινδία (Η Ανταρσία των Σεπόι, 1857) και την Ιρλανδία (Η Εξέγερση των Φενιανών, 1867) και από άλλους. Η εμπειρία τους είχε διδάξει ότι, μακριά από το να διαλυθεί με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, το εθνικό ζήτημα έγινε ακόμα πιο εκρηκτικό, εξελισσόμενο έτσι σε έναν πιθανό μοχλό για επανάσταση. Το άρθρο στο Workers Vanguard αγνοεί αυτή την εξέλιξη με την υπεράσπιση ενός καταπιεστικού σοβινιστικού πλαισίου. Για παράδειγμα, η ιρλανδική απελευθέρωση παρουσιάζεται ως η κινητήρια δύναμη, αποκλειστικά για την αγγλική επανάσταση. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πάλεψαν για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας ως αυτοσκοπό, και συνδεόντουσαν με στενές πολιτικές σχέσεις με τους Φενιανούς. Ο Μαρξ έγραψε στον Ένγκελς (30 Νοεμβρίου 1867):
«Εκείνο που χρειάζεται στους Ιρλανδούς είναι:
«1. Η αυτονομία και η ανεξαρτησία απέναντι στην Αγγλία.
«2. Η αγροτική επανάσταση. Οι Άγγλοι, με την καλύτερη δυνατή θέληση, δεν μπορούν να την πραγματοποιήσουν για λογαριασμό τους, μπορούν όμως να τους δώσουν τα νόμιμα μέσα για να την πραγματοποιήσουν.
«3. Προστατευτικά δικαιώματα ενάντια στην Αγγλία. Απ’ το 1783 ως το 1801 όλοι οι κλάδοι της ιρλανδικής βιομηχανίας ευημερούσαν. Η Ένωση που κατάργησε τα προστατευτικά δικαιώματα που είχαν άλλοτε εφαρμοστεί απ’ το ιρλανδικό Κοινοβούλιο, αποδιοργάνωσε κάθε βιομηχανική δραστηριότητα στην Ιρλανδία».
Άπαντα Ένγκελς, Τόμος 5, Αλληλογραφία Fr. Engels – K. Marx, Μέρος Β’ 1861-1869, Εκδόσεις: Μπάυρον, Αθήνα 1975
Ο προσανατολισμός του Μαρξ και του Ένγκελς προς τους αγώνες του ιρλανδικού εργαζόμενου λαού αντικατόπτρισε την ιδέα τους εκείνη την περίοδο ότι οι άνθρωποι στην Ιρλανδία «είναι πιο επαναστατικοί και πιο εξοργισμένοι απ’ ότι στην Αγγλία» («Το Γενικό Συμβούλιο Προς το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο της Λατινογενούς Ελβετίας», 1 Ιανουαρίου 1870, [δική μας μετάφραση]). Πάλεψαν σθεναρά για να οργανώσουν ένα ιρλανδικό τμήμα της Πρώτης Διεθνούς και για να υπερασπιστούν τους Φενιανούς μέσα στην αγγλική εργατική τάξη.
Ο Λένιν εξήγησε ότι στην εποχή του Μαρξ, την προϊμπεριαλιστική περίοδο, «κατά πρώτο λόγο, [ήταν η πάλη] “ενάντια στον τσαρισμό” (κι’ ενάντια στα εθνικά κινήματα ορισμένων μικρών εθνών που χρησιμοποιούνταν απ’ αυτόν προς την αντιδημοκρατική κατεύθυνση), και υπέρ των επαναστατικών μεγάλων εθνών και λαών της Δύσης». Ο Λένιν πήγε ένα βήμα παραπέρα, εξηγώντας ότι στην εποχή του ιμπεριαλισμού:
«Είναι φανερό και αναμφισβήτητο ότι ο τσαρισμός έπαψε να είναι το κύριο φρούριο της αντίδρασης, πρώτο, γιατί τον υποστηρίζει το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, κυρίως της Γαλλίας, δεύτερο, λόγω του 1905.... Τώρα έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα μιας χούφτας (5-6 τον αριθμό) “μεγάλων” ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων, που η καθεμιά τους καταπιέζει ξένα έθνη.... Τώρα η συμμαχία του τσαρικού ιμπεριαλισμού με τον προχωρημένο καπιταλιστικό, ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, συμμαχία που έχει στη βάση της τη γενική καταπίεση μιας σειράς εθνών απομέρους τους, αντιτίθεται στο σοσιαλιστικό προλεταριάτο που είναι διασπασμένο σε σωβινιστικό, “σοσιαλιμπεριαλιστικό” και σε επαναστατικό».
«Τα Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση», (Άπαντα Λένιν, Τόμος 30, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986)
Αντίθετα με αυτά που ισχυρίζονται τα άρθρα στο Workers Vanguard, εκεί πραγματικά υπάρχει ένα ξεκάθαρο Μαρξιστικό πρόγραμμα για το εθνικό ζήτημα, το οποίο είναι το Μπολσεβίκικο πρόγραμμα που αναπτύχθηκε από τον Λένιν από τα τέλη του 1912 μέχρι και το 1916:
«Πλήρη ισοτιμία των εθνών, δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, συγχώνευση των εργατών όλων των εθνών – αυτό το εθνικό πρόγραμμα διδάσκει στους εργάτες ο μαρξισμός, το διδάσκει η πείρα όλου του κόσμου και η πείρα της Ρωσίας».
«Για το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών», Φεβρουάριος-Μάιος 1914 (Άπαντα Λένιν, Τόμος 25, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987)
Απορρίπτουμε τον ισχυρισμό σε αυτά τα άρθρα ότι το εθνικό ζήτημα έχει «έναν πολύ πιο συγκυριακό χαρακτήρα ιστορικά και ότι εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις αλλαγές στις εμπειρικές καταστάσεις». Όταν ο κόσμος αλλάζει σημαντικά, το Μαρξιστικό πρόγραμμα πρέπει επίσης να υποστεί αλλαγές για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα∙ αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόγραμμα είναι «συγκυριακό», αλλά ότι είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη «η συγκεκριμένη αλλαγή στην εφαρμογή των ίδιων σοσιαλιστικών αρχών» (Λένιν). Αναφορικά με το πρόγραμμα για το εθνικό ζήτημα, οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν, όλοι μοιραζόντουσαν την ίδια στοιχειώδη σοσιαλιστική αρχή, ότι «δεν μπορεί να είναι ελεύθερος ένας λαός που καταπιέζει άλλους λαούς».
Το άρθρο στο Workers Vanguard, τεύχη 123 και 125, υπερασπίζεται τη θέση, η οποία είναι σωστή από μόνη της, ότι δεν υπάρχουν «αντιδραστικοί» και «προοδευτικοί» λαοί, αλλά αυτό χρησιμοποιείται για να θολώσει τη διαφορά μεταξύ των καταπιεζόμενων εθνών και των εθνών που καταπιέζουν. Όπως σε αυτό το άρθρο έτσι και στο «Λένιν Εναντίον Λούξεμπουργκ στο Εθνικό Ζήτημα», (Workers Vanguard τεύχος 150) γίνεται κατάχρηση του κύρους των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν με σκοπό να υπερασπιστεί μια θέση αδιαφορίας για την πάλη για την εθνική απελευθέρωση:
«Η απουσία παρατεταμένης προλεταριακής επαναστατικής πάλης στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και η συνεχιζόμενη ηγεμονία σε αυτές από ρεφορμιστικά κόμματα έχουν οδηγήσει σε διαδεδομένη υποστήριξη του μικροαστικού εθνικισμού μέσα στην αριστερά. Ομάδες όπως η Παλαιστινιακή Απελευθερωτική Οργάνωση, το MPLA, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός και η βασκική ΕΤΑ θεωρούνται από πολλούς αριστερούς, συμπεριλαμβανομένων και πιθανών Μαρξιστών, μεταξύ των πρωτοποριακών επαναστατικών δυνάμεων της εποχής μας.
«Ως τμήμα της πάλης της διεθνούς Σπαρτακιστικής τάσης ενάντια στις εθνικιστικές αποκλίσεις υπερβολικές στη σύγχρονη αριστερά, τον προηγούμενο χρόνο δημοσιεύσαμε ένα άρθρο σε δύο μέρη αναλύοντας την εξέλιξη της Μαρξιστικής θέσης για το εθνικό ζήτημα, από τη γενική ιδέα των “προοδευτικών εθνών” του 1848 μέχρι τη Λενινιστική αρχή του “δικαιώματος της αυτοδιάθεσης”».
Ενώ είναι σωστό να παλεύουμε ενάντια στον οπορτουνισμό της αριστεράς η οποία ακολουθεί εθνικιστικές μικροαστικές δυνάμεις, το να το χρησιμοποιούμε ως κάλυψη για την υποτίμηση των δίκαιων επιδιώξεων ενός λαού που θέλει να διαχωριστεί από ένα έθνος το οποίο το κρατάει με τη βία, μας τοποθετεί στη λάθος πλευρά της θέσης μεταξύ μιας επαναστατικής οργάνωσης και μιας σοσιαλσοβινιστικής. Αυτά τα άρθρα δεν εξέφρασαν καμία αλληλεγγύη προς τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, πολύ λιγότερο για το δικαίωμα των καταπιεζόμενων εθνών να ξεφύγουν από την εθνική τους καταπίεση. Αυτό αποτέλεσε μία ολοκληρωτική απόρριψη του διεθνισμού.
Τo άρθρo στο Workers Vanguard, τεύχη 123 και 125, εισήγαγε μία λανθασμένη διχοτόμηση μεταξύ της απλής «προάσπισης της ανεξαρτησίας» (Λένιν) και της «υλοποίησης στην πραγματικότητα» (Μαρξ): «Για τον Λένιν, το ζήτημα για το εάν η ανεξαρτησία θα πραγματοποιούνταν ή όχι δεν αποτελούσε ένα θεμελιώδες ζήτημα, ήταν δευτερεύον». Αυτή η λανθασμένη αντίθεση υπηρέτησε ως κάλυψη για την ξεκάθαρη εναντίωσή μας προς την ανεξαρτησία του Κεμπέκ, απορρίπτοντας ουσιαστικά το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Αυτό ξεκάθαρα τίθεται ενάντια στα γραπτά του Λένιν σχετικά με την Εξέγερση του Πάσχα στο Δουβλίνο το 1916 και τον αποχωρισμό της Νορβηγίας το 1905:
«…το παράδειγμα αυτό [της Νορβηγίας] αποδείχνει έμπρακτα ότι οι συνειδητοί εργάτες έχουν την υποχρέωση να κάνουν συστηματική προπαγάνδα και προετοιμασία, έτσι που οι πιθανές συγκρούσεις που μπορεί να προκαλέσει ο αποχωρισμός των εθνών να λύνονται μονάχα έτσι, όπως λύθηκαν το 1905 ανάμεσα στη Νορβηγία και τη Σουηδία και όχι με το “ρωσικό τρόπο”».
«Για το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών», (Άπαντα Λένιν, Τόμος 25, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987)
Αυτά όσον αφορά την υποτιθέμενη αδιαφορία του Λένιν για το ζήτημα της ανεξαρτησίας.
Ο Λένιν διεξήγε μία πάλη ενάντια στους συνηγόρους του ιμπεριαλιστικού οικονομισμού, συμπεριλαμβανομένων και των Πολωνών σοσιαλδημοκρατών, που υποστήριξαν ότι «η αυτοδιάθεση στον καπιταλισμό είναι ανέφικτη, στο σοσιαλισμό περιττή» («Σχετικά με τη Γελοιογραφία του Μαρξισμού και τον “Ιμπεριαλιστικό Οικονομισμό”» 1916, Άπαντα Λένιν, Τόμος 30, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986). Το άρθρο στο Workers Vanguard, τεύχη 123 και 125, υπονομεύει τις πολεμικές από θέση αρχής του Λένιν ενάντια στη Λούξεμπουργκ, ισχυριζόμενο λανθασμένα ότι όπως και η Λούξεμπουργκ «ήταν αντίθετος στον φεντεραλισμό, και υπέρ της περιορισμένης τοπικής αυτονομίας για τα μειονοτικά έθνη σε ένα ενιαίο κράτος» (δική μας έμφαση). Επιπλέον, το άρθρο υποστηρίζει την αφομοίωση των καταπιεζόμενων εθνών από τους καταπιεστές μέσα στον ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό: «Ενώ προασπίζουμε την ισοτιμία των γλωσσών και τα σχετικά δημοκρατικά δικαιώματα, εργαζόμαστε για τη σταδιακή, οργανική αφομοίωση των διαφόρων εθνικοτήτων που συνθέτουν την εργατική τάξη».
Το άρθρο «Λένιν Εναντίον Λούξεμπουργκ στο Εθνικό Ζήτημα» υπονοεί ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν ισχύει μετά την προλεταριακή επανάσταση: «Το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, όπως και κάθε άλλο αστικοδημοκρατικό δικαίωμα, μπορεί να αντικατασταθεί μόνο όταν η προλεταριακή ταξική εξουσία και η δημοκρατία της αντικαταστήσει την αστική δημοκρατία». Αυτή δεν ήταν η θέση του Λένιν αλλά των αντιπάλων του όπως του Μπουχάριν και του Πιατακόφ που υποστήριξαν την «προλεταριακή αυτοδιάθεση». Αυτή η θέση ηττήθηκε σε μία συζήτηση το 1919 σχετικά με το ρωσικό κομματικό πρόγραμμα, όταν το ζήτημα τέθηκε συγκεκριμένα υπό τη σοβιετική εξουσία. Το πρόγραμμα αυτό όχι μόνο ισχυρίστηκε «την ολοκληρωτική απελευθέρωση των εθνών που είναι αποικίες και των άλλων που βρίσκονται σε κατάσταση καταπίεσης ή ανισοτιμίας με την παροχή σ’ αυτά της ελευθερίας αποχωρισμού» αλλά επίσης έδωσε έμφαση στο ότι «Απομέρους των εργατών εκείνων των εθνών που στον καπιταλισμό καταπίεζαν, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή απέναντι στο εθνικό αίσθημα των καταπιεζόμενων εθνών… χρειάζεται βοήθεια όχι μόνο για να επικρατήσει πραγματική ισοτιμία, αλλά και για να αναπτυχθεί η γλώσσα, η φιλολογία των εργαζόμενων μαζών των καταπιεζόμενων πριν εθνών και να εξαφανιστούν όλα τα ίχνη της δυσπιστίας και της αποξένωσης που κληρονομήθηκαν από την εποχή του καπιταλισμού» («Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΡ [μπ]», Άπαντα Λένιν, Τόμος 38, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988). Η τελευταία μάχη του Λένιν διεξήχθη ενάντια στον μεγαλορωσικό σοβινιστικό εκφοβισμό των Γεωργιανών κομμουνιστών από τον Στάλιν και τον Ορτζονικίτζε.
Ο Λένιν επέμενε ότι οι εθνικοί διαχωρισμοί θα εξαφανίζονταν ολοκληρωτικά μόνο σε ένα κομμουνιστικό μέλλον:
«Μετασχηματίζοντας τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό, το προλεταριάτο δημιουργεί τη δυνατότητα να εξαλειφθεί πέρα για πέρα η εθνική καταπίεση∙ η δυνατότητα αυτή θα μετατραπεί σε πραγματικότητα “μόνο” – “μόνο”! – όταν θα εφαρμοστεί στο ακέραιο η δημοκρατία σ’ όλους τους τομείς, ίσαμε τον καθορισμό των συνόρων του κράτους σύμφωνα με τις “συμπάθειες” του πληθυσμού, ίσαμε την πλήρη ελευθερία του αποχωρισμού. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα πραγματοποιηθεί με τη σειρά της στην πράξη η απόλυτη εξάλειψη και των παραμικρότερων εθνικών προστριβών και της ελάχιστης εθνικής δυσπιστίας, θα δημιουργηθεί μια γρήγορη προσέγγιση και συγχώνευση των εθνών, που θα ολοκληρωθεί με την απονέκρωση του κράτους».
«Τα Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση», (Άπαντα Λένιν, Τόμος 30, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986)
Εν τέλει, το άρθρο «Λένιν Εναντίον Λούξεμπουργκ στο Εθνικό Ζήτημα» λανθασμένα ισχυρίζεται σχετικά με την Λούξεμπουργκ ότι: «Απέρριψε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και οποιαδήποτε άλλη γενική αρχή». Και η Λούξεμπουργκ και ο Λένιν σθεναρά απαίτησαν οι ιμπεριαλιστές να φύγουν από τις αποικίες, αλλά ο Λένιν επέμενε ότι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση ισχύει επίσης για την Ευρώπη. Το ζήτημα τέθηκε ξεκάθαρα από τον Λένιν σε μία πολεμική ενάντια στην Λούξεμπουργκ για το εθνικό ζήτημα: «Μπορούμε Άραγε Σ’ αυτό το Ζήτημα να Αντιπαραθέσουμε τις Αποικίες στην “Ευρώπη”;» Η απάντηση του Λένιν ήταν ένα ηχηρό «όχι» («Τα Αποτελέσματα της Συζήτησης για την Αυτοδιάθεση», όπως παραπάνω). Η εσκεμμένη αγνόηση στην επιμονή του Λένιν ότι ήταν το ίδιο απαραίτητη η καταπολέμηση της εθνικής καταπίεσης στην Ευρώπη, πήγαινε χέρι-χέρι με τις ξεδιάντροπες εκδηλώσεις σοβινισμού στη ΔΚΕ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές όταν τέθηκε το ζήτημα για την εφαρμογή της αυτοδιάθεσης σε καταπιεζόμενους λευκούς σε οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης: Στο Κεμπέκ, στην Καταλονία, στη Χώρα των Βάσκων.
Συνθηκολόγηση με τη Νέα Αριστερά
Ενώ ισχυρίζονταν ότι έκαναν πολεμική ενάντια στη Νέα Αριστερά για τη συνθηκολόγησή της με τον μικροαστικό εθνικισμό, τα δύο άρθρα του Workers Vanguard από το 1976 και 1977 στην πραγματικότητα ήταν σε συμφωνία με τις παραμορφώσεις και με τις συκοφαντίες της Νέας Αριστεράς για τον Μαρξισμό. Τότε, ήταν συνηθισμένο σ’ αυτό τον χώρο να λέγεται ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν ρατσιστές που υποστήριζαν τη γενοκτονία και ότι ήταν Γερμανοί και Ευρωπαίοι σοβινιστές των μεγάλων δυνάμεων. Εν τούτοις, στο βαθμό που ο σύντροφος Seymour παραδέχτηκε ότι οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν ένα πρόγραμμα για το εθνικό ζήτημα, αυτό είναι το πρόγραμμα Deutschland über alles:
«Από το 1848 και έπειτα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν συχνά κατηγορηθεί από τους αντιπάλους τους μέσα στην αριστερά ότι ήταν Γερμανοί σοβινιστές. Το αρνήθηκαν, υποστηρίζοντας ότι η θέση τους για την ενοποίηση της Γερμανίας ήταν αντικειμενική, και ότι δεν αντανακλούσε υποκειμενική εθνικιστική προκατάληψη.... Ωστόσο, ήταν μόλις το 1870 που είχαν την ευκαιρία να αποδείξουν ευαπόδεικτα ότι δεν ήταν Γερμανοί σοβινιστές».
Workers Vanguard τεύχος 123
Η θέση του Μαρξ για την απελευθέρωση της Πολωνίας έχει περιοριστεί στη δημιουργία «ενός δημοκρατικού αναχώματος ενάντια στην τσαρική Ρωσία», ενώ η Πρωσία ήταν απασχολημένη στο να επανασχεδιάζει τα σύνορά της στο Ostfront [Ανατολικό Μέτωπο]. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ είδε την επανένωση της Πολωνίας ως την κινητήρια δύναμη για τον ανασχεδιασμό αυτών των συνόρων σε κόστος των Χοεντσόλερν, των Αψβούργων όπως και των Ρομανόφ. Όπως είπαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς σε μία συνάντηση για τον εορτασμό της 12ης επετείου της πολωνικής εξέγερσης του 1863-64:
«Ο διαμελισμός της Πολωνίας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο των τριών μεγάλων μιλιταριστικών δεσποτισμών: της Ρωσίας, της Πρωσίας και της Αυστρίας. Μόνο η ανασύσταση της Πολωνίας μπορεί να σπάσει αυτό το δεσμό και έτσι να αφαιρέσει το μεγαλύτερο εμπόδιο της κοινωνικής απελευθέρωσης των λαών της Ευρώπης».
«Για την Πολωνία», 24 Μαρτίου 1875 [δική μας μετάφραση]
Στην προσπάθεια να δικαιολογήσει την εικόνα του Μαρξ και του Ένγκελς ως Γερμανών ρεβανσιστών, το άρθρο προσδίδει σε αυτούς έναν αντικειμενισμό στην αντίληψή τους για την επανάσταση του 1848. Το άρθρο προσπαθεί να μειώσει την ήττα της επανάστασης σε ένα απλό ζήτημα «αντικειμενικής οικονομικής καθυστέρησης»:
«Ως ένα αποτέλεσμα της ήττας της ριζοσπαστικής δημοκρατίας στις επαναστάσεις του 1848, ο Μαρξ ουσιαστικά τροποποίησε το πρόγραμμά του. Έριξε το φταίξιμο για την ήττα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας και της προλεταριακής πρωτοπορίας στην αντικειμενική οικονομική καθυστέρηση, όχι μόνο στη Γερμανία και την Αυστρία, αλλά επίσης και στη Γαλλία. Επομένως, ο κλασσικός Μαρξισμός έπειτα από το 1848 έδωσε έντονη προγραμματική έμφαση στη δημιουργία αντικειμενικών συνθηκών που θα έδιναν τη δυνατότητα στο προλεταριάτο να πάρει την εξουσία». [Δική μας μετάφραση]
Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατέστησαν την αστική τάξη και τους μικροαστικούς συμμάχους της υπεύθυνους για την ήττα της επανάστασης του 1848. Στην «Προσφώνηση της Κεντρικής Αρχής στην Ένωση των Κομμουνιστών» (Μάρτιος 1850) είπαν:
«Από το 1848 κιόλας, αδέλφια, σας είπαμε ότι οι Γερμανοί φιλελεύθεροι αστοί θα έρχονταν σε λίγο στην εξουσία και ότι τη νεοκατακτημένη εξουσία τους θα την έστρεφαν αμέσως ενάντια στους εργάτες. Είδατε πώς εκπληρώθηκε αυτό. Πραγματικά ήταν οι αστοί, που ύστερα από το κίνημα του Μάρτη του 1848, κατέλαβαν αμέσως την κρατική εξουσία και χρησιμοποίησαν αυτή την εξουσία για ν΄ απωθήσουν αμέσως τους εργάτες, τους συμμάχους τους στον αγώνα, πίσω στην προηγούμενη κατάσταση καταπίεσης». [Δική μας μετάφραση]
Οι Μαρξ και Ένγκελς επέμεναν ότι οι εργάτες έπρεπε να διατηρήσουν τα δικά τους ταξικά συμφέροντα με το να παλέψουν στη βάση της ταξικής ανεξαρτησίας ενάντια στην αστική τάξη και στα μικροαστικά δεκανίκια τους:
«Αν οι Γερμανοί εργάτες δεν μπορούν να καταλάβουν την εξουσία και να πετύχουν τα ταξικά τους συμφέροντα, χωρίς να περάσουν από μια μακρόχρονη επαναστατική εξέλιξη, τουλάχιστον αυτή τη φορά ξέρουν με βεβαιότητα ότι η πρώτη πράξη αυτού του επικείμενου επαναστατικού δράματος θα συμπίπτει με την άμεση νίκη της δικής τους τάξης στη Γαλλία και θα επιταχυνθεί πολύ από αυτή.
Μα οι ίδιοι πρέπει να συντελέσουν περισσότερο απ΄ όλα στην τελική νίκη τους, με το να ξεκαθαρίσουν στον εαυτό τους ποια είναι τα ταξικά τους συμφέροντα, με το να πάρουν θέση ως ένα ανεξάρτητο κόμμα όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, με το να μην επιτρέψουν στον εαυτό τους να παραπλανηθούν ούτε στιγμή από τα υποκριτικά λόγια των δημοκρατών μικροαστών στο να απέχουν από την οργάνωση του ανεξάρτητου κόμματος του προλεταριάτου. Η πολεμική τους κραυγή πρέπει να είναι: Διαρκής Επανάσταση». [Δική μας μετάφραση]
Γλωσσικοί Νόμοι
Ουσιαστικά, το σοβινιστικό προγραμματικό μας πλαίσιο για το εθνικό ζήτημα σήμαινε ένα πρόγραμμα βίαιης αφομοίωσης των καταπιεζόμενων εθνών. Αυτό το πρόγραμμα είχε ενσωματωθεί στην υπεράσπισή μας για τα προνόμια των γλωσσών των εθνών που καταπιέζουν και στην εναντίωσή μας για τους νόμους σε σχέση με τη γλώσσα στο Κεμπέκ και στην Καταλονία. Αυτό το συνέδριο επαναβεβαιώνει ότι η ισοτιμία των γλωσσών έγκειται στην πάλη ενάντια στα προνόμια της κυρίαρχης γλώσσας.
Παλεύουμε για την ανεξαρτησία του Κεμπέκ. Στην απουσία ανεξαρτησίας, η οργάνωσή μας έπρεπε να υποστηρίξει τους γλωσσικούς νόμους στο Κεμπέκ (όπως και στην Καταλονία, όπου η κατάσταση είναι ποιοτικά παρόμοια), επειδή αποτελούν αμυντικά μέτρα ουσιώδη για την ίδια την ύπαρξη του καταπιεζόμενου έθνους. Παρότι έχει μία ποιότητα συμβιβασμού έναντι στην πάλη για ανεξαρτησία, θα έπρεπε να είχαμε υποστηρίξει αυτή την μερική έκφραση αυτοδιάθεσης, σε υπεράσπιση της γαλλικής γλώσσας στο Κεμπέκ. Η πάλη ενάντια στα προνόμια για την αγγλική γλώσσα στο Κεμπέκ αποτελεί μια επέκταση της πάλης του Λένιν για την ισοτιμία των γλωσσών:
«Το εθνικό πρόγραμμα της εργατικής δημοκρατίας είναι: κανένα απολύτως προνόμιο σε κανένα έθνος, σε καμιά γλώσσα∙ λύση του ζητήματος της πολιτικής αυτοδιάθεσης των εθνών, δηλαδή του κρατικού αποχωρισμού τους, με απόλυτα ελεύθερο, δημοκρατικό τρόπο∙ έκδοση ενός νόμου που να ισχύει για όλη την επικράτεια, που να ορίζει ότι κάθε μέτρο (των ζέμστβο, των δήμων, των κοινοτήτων κτλ.) που καθιερώνει σ’ οποιοδήποτε ζήτημα προνόμιο για ένα από τα έθνη και παραβιάζει την ισοτιμία των εθνών ή τα δικαιώματα της εθνικής μειονότητας είναι παράνομο και άκυρο και ότι κάθε πολίτης του κράτους έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την κατάργηση ενός τέτιου μέτρου σαν αντισυνταγματικού και την ποινική δίωξη εκείνων που θα το εφάρμοζαν».
«Οι Φιλελεύθεροι και οι Δημοκράτες στο Ζήτημα των Γλωσσών», Σεπτέμβριος 1913 (Άπαντα Λένιν, Τόμος 23, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986)
Από τότε που ηττήθηκαν οι Γάλλοι στα Πεδία του Αβραάμ [1759], τα αγγλικά έχουν επιβληθεί στο Κεμπέκ με ξεκάθαρο στόχο την αφομοίωση. Επίσημα, ο Νόμος 101 εγκαθιδρύει τα γαλλικά ως τη μοναδική επίσημη γλώσσα της κυβέρνησης, των υπηρεσιών και των μεγάλων εταιρειών. Δηλώνει ότι όλα τα παιδιά στο Κεμπέκ πρέπει να πάνε σε γαλλόφωνα σχολεία – εκτός από τους αγγλόφωνους από το Κεμπέκ και… όλους τους αγγλόφωνους από τις υπόλοιπες επαρχίες. Στην πραγματικότητα, τα αγγλόφωνα προνόμια δεν έχουν ποτέ επηρεαστεί: σε πολλά νοσοκομεία και στο Πανεπιστήμιο της ελίτ McGill ακόμα μιλάνε αγγλικά, τα αγγλικά παραμένουν η γλώσσα των επιχειρήσεων, πολλές υπηρεσίες και μαγαζιά μιλάνε στους πελάτες αποκλειστικά στα αγγλικά. Εν συντομία, είναι πιθανό κάποιος να περάσει τη ζωή του… στα αγγλικά! Ανεξάρτητα από το Νόμο 101, τα αγγλικά παραμένουν ως η γλώσσα της κυριαρχίας και της καταπίεσης στο Κεμπέκ.
Ο γαλλο-αγγλικός διαχωρισμός στο σχολικό σύστημα του Κεμπέκ πυροδότησε δικαιολογημένους αγώνες για την υπεράσπιση της γαλλικής γλώσσας στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Με σκοπό να δώσουν στα παιδιά τους μία καλύτερη ευκαιρία για κοινωνική άνοδο, εξαιτίας της αξιοθρήνητης θέσης της γαλλικής γλώσσας, οι μετανάστες προτιμούσαν τα παιδιά τους να εκπαιδεύονται στην προνομιούχα γλώσσα, τα αγγλικά. Η γλώσσα της εκπαίδευσης υπήρξε το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα την περίοδο εκείνη, διότι οι γαλλόφωνοι κατάλαβαν ότι θα γινόντουσαν μειονότητα στην δική τους επαρχία εάν οι μετανάστες δεν ενσωματώνονταν στη γαλλόφωνη κοινωνία. Η υπεράσπιση ενός συστήματος εκπαίδευσης που θα επιτρέπει στους μετανάστες την «ελεύθερη επιλογή» των αγγλικών ή των γαλλικών ως τη γλώσσα της εκπαίδευσης για τα παιδιά τους είναι, στο Κεμπέκ, μία υπεράσπιση της προνομιούχας γλώσσας: των αγγλικών.
Η αγγλο-καναδική αφρόκρεμα είχε ως συνειδητή πολιτική να φέρει στο Κεμπέκ ένα σταθερό ρεύμα μη γαλλόφωνων μεταναστών με σκοπό να βυθίσουν τον γαλλόφωνο πληθυσμό σε μία θάλασσα αγγλόφωνων. Όπως είμαστε αντίθετοι στο κάλεσμα για «ανοιχτά σύνορα», είμαστε αντίθετοι και προς αυτή την αντιδραστική πολιτική που επίσης παραβιάζει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Είμαστε υπέρ της ενσωμάτωσης των μεταναστών στο Κεμπέκ μέσα από την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας. Όπως και με τα αγγλικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, απαιτούμε δωρεάν, ποιοτικά δίγλωσσα προγράμματα ως μία λογική μέθοδο ώστε να βοηθήσει τους μετανάστες φοιτητές να πραγματοποιήσουν τη μετάβασή τους από τη μητρική τους γλώσσα στα γαλλικά. Οι μετανάστες που φεύγουν από τη χώρα τους για να εγκατασταθούν μόνιμα σε μία πιο ανεπτυγμένη χώρα, γενικά δέχονται την πραγματικότητα της αφομοίωσης σε αυτή την κοινωνία, εάν τους επιτραπεί. Η φύση αυτού του πληθυσμού δεν είναι η ίδια όπως αυτή ενός καταπιεζόμενου έθνους σε ένα πολυεθνικό κράτος, διότι οι μετανάστες δεν αποτελούν ένα έθνος. Τα καταπιεζόμενα έθνη πασχίζουν να υπάρξουν ως ξεχωριστά έθνη, παλεύοντας ενάντια στην αφομοίωση. Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να εφαρμόσουμε το Λενινιστικό πρόγραμμα για την ισοτιμία των γλωσσών.
Όταν η καναδική αστική τάξη επιβάλλει διγλωσσία, δεν επιδιώκει να «σώσει» τα γαλλικά και να υπερασπίσει την ισοτιμία των γλωσσών (όπως παρουσιάστηκε στο Spartacist Canada)∙ αλλά να επιβάλλει την αγγλική γλώσσα στους γαλλόφωνους. Με αυτή την πολιτική περιμένουν από τους γαλλόφωνους να μιλάνε αγγλικά, αλλά για τους αγγλόφωνους η διγλωσσία σταματάει στις ετικέτες των «βάζων με τουρσί». Εναντιωνόμαστε στην «επίσημη» διγλωσσία στο Κεμπέκ, όπου αποτελεί ένα εργαλείο για τη βίαιη ενσωμάτωση του έθνους του Κεμπέκ. Για παρόμοιους λόγους, ο Λένιν ήταν αντίθετος στο να επιβάλλεται στις εθνικές μειονότητες να μάθουν τη ρωσική γλώσσα. Κάτω η Πολυπολιτισμικότητα του Τριντό.*
Για να υποστηρίξει την εναντίωσή του στο Νόμο 101, το Spartacist Canada διαστρέβλωσε τον Λένιν, μετατρέποντάς τον σε υπερασπιστή της διγλωσσίας του Τριντό, δηλαδή σε καταπιεστή εθνικής και γλωσσικής καταπίεσης. Εδώ είναι ένα από τα κλασικά αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν από το SC για να καταδικάσουν αυτή την υπερασπίσιμη νομοθεσία:
«Να γιατί οι ρώσοι μαρξιστές λένε ότι είναι απαραίτητο: να μην υπάρχει καμιά υποχρεωτική κρατική γλώσσα και ταυτόχρονα να εξασφαλιστούν για τον πληθυσμό σχολειά όπου η διδασκαλία θα γίνεται σ’ όλες τις τοπικές γλώσσες και να καταχωρηθεί στο Σύνταγμα ένας βασικός νόμος που να κηρύσσει απαράδεκτα οποιαδήποτε προνόμια ενός από τα έθνη και οποιεσδήποτε παραβιάσεις των δικαιωμάτων της εθνικής μειονότητας».
«Χρειάζεται Άραγε Μια Υποχρεωτική Κρατική Γλώσσα;», Ιανουάριος 1914 (Άπαντα Λένιν, Τόμος 24, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986)
Στο παραπάνω απόσπασμα, ο Λένιν επιβεβαιώνει την εναντίωσή του για τη βίαιη επιβολή της επίσημης γλώσσας – της ρωσικής, της γλώσσας του καταπιεστή. Αυτό διακρίνεται ξεκάθαρα στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Τι σημαίνει υποχρεωτική κρατική γλώσσα; Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα των μεγαλωρώσων, που αποτελούν τη μειοψηφία του πληθυσμού της Ρωσίας, είναι υποχρεωτική για όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό της Ρωσίας. Σε κάθε σχολειό η διδασκαλία της κρατικής γλώσσας πρέπει να είναι υποχρεωτική. Όλες οι υποθέσεις με το Δημόσιο πρέπει να γίνονται υποχρεωτικά στην κρατική γλώσσα κι’ όχι στη γλώσσα του ντόπιου πληθυσμού». (Όπως παραπάνω)
Για το SC είναι ανάποδα: η ρωσική γλώσσα στην τσαρική αυτοκρατορία συγκρίνεται με τη γαλλική γλώσσα στο Μόντρεαλ. Η γλώσσα των καταπιεζόμενων γίνεται η γλώσσα των καταπιεστών!
Με τον ισχυρισμό ότι είμαστε αντίθετοι στη «βία» από κάθε κράτος γενικά, στην πραγματικότητα το πρόγραμμά μας υπερασπίστηκε τη γλωσσική καταπίεση του λαού του Κεμπέκ από το καναδικό κράτος. Στο Spartacist Canada τεύχος 2 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1975) γράψαμε:
«Τον μοναδικό όρο που προσθέτει ο Λένιν είναι ότι μια τέτοια αφομοίωση των εθνών δεν πρέπει να “βασίζεται στη βία ή σε προνόμια....”
«Αυτή η αρχή έχει εφαρμογή σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Η αναγνώριση και των γαλλικών και των αγγλικών ως ισότιμες γλώσσες στο χώρο εργασίας και στο σχολείο, με πρόνοια για να εξυπηρετούνται οι μετανάστες που δεν μιλούν μήτε γαλλικά μήτε αγγλικά, είναι κάτι για το οποίο πρέπει να παλέψουμε στον καπιταλισμό και τελικά να πραγματοποιήσουμε κάτω από μία εργατική κυβέρνηση».
Το 1975, το SC κάλεσε τους εργάτες του Κεμπέκ να παλέψουν για την αγγλική γλώσσα των ίδιων αφεντικών που τους ούρλιαζαν κατάμουτρα να «μιλάνε τη γλώσσα των λευκών!» Την ίδια στιγμή, απέκλειε το ότι ο λαός του Κεμπέκ παλεύει για να υπερασπιστεί την ύπαρξή του με το Νόμο 101. Για το SC το «πρόβλημα» ήταν ότι ο λαός του Κεμπέκ χρησιμοποίησε τη «βία» του Νόμου 101 για να αποτρέψει τους Άγγλους από το να εξασκούν το «δικαίωμά» τους να καταπιέζουν. Από την πλευρά του, ο Λένιν υποστήριξε τη χρησιμοποίηση της βίας από τους καταπιεζόμενους για να υπερασπίσουν την ύπαρξή τους:
«Λέγοντας “αμυντικό” πόλεμο, οι σοσιαλιστές εννοούσαν πάντα έναν πόλεμο “δίκαιο” μ’ αυτή την έννοια (όπως εκφράστηκε κάποτε ο Β. Λήμπκνεχτ). Μόνο μ’ αυτή την έννοια οι σοσιαλιστές παραδέχονταν και παραδέχονται και σήμερα ότι είναι δικαιολογημένη, προοδευτική και δίκαιη η ιδέα της “υπεράσπισης της πατρίδας” ή του “αμυντικού” πολέμου. Αν, λογουχάρη, αύριο το Μαρόκο κηρύξει πόλεμο κατά της Γαλλίας, η Ινδία κατά της Αγγλίας, η Περσία ή η Κίνα κατά της Ρωσίας κτλ., οι πόλεμοι αυτοί θα είναι “δίκαιοι”, “αμυντικοί”, άσχετα από το ποιος επιτέθηκε πρώτος και ο κάθε σοσιαλιστής θα ευχόταν τα κράτη τα καταπιεζόμενα, τα εξαρτημένα, τα κράτη χωρίς πλήρη δικαιώματα να νικήσουν τις καταπιέστριες, δουλοκτητικές, ληστρικές “μεγάλες” Δυνάμεις».
«Σοσιαλισμός και Πόλεμος», 1915 (Άπαντα Λένιν, Τόμος 26, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2014)
IV. Η Πάλη στον Καναδά
Το Διεθνές Συνέδριο εγκρίνει τα προγραμματικά συμπεράσματα του ιστορικού συνεδρίου της Trotskyist League-TL (Τροτσκιστικής Ένωσης) του Νοεμβρίου καθώς επίσης και της Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) τον Δεκέμβριο του 2016. Αυτές οι μάχες σηματοδότησαν τη ρήξη με τις αγγλο-σοβινιστικές πολιτικές οι οποίες χαρακτήριζαν το τμήμα, και έθεσαν τις βάσεις για μία αυθεντική Λενινιστική προσέγγιση για το εθνικό ζήτημα στο Κεμπέκ. Από το 1975 έως το 1995, το τμήμα είχε ένα αφομοιωτικό, αγγλο-σοβινιστικό πρόγραμμα. Το συνέδριο αποκηρύσσει όλα τα άρθρα για το Κεμπέκ που δημοσιεύτηκαν πριν από το 1995, όπου ξεκάθαρα υπερασπίζουν την καταπίεση του Κεμπέκ από τον Καναδά. Τη στιγμή που αγώνες ενάντια στην εθνική καταπίεση πυροδοτούσαν ταξική-εργατική πάλη, κάναμε πολεμικές ενάντια στους αντιπάλους μας, καταγγέλλοντας τα συνθήματά τους που καλούσαν για ένα ανεξάρτητο Κεμπέκ στον σοσιαλισμό ως αντιδραστικά, ουτοπικά και ως μία συνθηκολόγηση με τον εθνικισμό. Είμαστε υπέρμαχοι της ανεξαρτησίας είτε στον καπιταλισμό είτε σε ένα εργατικό κράτος. Η προοπτική μας είναι να εξαπολύσουμε την επαναστατική δυνατότητα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων στο Κεμπέκ. Για την εργατική δημοκρατία του Κεμπέκ!
Οι σύντροφοι στο Μόντρεαλ είχαν δίκιο που αντιτέθηκαν στο άρθρο του 1976 για τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας. Όπως τόνισαν στο κείμενό τους στις 24 Οκτωβρίου 2016:
«Αυτό το άρθρο γράφτηκε για Αγγλο-Καναδούς εργάτες και τρέφει αγγλο-καναδικό σοβινισμό αντί να εναντιώνεται σε αυτόν. Όλο το πλαίσιο του άρθρου συνθηκολογεί με τις τάσεις ενάντια στο λαό του Κεμπέκ μέσα στο εργατικό κίνημα και περιγελά τον δίκαιο αγώνα του λαού του Κεμπέκ να μπορεί να εργάζεται στα γαλλικά».
Ταυτόχρονα, αυτή η σωστή εναντίωση προς το άρθρο πρέπει να διαχωριστεί από το ζήτημα της γλώσσας για την εναέρια κυκλοφορία. Με κριτήριο την αεροπορική ασφάλεια, οι απεργίες της Canadian Airline Pilots Association-CALPA [σωματείο πιλότων] και της Canadian Air Traffic Control Association-CATCA [σωματείο ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας] ήταν υποστηρίξιμες. Για εμάς ως πρωτοπορία, το ουσιαστικό ζήτημα είναι να υπάρχει μία γλώσσα του αέρα. Η πιο κατάλληλη γλώσσα για τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας θα ήταν τα ισπανικά (του Μεξικού). Η προφορά τους καθώς και η γραμματική τους είναι σε αρμονία, και γράφονται όπως προφέρονται, κάνοντάς τα σχετικά εύκολα στη μάθησή τους. Επιπλέον, τα ισπανικά χρησιμοποιούνται παντού στην Αμερική και στην Ισπανία, δίνοντάς τους σημαντικό γεωγραφικό εύρος. Εν συντομία είναι μία παγκόσμια γλώσσα.
Η μόνη συνεπής Μαρξιστική θέση ήταν η υποστήριξη της ανεξαρτησίας του Κεμπέκ από τη στιγμή που καταπιέστηκε από ένα άλλο έθνος, ξεκινώντας από την κατάκτησή του το 1759. Το κάλεσμα για την ανεξαρτησία του Κεμπέκ το 1995 σηματοδότησε μια ποιοτική βελτίωση του προγράμματός μας για το εθνικό ζήτημα. Ωστόσο, αυτή η αλλαγή γραμμής είχε έναν κεντριστικό χαρακτήρα αφού παρέμεινε μέσα στα πλαίσια του αγγλο-σοβινισμού. Αυτό ήταν το κρίσιμο ζήτημα που έφερε στο φως η πάλη στον Καναδά.
Αυτό το συνέδριο απορρίπτει τα καλέσματα για μία «σοσιαλιστική επανάσταση στη Βόρεια Αμερική» και «για τη σοσιαλιστική επανάσταση από το Γιούκον μέχρι το Γιουκατάν». Αυτά τα συνθήματα διέγραψαν τις εθνικές διαφορές ανάμεσα στο Κεμπέκ, την αγγλόφωνη Βόρεια Αμερική και το Μεξικό. Στον τύπο μας, τα συνθήματα αυτά χρησιμοποιούνταν διαρκώς με έναν αφομοιωτικό τρόπο, παρουσιάζοντας την ενσωμάτωση των Κεμπεκουά στην υπόλοιπη Αμερική ως το μόνο τρόπο για την εξασφάλιση της εθνικής τους χειραφέτησης.
Έπειτα από την κατ’ όνομα αλλαγή γραμμής του 1995, η TL συνέχισε να συνθηκολογεί με τις πιέσεις της καναδικής αστικής κοινωνίας, συγκεκριμένα με τον Τριντισμό και την ιδεολογία του, αυτή της «πολυπολιτισμικότητας» και ευτέλισε τη στρατηγική σημασία του εθνικού ζητήματος. Για παράδειγμα, ο μοναδικός σύντροφος που ήταν από το Κεμπέκ περιθωριοποιήθηκε και ήταν ύποπτος για εθνικισμό. Η δουλειά στο Μόντρεαλ δεν αποτελούσε προτεραιότητα για το τμήμα και για πολύ καιρό η δουλειά ήταν επικεντρωμένη στα αγγλόφωνα πανεπιστήμια. Η εγκαθίδρυση μίας γαλλόφωνης εφημερίδας που θα μας έδινε τη δυνατότητα να παρέμβουμε αποτελεσματικά στην κοινωνία του Κεμπέκ ποτέ δεν είχε σοβαρά αναληφθεί και δεν υπήρχε καμία προοπτική στο τμήμα για να μάθουν οι σύντροφοι γαλλικά. Η παλιά ηγεσία αντιτέθηκε στην υπεράσπιση των Κεμπεκουά οι οποίοι έγιναν ιδιαίτερος στόχος καταστολής κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων ενάντια στη σύνοδο κορυφής των G20 το 2010.
Είναι ανεξάρτητα από τη συνθηκολόγησή του με τον αγγλο-σοβινισμό που το κόμμα μπόρεσε και στρατολόγησε μία ομάδα στελεχών από το Κεμπέκ το 2014. Αντί να θεωρήσει αυτό το απόκτημα ως μία σημαντική συγχώνευση για την TL – δηλαδή, μία συγχώνευση με ένα πυρήνα ικανό να εγκαθιδρύσει ένα επαναστατικό κόμμα αποτελούμενο από δύο έθνη, με την προοπτική της ύπαρξης δύο κομμάτων σε δύο κράτη – αυτοί οι σύντροφοι αντιμετωπίστηκαν ως μία ομάδα νεολαίας και ως το «τρίτο τοπικό τμήμα» του αγγλικού Καναδά. Οι σύντροφοι από το Μόντρεαλ πνιγόντουσαν από ανεγκέφαλες διοικητικές λεπτομέρειες και στείρο ακτιβισμό αντί να χρησιμοποιούνται για τις ξεκάθαρες πολιτικές τους ικανότητες. Δεδομένης της ιστορικής καταπίεσης του έθνους του Κεμπέκ μέσα στον Καναδά, η TL πρέπει να αγωνιστεί ώστε να αποτελείται από 70 τοις εκατό Κεμπεκουά και άτομα με μειονοτική καταγωγή. Στην πραγματικότητα, οι σύντροφοι από το Κεμπέκ αναδείχτηκαν μεταξύ των πλέον συνειδητών στοιχείων σε αυτή την πολιτική πάλη και αποτελούν τον πυρήνα της νέας ηγεσίας του καναδικού τμήματος.
VI. Η Διεθνής Γραμματεία
Από την πτώση της ΕΣΣΔ, οι πολιτικές και η λειτουργία της ΔΓ έχουν παραμορφωθεί από τον συμβιβασμό με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ο σύντροφος Robertson κάποτε σύγκρινε αυτή τη συμπεριφορά με αυτή του Ζηνόβιεφ, [της συμπεριφοράς] του «Γενικού Προσωπικού της Παγκόσμιας Επανάστασης». Μία ήδη αλαζονική και δήθεν αντίληψη όταν ο Ζηνόβιεφ την ενστερνίστηκε μετά το τέλος της Ρωσικής Επανάστασης, στο πλαίσιο της Διεθνούς μας ήταν μία ξεκάθαρη έκφραση αγγλοαμερικανικής εξαίρεσης. Οι αντιπρόσωποι της ΔΓ που στάλθηκαν στο Μεξικό, στην Ελλάδα, στο Κεμπέκ και στη Νότια Αφρική έδρασαν γενικά με έναν πατερναλιστικό τρόπο, σαν να βρισκόντουσαν σε μία αποστολή «εκπολιτισμού». Η περιφρονητική στάση που υιοθετήθηκε από αυτούς τους συντρόφους δεν προήρθε κατά κύριο λόγο από τις προσωπικές τους αδυναμίες, αλλά από τον πολιτικό συμβιβασμό με την ιμπεριαλιστική υπεροψία. Στην πορεία πολλών οπορτουνιστικών εκστρατειών, η ΔΓ αντικατέστησε με διοικητική υπερτροφία τη συνειδητή Μπολσεβίκικη δουλειά. Όπως οι σύντροφοι από το ελληνικό μας τμήμα τόνισαν (Μάρτιος 2017): «Αυτό φέρνει στο φως μια εντελώς λανθασμένη πολιτική αντίληψη η οποία περικλείεται στη φόρμουλα “Οι Κανόνες Καθορίζουν το Πρόγραμμα” αντί αυτού που θα έπρεπε να είναι, “Το Πρόγραμμα Καθορίζει τους Κανόνες”». Τα στελέχη από τα καταπιεζόμενα έθνη, στρατολογήθηκαν στο διεθνισμό, και έτειναν να εσωτερικεύουν τη δική τους καταπίεση και να δέχονται αυτό το πλαίσιο, μην τυχόν και χαρακτηριστούν ως εθνικιστές. Η επαναστατική μας συνέχεια περνά από τον Λένιν στον Τρότσκι, από τον Cannon στον σύντροφο Robertson, και έτσι μέσα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό προσέδωσε κύρος στους Αγγλο-Αμερικανούς συντρόφους που κάποιες φορές ήταν αδικαιολόγητο και ανάξιο. Το συνέδριο αποκηρύσσει αυτές τις αντιδιεθνιστικές πολιτικές. Μία Τροτσκιστική διεθνής άξια του ονόματός της δεν μπορεί να οικοδομηθεί σε μία τέτοια βάση. Αυτές οι παραβιάσεις δεν θα είναι πλέον ανεκτές.
[…]
VIII. Ligue trotskyste de France: Το Εξάγωνο και ο Σοβινισμός
Το κατασκευασμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες σοβινιστικό πρόγραμμα για το εθνικό ζήτημα βρήκε γόνιμο έδαφος στο γαλλικό μας τμήμα. Στην προπαγάνδα της, η Ligue trotskyste de France-LTF (Τροτσκιστική Ένωση Γαλλίας) επανέλαβε το ψέμα ότι η Γαλλία είναι μία και αδιαίρετη, γράφοντας πολυάριθμα άρθρα που υπεράσπιζαν την ακεραιότητα του Εξαγώνου και παρουσίαζαν τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες ως αντιδραστικούς. Πριν από το 1998, η θέση της LTF ήταν να αρνείται την ύπαρξη καταπιεζόμενων εθνών στη Γαλλία, με το να επικαλείται τον μύθο ότι η Γαλλική Επανάσταση είχε επιλύσει το εθνικό ζήτημα. Έγραψαν: «Στη Γαλλία, η Μεγάλη Επανάσταση υποστήριξε την εξουσία της αστικής τάξης πάνω στις παλιές φεουδαρχικές επαρχίες υπό το λάβαρο των Γιακοβίνων, για ένα και αδιαίρετο έθνος» («Raid gestapiste au Pays basque», [«Γκεσταπίτικη επίθεση στη Χώρα των Βάσκων»] le Bolchévik τεύχος 78, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1987).
Το 1997 με την παρακίνηση συντρόφων από τη Νέα Υόρκη και τη Βρετανία (ήταν ευκολότερο να καταδικάσουν τον γαλλικό σοβινισμό από εκεί), η LTF διόρθωσε μερικώς τη θέση της για τη Χώρα των Βάσκων. Αλλά μακριά από το να προασπίζεται τις εθνικές μειονότητες στη Γαλλία, το τμήμα ποτέ πραγματικά δεν ήρθε σε ρήξη με το πλαίσιο του γαλλικού σοβινισμού. Τα εθνικά ζητήματα αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε μία κάλυψη για την εχθρότητα για αλλαγή οποιονδήποτε συνόρων του Εξαγώνου. Μετά το 1998, η LTF συνέχισε να δημοσιεύει άρθρα που ανοιχτά αντιτίθονταν στην ανεξαρτησία της Κορσικής, της Χώρας των Βάσκων και της Γουαδελούπης. Ταυτόχρονα, παρουσίαζε τη μοίρα αυτών των εθνών ως εξαρτώμενη σε μεγάλο βαθμό από το γαλλικό προλεταριάτο και αρνιόταν την πιθανότητα ότι η πάλη ενάντια στην εθνική καταπίεση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μία κινητήρια δύναμη για εγχώριες επαναστάσεις.
Η LTF θεωρούσε ότι το βασκικό και το καταλανικό εθνικό ζήτημα είναι ουσιαστικά ισπανικά ζητήματα. Στην πραγματικότητα, το βασκικό και το καταλανικό εθνικό ζήτημα είναι τα εθνικά ζητήματα της LTF. Αντί να βοηθά τη Διεθνή να αναπτύξει ένα Λενινιστικό πρόγραμμα για αυτά τα θέματα, η LTF διαρκώς παρεμπόδιζε αυτή τη δουλειά. Σε αυτή την πάλη, η γαλλική ηγεσία έχει αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα με έναν βιαστικό και επιδερμικό τρόπο αντί να αναλάβει μία σοβαρή Μαρξιστική μελέτη των εθνικών τους ζητημάτων. Αυτή η διαδικασία έχει οδηγήσει μόνο στην εισαγωγή νέων αποκλίσεων και σύγχυση στη συζήτηση. Ένα σημάδι της εθνικής στενότητας του τμήματος είναι η απομόνωσή του από την υπόλοιπη Διεθνή. Εκτός από τον κύριο ηγέτη του τμήματος, οι Γάλλοι σύντροφοι έχουν πολύ λίγη αλληλεπίδραση με την υπόλοιπη ΔΚΕ. Η ηγεσία του γαλλικού τμήματος πρέπει συνειδητά να ενθαρρύνει τα μέλη του να ταξιδεύουν έξω από τη Γαλλία σε τακτική βάση.
Η Χώρα των Βάσκων και η Καταλονία
Υπάρχει ένα ξεχωριστό βασκικό έθνος και ένα ξεχωριστό καταλανικό έθνος, που και τα δύο είναι διαιρεμένα και καταπιεσμένα από δύο καπιταλιστικά κράτη. Οι διαφορές στο πώς εκφράζονται τα εθνικιστικά αισθήματα στις βόρειες και στις νότιες επαρχίες της Χώρας των Βάσκων και της Καταλονίας αντανακλούν τις διαφορές στην καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ισπανία και τη Γαλλία.
Στην Ισπανία, οι Καταλανοί και οι ρεπουμπλικάνοι Βάσκοι διαδραμάτισαν έναν πρωτοποριακό ρόλο στην Ισπανική Επανάσταση τη δεκαετία του 1930. Έπειτα από την ήττα της, η εισροή δεκάδων χιλιάδων προσφύγων αναζωογόνησαν την εθνική ζωτικότητα στο βόρειο τμήμα αυτών των εθνών στη Γαλλία. Υπό τον Φράνκο, όλες οι γλώσσες εκτός από τα καστιλιάνικα είχαν τεθεί εκτός νόμου, και αυτό ενσαρκώθηκε στο σύνθημα «ένα έθνος, μεγάλο και ελεύθερο». Το καταστατικό αυτονομίας το οποίο θεσπίστηκε από τη Δημοκρατία το 1932 καταργήθηκε. Το καθεστώς του Φράνκο διεξήγε σκληρή και τιμωρητική καταστολή ενάντια στα καταπιεζόμενα έθνη, που συμβολίστηκε από τον βομβαρδισμό που ισοπέδωσε τη βασκική πόλη Γκερνίκα το 1937 από τους Ναζί υπό την ώθηση του Φράνκο. Ως αποτέλεσμα αυτής της καταστολής, μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975, οι αγώνες των καταπιεζόμενων εθνών εκφράστηκαν κυρίως σε εθνικό επίπεδο, σε αντίθεση με αυτούς της δεκαετίας του 1930, όταν οι εργατικές τάξεις αυτών των ίδιων εθνών πάλεψαν άμεσα για την εξουσία.
Το ισπανικό σύνταγμα του 1978 διατήρησε την εξουσία της μοναρχίας των Μπουρμπόν στην Ισπανία, η οποία παλινορθώθηκε με τη χάρη και τις ευλογίες του Τζενεραλίσιμο Φρανσίσκο Φράνκο. Η παλινόρθωση της μοναρχίας ήταν ουσιαστική για τη σταθεροποίηση του κεντρικού καστιλιάνικου κράτους και για τη βίαιη διατήρηση των καταπιεζόμενων εθνών μέσα στην Ισπανία. Για να σταθεροποιηθεί το ισπανικό κράτος, χορηγήθηκε στην Καταλονία και στη Χώρα των Βάσκων – και σε άλλες περιοχές – μεγαλύτερη αυτονομία. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη «δοξασμένη» δημοκρατική Γαλλία («η χώρα των δικαιωμάτων των ανθρώπων»), όπου μέχρι σήμερα τα καταπιεζόμενα έθνη δεν έχουν κανένα γλωσσικό ή νομικό δικαίωμα. Ιδιαίτερα στη Χώρα των Βάσκων, ο πληθυσμός αντιμετωπίζει τέτοια καταστολή όπως και στην Ισπανία. Εξαιτίας της ιστορικής αδυναμίας της καστιλιάνικης μπουρζουαζίας σε σχέση με τη βασκική και την καταλανική μπουρζουαζία και εξαιτίας της ήττας της Ισπανικής Επανάστασης και της επακόλουθης δικτατορίας του Φράνκο, η κινητήρια δύναμη των κινημάτων υπέρ της ανεξαρτησίας στην Καταλονία και στη Χώρα των Βάσκων προέρχεται από τις περιοχές που διατηρήθηκαν βίαια μέσα στην Ισπανία. Έτσι, η μοίρα των επαρχιών που παρέμειναν βίαια μέσα στη Γαλλία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι θα συμβεί στην ισπανική πλευρά των συνόρων. Καλούμε για την ανεξαρτησία της Χώρας των Βάσκων και της Καταλονίας, στο Βορρά και στο Νότο. Εάν η Χώρα των Βάσκων ή οι καταλανικές περιοχές της Ισπανίας αποκτήσουν ανεξαρτησία, είναι πολύ πιθανό ότι οι περιοχές στη Γαλλία θα θέλουν να ενωθούν μαζί τους. Εάν θέλουν να παραμείνουν τμήμα της Γαλλίας, θα υπερασπιστούμε το δικαίωμά τους να ασκήσουν την αυτοδιάθεσή τους.
Ο Jan Norden συντάκτης του Workers Vanguard εκείνη την περίοδο, ήταν κεντρικά υπεύθυνος για τη θέση μας η οποία ήταν αντίθετη με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες στην Καταλονία και στη Χώρα των Βάσκων στην ισπανική πλευρά. Από τη δική της την πλευρά, η LTF είναι κεντρικά υπεύθυνη για τη σοβινιστική μας γραμμή για τη Χώρα των Βάσκων και την Καταλονία στη γαλλική πλευρά. Στα χρόνια γύρω από τον θάνατο του Φράνκο, η Ισπανία ταρακουνήθηκε από σημαντικούς εργατικούς αγώνες, που οδήγησαν σε κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση. Ενώ η πάλη ενάντια στην εθνική καταπίεση έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις κινητοποιήσεις, το Workers Vanguard, που τακτικά σχολίαζε για αυτά τα γεγονότα, αγνόησε εντελώς αυτό το ζήτημα. Αυτή η σιωπή έπρεπε να ήταν συνειδητή, και δείχνει εχθρότητα για τη μοίρα των εθνών που καταπιέζονται από το ισπανικό κράτος. Εξαπολύσαμε μια λυσσαλέα πολεμική για να υπερασπιστούμε την καταπίεση στην Καταλονία την πρώτη φορά που σχολιάσαμε αυτό το ζήτημα το 1979.
Αυτό το συνέδριο αποκηρύσσει το άρθρο «Spanish LCR Pays Homage to Catalan Bourgeois Nationalism» («Η Ισπανική LCR Δίνει Φόρο Τιμής στον Καταλανικό Αστικό Εθνικισμό», Workers Vanguard τεύχος 233, 8 Ιουνίου 1979). Αυτό το άρθρο αποτελεί μία άθλια συνθηκολόγηση με τον καστιλιάνικο και γαλλικό σοβινισμό και είναι μία διαστρέβλωση του Λενινισμού για το εθνικό ζήτημα. Παραθέτουμε μία πολεμική του Λένιν ενάντια στην «πολιτιστική-εθνική αυτονομία» και χρησιμοποιούμε εξοργιστικά αυτά τα επιχειρήματά του για να εναντιωθούμε όχι μόνο στην ανεξαρτησία, δηλαδή στον αποχωρισμό, αλλά ακόμα και στην αυτονομία:
«Ως Λενινιστές πάντα έχουμε αναγνωρίσει ότι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση είναι αρκετά διαφορετικό από το κάλεσμα για την υλοποίησή της, δηλαδή της ανεξαρτησίας. Και στην Ισπανία αποτελεί ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα όπου οι κομμουνιστές θα πάλευαν επίμονα για να διατηρήσουν την ενότητα της εργατικής τάξης μέσα στα πλαίσια του τωρινού κράτους».
Αυτό το αποκρουστικό άρθρο είναι όρκος πίστης προς την υπεράσπιση της ενότητας της Ισπανίας. Το Workers Vanguard έδρασε ως βοηθός της μπουρζουαζίας και της μοναρχίας στην πάλη κατά της εθνικής απελευθέρωσης των Καταλανών και των Βάσκων.
Το άρθρο ισχυρίζεται επίσης ότι:
«Οι βασκικές και οι καταλανικές περιοχές, ενώ υπέφεραν από διακρίσεις (γλωσσικές απαγορεύσεις, διανομή κρατικών υπηρεσιών, καταστολή) στα χέρια του κρατικού μηχανισμού του Φράνκο, ήταν οι πιο ανεπτυγμένες περιοχές στη χώρα, που περιείχαν τον πυρήνα της ισπανικής βιομηχανίας. Αν ήταν να διαχωριστούν, τα δύο μεγαλύτερα, τα καλύτερα σε οργάνωση, τα πιο μαχητικά τμήματα του προλεταριάτου θα αποκόβονταν, θα αποδυνάμωναν σημαντικά το εργατικό κίνημα στην υπόλοιπη Ισπανία, και αυτό θα αντιπροσώπευε μία σημαντική ήττα για την ευρωπαϊκή προλεταριακή επανάσταση». (Η έμφαση στο πρωτότυπο)
Στην πραγματικότητα, η ανεξαρτησία για την Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων θα ήταν ένα βήμα προς τα εμπρός για το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη. Αυτό είναι ακόμα πιο αληθινό σήμερα, όταν η διάσπαση της Ισπανίας θα αποσταθεροποιούσε σε βάθος την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), ένα αντιδραστικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ.
Το πρόβλημα με τον τρόπο που η LTF έχει προσεγγίσει τα ζητήματα των Βάσκων και των Καταλανών μπορεί να συνοψιστεί στην ακόλουθη δήλωση ενός Βάσκου εθνικιστή: «Δεν υπάρχει ένα βασκικό πρόβλημα στη Γαλλία αλλά ένα γαλλικό πρόβλημα στη Χώρα των Βάσκων.... Η πάλη της Χώρας των Βάσκων θα διαρκεί όσο υπάρχουν Βάσκοι» (James E. Jacob Hills of Conflict: Basque Nationalism in France [Reno: University of Nevada Press, 1994]) (Οι Λόφοι της Σύγκρουσης: Ο Βασκικός Εθνικισμός στη Γαλλία). Το 1987, την ίδια στιγμή που το γαλλικό κράτος λυσσαλέα ασκούσε καταστολή στους Βάσκους, η LTF δημοσίευσε ένα άρθρο που κυρίως επιτέθηκε στα αιτήματά τους για εθνικά δικαιώματα. Γράψαμε: «Πραγματικά, ενώ δεν υπάρχει εθνικό ζήτημα στη γαλλική Χώρα των Βάσκων, η στρατιωτική πολιορκία από τους Pasqua-Pandraud [υπουργοί της αστυνομίας] θα μπορούσε να οδηγήσει στο να δημιουργηθεί ένα τέτοιο!» «Γκεσταπίτικη επίθεση στη Χώρα των Βάσκων». Το άρθρο συνεχίζει με μία πολεμική ενάντια σε μία «ενωμένη, σοσιαλιστική Euskadi» και υποστηρίζει ότι η «αυτοδιάθεση δεν τίθεται ως ζήτημα για την περιοχή των Βάσκων». Η βίαιη αφομοίωση των Βάσκων στη Γαλλία παρουσιάζεται ως μία κατάκτηση της Γαλλικής Επανάστασης.
Αυτά τα προβλήματα διορθώθηκαν μόνο μερικώς το 1998, όταν η LTF αναγνώρισε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για τους Βάσκους στη Γαλλία. Η Διεθνής και η LTF αποκήρυξαν την προηγούμενη πολιτική γραμμή, αλλά με έναν ανέντιμο τρόπο που συγκάλυψε το μέγεθος του σοβινισμού στο άρθρο του 1987. Ωστόσο, ποτέ δεν επανεξετάσαμε την αντίθεσή μας για την ανεξαρτησία της Χώρας των Βάσκων ή για οποιοδήποτε άλλο έθνος που κρατήθηκε στο Εξάγωνο.
Όταν το ζήτημα της ανεξαρτησίας για την Καταλονία τέθηκε το 2014, η LTF αποφάσισε να μην πάρει θέση υπέρ αυτής. Όταν η πρόσφατη πάλη ξέσπασε στη Διεθνή, η LTF δεν ανέλαβε να επανεξετάσει την προσέγγισή της αλλά αντί αυτού βιάστηκε να γράψει ένα προσχέδιο με μία γραμμή παρεμφερή με τη θέση πριν το 1998. Σε ένα γράμμα προς την LTF, ο σύντροφος Sacramento υποστήριξε:
«Το προσχέδιό σας ουσιαστικά εξισώνει τον εθνικισμό των καταπιεζόμενων με τον εθνικισμό των καταπιεστών, παραποιώντας τον Λένιν, για να καταδικάσει Σολομωντικά τον “επιθετικό αστικό εθνικισμό”. Επιλέξατε να δώσετε έμφαση στο ότι είσαστε για την ανεξαρτησία των Βάσκων και των Καταλανών “στην Ισπανία”, ενώ κάπου στην επόμενη παράγραφο μετά βίας αναφέρετε ότι στην άλλη πλευρά των συνόρων υποστηρίζουμε “το δικαίωμά τους να ενωθούν με μία ανεξάρτητη Χώρα των Βάσκων”. Σε αυτή τη διατύπωση, δεν αναφέρετε ρητά το δικαίωμά τους για αποχωρισμό από τη Γαλλία, ανεξάρτητα από το τι θα κάνουν οι ομοεθνείς τους στη νότια πλευρά των συνόρων. Και, όπως πάντα, βρήκατε έναν τρόπο να αγνοήσετε τους Καταλανούς στη Γαλλία».
Το 2014, η ΔΕΕ υιοθέτησε μία γραμμή, ενάντια στις αρχικές αντιρρήσεις της LTF, υπέρ της ανεξαρτησίας για τη Χώρα των Βάσκων και την Καταλονία. Αυτή η αλλαγή αντιπροσώπευε μία ποιοτική βελτίωση στο πρόγραμμά μας. Ωστόσο, αυτό έγινε χωρίς να πραγματοποιήσουμε μία πλήρη ρήξη από τις αδυναμίες της προηγούμενης μεθοδολογίας: οι επιδιώξεις των καταπιεζόμενων για εθνική απελευθέρωση ακόμα θεωρούνταν ότι ήταν ένα εμπόδιο για την πάλη της εργατικής τάξης το οποίο έπρεπε να «το βγάλουμε από την ημερήσια διάταξη». Είμαστε για ανεξαρτησία – εδώ και τώρα – και συνειδητά παλεύουμε να οδηγήσουμε την πάλη για την εθνική απελευθέρωση προς τη σοσιαλιστική επανάσταση. Το πρόγραμμά μας είναι για εργατικές δημοκρατίες στην Καταλονία και στη Χώρα των Βάσκων.
Μέχρι σήμερα, το κύριο επιχείρημά μας για την ανεξαρτησία της Χώρας των Βάσκων και της Καταλονίας είναι ότι αυτό θα προήγαγε την ενότητα με την καστιλιάνικη εργατική τάξη. Όσον αφορά την Καταλονία, το κάλεσμά μας για ανεξαρτησία βασιζόταν σε μία εμπειρική και συγκυριακή εκτίμηση μέσα στα πλαίσια του δημοψηφίσματος του 2014. Οι Βάσκοι και οι Καταλανοί έχουν αντισταθεί στην αφομοίωση για εκατοντάδες χρόνια, εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την επιθυμία τους να υπάρχουν ως έθνη. Ακόμη μία αδυναμία στα πρόσφατα άρθρα μας είναι ότι αποτυγχάνουν να καλέσουν ρητά για την κατάργηση της μοναρχίας. Η πάλη για ανεξαρτησία σημαίνει επίσης να μπει ένα τέλος σε αυτό το Φρανκικό σάρκωμα. Κάτω η μοναρχία!
Κορσική
Η Κορσική έχει αντισταθεί στην αφομοίωση από τη Γαλλία για περισσότερο από 200 χρόνια. Τον Μάρτιο του 2017, η LTF πήρε θέση για την ανεξαρτησία της Κορσικής. Λέγοντας αυτό, ο τρόπος με τον οποίο το τμήμα αντιμετώπιζε αυτό το ζήτημα μέχρι τότε βρωμοκοπούσε από σοβινιστική προκατάληψη. Για παράδειγμα, ένα άρθρο που η LTF πρόσφατα αποκήρυξε, δήλωνε:
«Επιπλέον, η υπανάπτυκτη Κορσική υπόκειται στην οπισθοδρομική εξουσία των φατριών – πραγματικά παράσιτα που ζουν από την ημιεπίσημη κατάχρηση των επιδοτήσεων από το κεντρικό κράτος και που συντηρούν τους εαυτούς τους μέσα από την ευνοιοκρατία που θυμίζει τη Σικελία. Όλοι γνωρίζουν που πηγαίνουν τα περιβόητα “φακελάκια εδαφικής συνέχειας”: να θρέψουν τις φατρίες που στολίζονται με το μανδύα των αριστερών ριζοσπαστών, το RPR [Rassemblement pour la République – ένα δεξιό κόμμα] και άλλους “βοναπαρτιστές” που κρατούν το νησί σε μία κατάσταση προσοδοφόρας οπισθοδρόμησης με την υποστήριξη του κράτους».
«Corse: la grève défie le gouvernement» («Κορσική: η απεργία αψηφά την κυβέρνηση»), le Bolchévik τεύχος 92, Απρίλιος 1989
Αυτή η ανακοίνωση αντηχεί κάθε οπισθοδρομική, κοινότυπη προκατάληψη εναντίον της Κορσικής στη Γαλλία και φανερώνει απέχθεια για τις θεμιτές εθνικές επιδιώξεις του λαού της Κορσικής. Το άρθρο δήλωνε επίσης: «Ενώ δεν υπάρχει “κορσικανικό έθνος” σήμερα, υπάρχει ωστόσο ένα κορσικανικό εθνικό πρόβλημα». Αυτό αντιγράφει τη μπουρζουαζία σχεδόν λέξη προς λέξη: «Δεν υπάρχει ένα κορσικανικό πρόβλημα, υπάρχουν προβλήματα στην Κορσική» (Valéry Giscard d’Estaing).
Πιο πρόσφατα, στο άρθρο «Yvan Colonna, victime d’une machination policière, est innocent-Libération immédiate!» («Yvan Colonna, θύμα αστυνομικής σκευωρίας, είναι αθώος-Ελευθερώστε τον τώρα!», le Bolchévik τεύχος 197, Σεπτέμβριος 2011), η LTF πήρε μία de facto θέση ενάντια στην ανεξαρτησία της Κορσικής δηλώνοντας:
«Είμαστε αντίθετοι προς το εθνικιστικό όραμα και πρόγραμμα, του οποίου η ουσιαστική φιλοδοξία είναι η παγίωση ενός καπιταλιστικού καθεστώτος σε ένα εθνικό πλαίσιο. Στα μάτια των εθνικιστών μικροαστών, ολόκληρο το κυρίαρχο έθνος θεωρείται εχθρός. Αυτή η προοπτική πάντα οδηγεί σε πράξεις βίας άνευ διακρίσεων ενάντια στους εργάτες του κυρίαρχου έθνους».
Αυτή η δήλωση δεν είναι μόνο μια σοβινιστική υπεράσπιση της ενότητας της Γαλλίας, είναι επίσης και ολοκληρωτικά λανθασμένη. Οι σύντροφοι της LTF πρέπει με σοβαρότητα να μελετήσουν το εθνικό ζήτημα στην Κορσική.
IX. Βέλγιο
Η αφετηρία μας σχετικά με το Βέλγιο πρέπει να είναι η εναντίωση στην τεχνητή ενότητα της χώρας. Στην πραγματικότητα οι Φλαμανδοί και οι Βαλλόνοι ποτέ δεν συναίνεσαν ελεύθερα για την ένωση των εθνών τους μέσα σε ένα κράτος. Η τωρινή ομοσπονδιακή δομή αποτελεί εμπόδιο για την πραγματοποίηση της αυτοδιάθεσης των Φλαμανδών και των Βαλλόνων, όπου και οι δύο βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα καταπιεστικό κράτος. Η αστική τάξη έχει επανειλημμένως εκμεταλλευτεί τις εθνικές εντάσεις υπέρ των δικών της συμφερόντων καθώς και για να διαιρέσει το εργατικό κίνημα. Καλούμε για τη διάσπαση του Βελγίου και για το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης και για τους Φλαμανδούς και για τους Βαλλόνους. Η γερμανόφωνη μειονότητα θα πρέπει επίσης να μπορεί να αποφασίσει τη δική της μοίρα. Η διάσπαση του Βελγίου πηγαίνει χέρι-χέρι με την πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς, που τεχνητά διατηρούν την ενότητα της χώρας – τη μοναρχία, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προοπτική μας είναι η οικοδόμηση ενός κόμματος που θα αποτελείται από δύο έθνη, με στόχο την οικοδόμηση δύο εργατικών κομμάτων, τμήματα της Διεθνούς.
Το 1995, ο σύντροφος Robertson, έδωσε ως παράδειγμα το εθνικό ζήτημα του Βελγίου για να παρακινήσει την επανεξέταση της θέσης μας για την ανεξαρτησία του Κεμπέκ. Ενώ η LTF προσπάθησε να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα στο παρελθόν, αν και καθυστέρησε να το επιλύσει προγραμματικά, η ΔΓ ήταν σε μεγάλο βαθμό αδιάφορη προς αυτό. Τον Αύγουστο του 2016, η ΚΕ της LTF πέρασε ένα ψήφισμα προτείνοντας στη ΔΓ να καλέσουμε για την ανεξαρτησία των Φλαμανδών. Αυτή η θέση ουσιαστικά προωθήθηκε χρησιμοποιώντας την παλιά μας μεθοδολογία, δηλαδή να «βγάλουμε το ζήτημα από την ημερήσια διάταξη» καθώς και από ένα εμπειρικό πλαίσιο. Οι σύντροφοι που μεταγενέστερα εργάστηκαν πάνω σε αυτό το ζήτημα και στο πρώτο σχέδιο αυτού του συνεδριακού κειμένου, όλοι λίγο-πολύ μοιραζόντουσαν ένα λανθασμένο πλαίσιο, κοιτάζοντάς το μέσα από το πρίσμα του Κεμπέκ στον Καναδά και ψάχνοντας για «ποιο έθνος καταπίεζε το άλλο». Η ιστορική καταπίεση των Φλαμανδών είναι αναμφισβήτητη, αλλά οι σχέσεις μεταξύ των δύο εθνών άλλαξαν ποιοτικά από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα. Επιπλέον, το κάλεσμα για την ανεξαρτησία της Φλάνδρας υπονοεί ότι η Βαλλονία παραμένει κατά μία έννοια το «πραγματικό» Βέλγιο, ενώ στην πραγματικότητα η ενότητα της χώρας είναι η ίδια ένα τεχνητό οικοδόμημα. Μία ιστορική προσέγγιση είναι απαραίτητη για την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του Βελγίου.
Η εξέλιξη από ένα φεουδαρχικό σε ένα καπιταλιστικό σύστημα των εδαφών που αποτελούν σήμερα το Βέλγιο συνέβη σχεδόν αποκλειστικά κάτω από ξένη εξουσία. Ενώ οι κυριαρχούμενες από προτεστάντες βόρειες επαρχίες των Κάτω Χωρών επίσημα απέκτησαν ανεξαρτησία το 1648, οι ακόμα και τώρα καθολικές νότιες επαρχίες (που σχηματίζουν το σημερινό Βέλγιο) συνέχιζαν να εξουσιάζονται από τους Αψβούργους της Ισπανίας μέχρι το 1700, και έπειτα από το 1713 από τους Αψβούργους της Αυστρίας. Το 1789, αυτές οι επαρχίες βίωσαν μία πρώτη ανεπιτυχή επανάσταση, την Επανάσταση του Brabançon. Σύντομα στη συνέχεια προσαρτήθηκαν βίαια από τη Γαλλία. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1814, η μοίρα αυτών των επαρχιών συζητήθηκε μεταξύ των Δυνάμεων του συνασπισμού που ηγούνταν από τη Βρετανία. Στη συνέχεια, ο βασιλιάς των Κάτω Χωρών εκμεταλλεύτηκε την επιστροφή του Ναπολέοντα και την πολεμική κατάσταση το 1815 για να καταλάβει τα εδάφη τους στρατιωτικά. Μία συμφωνία μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων που συμμετείχαν στο Συνέδριο της Βιέννης, επέτρεψε στον βασιλιά των Κάτω Χωρών να διεκδικήσει αυτές τις επαρχίες – ανεξάρτητα από τη θέλησή τους – ως τμήμα του βασιλείου του. Η Βρετανία το είδε ως έναν τρόπο για τον σχηματισμό ενός «ενδιάμεσου κράτους» μεταξύ της Γαλλίας και άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Δεν ήταν μέχρι το 1830 όπου ο πληθυσμός αυτών των επαρχιών, υπό την επιρροή της Ιουλιανής Επανάστασης στη Γαλλία, είχε τη «δική» του επανάσταση αστικού τύπου η οποία ηγήθηκε από τους γαλλόφωνους, που μπορεί να θεωρηθεί ως μία μερική έκφραση αυτοδιάθεσης.
Το σύγχρονο Βέλγιο είναι ουσιαστικά το προϊόν των πολιτικών και των συμβιβασμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Η πιθανότητα του διαμελισμού των εδαφών μεταξύ της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Πρωσίας εξετάστηκε σοβαρά το 1830∙ αλλά τότε η Βρετανία ήταν η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δύναμη και δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να άφηνε τη Γαλλία να προσαρτήσει αυτή τα εδάφη. Την ίδια στιγμή, η Βρετανία ευχόταν να αποφύγει ένα νέο ευρωπαϊκό πόλεμο και η Γαλλία ήταν απόλυτα αντίθετη στο να βάλει τα χέρια της η Βρετανία στο παραμικρότερο κομμάτι γης στην ήπειρο. Η εναλλακτική που επιλέχτηκε στο Συνέδριο του Λονδίνου ήταν επομένως να δημιουργήσει ένα ανεξάρτητο κράτος (στην πράξη, ως ένα βρετανικό «πελατειακό κράτος»). Απειλούμενοι από τη μία πλευρά από τις Κάτω Χώρες και από την άλλη πλευρά από το να προσαρτηθούν και να διαλυθούν μεταξύ της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Πρωσίας, οι Φλαμανδοί και οι Βαλλόνοι συνεπώς δεν επέλεξαν πραγματικά να ενώσουν τα έθνη τους∙ αναγκάστηκαν να το κάνουν από τις ιστορικές συνθήκες.
Επιπλέον, το 1830 τα έθνη των Φλαμανδών και των Βαλλόνων δεν είχαν πλήρως αναπτυχθεί. Στην Φλάνδρα, η γλώσσα ήταν πολύ ασυνεπής και κατακερματισμένη σε πολλές διαλέκτους, υπήρχαν αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των κύριων πόλεων, και η ελίτ των ευγενών και των αστών ήταν γαλλόφωνης καταγωγής. Σε αυτές τις συνθήκες, η βίαιη συνένωση αυτών των δύο εθνών αναγκαστικά λειτούργησε εις βάρος του φλαμανδικού έθνους. Ήδη από το 1840, οι Φλαμανδοί διατύπωσαν γλωσσικά αιτήματα για να αντιμετωπίσουν την πολιτική αφομοίωσης της γαλλόφωνης ελίτ. Οι Φλαμανδοί εργάτες και αγρότες υποβάλλονταν σε διπλή καταπίεση, τόσο οικονομική όσο και εθνική, καθώς ήταν υποβιβασμένοι στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας. Μόνο μετά από τη δεκαετία του 1870 οι Φλαμανδοί άρχισαν να αποκτούν επίσημη αναγνώριση κάποιων γλωσσικών δικαιωμάτων τους στον νομικό τομέα και στην εκπαίδευση∙ επιπλέον, μία ολλανδική έκδοση του συντάγματος αναγνωρίστηκε μόλις το 1967. Ωστόσο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η σχετική κατάσταση των δύο εθνών άλλαξε και αυτό έγινε ποιοτικά στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ξεκινώντας τη δεκαετία του 1950, ένα σημαντικό ποσό κεφαλαίου μεταφέρθηκε από το Νότο στο Βορρά, και οι παρακμάζουσες βαλλονικές βιομηχανίες αντικαταστάθηκαν από πιο μοντέρνες στην περιοχή των Φλαμανδών: η παρακμή των ανθρακωρυχείων και της βαριάς βιομηχανίας (κυρίως επικεντρωμένη στη Βαλλονία) αντιστοιχούσε με την άνοδο της πετρελαϊκής βιομηχανίας και των σχετικών τομέων όπως των πετροχημικών, αυτοκινήτων και χάλυβα, που αναπτύχθηκαν κοντά στο λιμάνι της Αμβέρσας και στη φλαμανδική ακτή.
Η ιστορική ανάπτυξη του εθνικού ζητήματος στο Βέλγιο δείχνει ότι η «ενότητα» αυτής της χώρας είναι τεχνητή και ότι δεν βασίζεται στην ελεύθερη επιλογή των εθνών που περιλαμβάνει. Η δυναμική μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής και το γεγονός ότι η Βελγική Επανάσταση του 1830 οδήγησε στο να πάρει την εξουσία η γαλλόφωνη άρχουσα αστική τάξη, ιστορικά απέκλεισε την πιθανότητα μίας ελεύθερης ένωσης μεταξύ των δύο εθνών. Σήμερα, οι Φλαμανδοί βρίσκονται σε μία ευνοϊκή οικονομική θέση, αλλά το ενιαίο πλαίσιο του Βελγίου είναι καταπιεστικό και για τα δύο έθνη, όπου κανένα από αυτά δεν μπορεί να ασκήσει πλήρη αυτοδιάθεση. Με την οικονομική υπεροχή των Φλαμανδών, η χώρα ταυτόχρονα επιδίωξε μία πολιτική γλωσσικής και πολιτιστικής «αυτονομίας» τις ακόλουθες δεκαετίες σε τέτοιο βαθμό, που σήμερα, στην πραγματικότητα, οι Φλαμανδοί και οι Βαλλόνοι θεωρούν ο ένας τον άλλον ξένους μέσα στο ίδιο κράτος. Αντιμέτωποι με αυτή την αντιφατική κατάσταση όπου το εθνικό ζήτημα ξεκάθαρα διχάζει τη χώρα αλλά η μοίρα και των δύο εθνών είναι ασαφής, η απάντησή μας είναι απλή: Διαχωρισμός!
Η επιρροή της Βρετανίας ειδικά, και σε ένα μικρότερο βαθμό της Γαλλίας σχετικά με τη δημιουργία της χώρας αντανακλάται στον τύπο της συνταγματικής μοναρχίας που εγκαθιδρύθηκε το 1830. Οι Βρετανοί επέλεξαν έναν στενό συγγενή του στέμματος, τον Λεοπόλδο του Σάξεν-Κόμπουργκ που τότε παντρεύτηκε την κόρη του «βασιλιά των Γάλλων», του Λουδοβίκου Φιλίππου. Όχι μόνο η μοναρχία δρα ως σημείο συγκέντρωσης αντιδραστικών δυνάμεων, κυρίως σε μία επαναστατική κατάσταση, αλλά επίσης αποτελεί έναν από τους πυλώνες που τεχνητά διατηρούν την καταπιεστική ενότητα του Βελγίου σήμερα. Ο διαχωρισμός του Βελγίου πιθανόν θα ανέτρεπε ταυτόχρονα αυτό το λείψανο του φεουδαλισμού, και η θέση μας για τη διάσπαση της χώρας πρέπει να συνοδευτεί με το σύνθημα: Κάτω η μοναρχία!
Οι Βρυξέλλες είναι ένας γαλλόφωνος θύλακας σε φλαμανδική περιοχή. Η πλειοψηφία της πόλης μιλούσε φλαμανδικά όταν σχηματίστηκε το Βέλγιο και η γαλλοποίησή της είναι αποτέλεσμα των αφομοιωτικών πολιτικών της γαλλόφωνης αστικής τάξης. Σήμερα, αυτοί που μιλούν ολλανδικά αποτελούν μόνο μία μικρή μειονότητα στην περιοχή της πρωτεύουσας, τις Βρυξέλλες. Μία σημαντική μερίδα της πόλης προέρχεται από μετανάστες και ένα άλλο σημαντικό τμήμα εργάζεται για, ή σε σύνδεση με, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επί του παρόντος, η πραγματικότητα είναι ότι οι Βρυξέλλες και οι γύρω περιοχές έχουν τη δική τους τοπική κυβέρνηση και ένα πληθυσμό που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους Φλαμανδούς. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα συμβεί στις Βρυξέλλες εάν η χώρα διασπαστεί και πολλές πιθανότητες είναι δυνατές. Όπως η ΚΕ της LTF σωστά υποστήριξε τον Αύγουστο του 2016, ο πληθυσμός πρέπει να μπορεί να επιλέξει ελεύθερα το τι θα συμβεί στην περιοχή, μολονότι αυτό θα επηρεαστεί από τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιηθεί η διάσπαση της χώρας.
Το εθνικό ζήτημα στο Βέλγιο, όπως και η μοίρα των Βρυξελλών, είναι στενά συνδεδεμένα με τους ιμπεριαλιστικούς θεσμούς στην περιοχή. Το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστησαν τα αρχηγεία τους στην πρωτεύουσα, και οι ιμπεριαλιστές φοβούνται την αστάθεια που μπορεί να δημιουργήσει η διάσπαση του Βελγίου. Η ΕΕ ειδικά, παίζει έναν ηγετικό ρόλο στη διατήρηση της εθνικής καταπίεσης μεταξύ των κρατών-μελών της. Η ανεξαρτησία για την Καταλονία, τη Χώρα των Βάσκων, τη Σκωτία ή για τους Φλαμανδούς και τους Βαλλόνους θα έθετε σε δοκιμασία την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ, η οποία φοβάται ότι τα σύνορα των κρατών-μελών μπορεί να επανασχεδιαστούν. Έτσι, στην περίπτωση του Βελγίου, είναι ακόμα πιο απίθανο ότι η διάσπαση της χώρας θα πραγματοποιούνταν χωρίς ένα κίνημα ενάντια στην ΕΕ. Λέμε: Φλάνδρα και Βαλλονία έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ΕΕ έξω από τις Βρυξέλλες! Ο δισταγμός μας πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν είναι ασύνδετος από τα υπόλοιπα προβλήματα με τα οποία έχουμε παλέψει μέσα στην οργάνωσή μας και που σχετίζονται με τον συμβιβασμό με την ΕΕ.
Χ. Ευρώπη
Συμβιβασμός με την Ευρωπαϊκή Ένωση
Η ΕΕ είναι μία κοινοπραξία καπιταλιστικών κρατών που σκοπός της είναι η μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και η ενίσχυση της οικονομικής κυριαρχίας και της υποδούλωσης από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με κεντρική τη Γερμανία, των φτωχότερων χωρών όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής του οικονομικού της εργαλείου, του κοινού νομίσματος, του ευρώ. Η ΕΕ είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών εναντίον των αντιπάλων τους, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας. Παρά τις Καουτσκικές φαντασιώσεις των τελευταίων ημερών για μια «υπερεθνική», «κοινωνική» Ευρώπη, η ΕΕ είναι ένας ασταθής σχηματισμός που υποβάλλεται σε συνεχείς εντάσεις οι οποίες αναδύονται από τα ανόμοια εθνικά συμφέροντα των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών που απειλούν συνεχώς να τη διαλύσουν. Όπως μας δίδαξε ο Λένιν:
«Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις “προηγμένες” και “πολιτισμένες” αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς είτε είναι απραγματοποίητες, είτε είναι αντιδραστικές....
«Φυσικά είναι δυνατές προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και ανάμεσα σε κράτη. Μ’ αυτή την έννοια μπορεί να δημιουργηθούν και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, σαν συμφωνία των ευρωπαίων καπιταλιστών...με ποιο σκοπό; Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη, να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστεμένες αποικίες ενάντια στην Ιαπωνία και στην Αμερική».
«Για το Σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών Της Ευρώπης», Αύγουστος 1915 (Άπαντα Λένιν, Τόμος 26, Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2014)
Μόνο η ενότητα πάνω σε μία σοσιαλιστική βάση που θα πραγματοποιηθεί από την προλεταριακή επανάσταση και την απαλλοτρίωση της αστικής τάξης, μπορεί να εγκαθιδρύσει μία παγκόσμια ορθολογική οικονομική ανάπτυξη χωρίς εκμετάλλευση. Για τις Σοσιαλιστικές Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης!
Η ΕΕ είναι θανάσιμος εχθρός των εθνικών δικαιωμάτων, όπως έχουν γίνει μάρτυρες οι ελληνικές μάζες μέσα από τον στραγγαλισμό της εθνικής τους κυριαρχίας. Η ΕΕ είναι αποφασισμένη να κρατήσει τα τωρινά ευρωπαϊκά σύνορα ανέπαφα. Η ίδια η Μέρκελ το έκανε ξεκάθαρο το 2015 όταν ανακοίνωσε ότι εάν διαχωριστεί η Καταλονία από την Ισπανία, θα βρεθεί αυτόματα έξω από την ΕΕ. Η διατήρηση της εθνικής καταπίεσης της Καταλονίας είναι ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, διότι η ανεξαρτησία θα εμπνεύσει και άλλα καταπιεζόμενα έθνη και θα μπορούσε να προκαλέσει ένα ντόμινο που θα έθετε σε αμφισβήτηση την εδαφική «ακεραιότητα» της Γαλλίας, του Βελγίου κτλ. Επιπλέον, η πάλη για εθνική απελευθέρωση θα μπορούσε να οδηγήσει για τα καλά σε μία έκρηξη ταξικής πάλης μέσα στο ισπανικό κράτος και ακόμα παραπέρα.
Τα προβλήματα που είχαμε με την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα στα χρόνια δεν είναι ασύνδετα με την τωρινή πάλη στο κόμμα. Υπήρξαν πολιτικοί συμβιβασμοί με την ΕΕ, που στο βάθος αντικατοπτρίζουν μία άποψη για αυτή την ιμπεριαλιστική μαφία ως μία «προοδευτική» δύναμη. Ήδη το 2011, ο σύντροφος Robertson εξέφρασε ανησυχία ότι κάποιοι σύντροφοι αντιλαμβάνονται την εναντίωσή μας προς την ΕΕ ως υποθετική. Αν και συνεχίσαμε να εναντιωνόμαστε επίσημα στην ΕΕ, το βασικό σημείο ότι ένα κοινό νόμισμα χωρίς ένα κοινό κράτος δεν είναι βιώσιμο, εξαφανίστηκε από τα άρθρα μας. Πριν από τη μεγάλη οικονομική κρίση που άρχισε το 2008, όταν η ΕΕ φαινόταν να ακμάζει, υποκύψαμε σε αυτή, ενώ τώρα είναι σχετικά εύκολο να εναντιωνόμαστε, αφού η εναντίωση προς την ΕΕ είναι πιο δημοφιλής. Ωστόσο, η εναντίωσή μας προς την ΕΕ – συγκεκριμένα – έχει αμφισβητηθεί αρκετές φορές από το 2008. Ήδη προς τα τέλη του 2011 και στις αρχές του 2012, υπήρξαν αντιρρήσεις στη Διεθνή ως προς την απλή δήλωση ότι «το παράδειγμα της Αργεντινής φανερώνει παραστατικά ότι η Ελλάδα πιθανόν να είναι καλύτερα εάν δεν πλήρωνε και έφευγε από την ευρωζώνη, επανεισάγοντας το δικό της νόμισμα» (Workers Vanguard τεύχος 992, 9 Δεκεμβρίου 2011).
Το κείμενο του Έκτου Συνεδρίου της ΔΚΕ (2010) υποστήριξε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας «προάγει ένα σοβινιστικό πλαίσιο εναντίωσης στην ΕΕ και στο ΔΝΤ στη βάση του ότι παρεμβαίνουν στην εθνική κυριαρχία της Ελλάδας». Αυτό είναι λάθος. Στη μετέπειτα προπαγάνδα μας, σωστά εναντιωθήκαμε στην ΕΕ (δηλαδή τη Γερμανία) που καταπατά την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα, η ΕΕ και το ΔΝΤ κάνουν πολλά περισσότερα από το να «παρεμβαίνουν» – η Ελλάδα σήμερα έχει λιγότερη εθνική κυριαρχία από το νεοαποικιακό Μεξικό! Ουσιαστικά, εθνική κυριαρχία σημαίνει το δικαίωμα της κυβέρνησης της εκάστοτε χώρας να αποφασίζει για τη δική της εσωτερική πολιτική – και ακόμα περισσότερο για τον έλεγχο του δικού της νομίσματος! Κάποιοι σύντροφοι δεν καταλαβαίνουν τη σύνδεση μεταξύ της αυτοδιάθεσης των εθνών που είναι καταπιεζόμενα από τον ιμπεριαλισμό και τη σαφή υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας τους. Δεν είμαστε απαθείς απέναντι στα ιμπεριαλιστικά ή καταπιεστικά έθνη που καταπατούν την εθνική κυριαρχία των πιο αδύναμων εθνών. Για παράδειγμα, στο Espartaco τεύχος 36 (Σεπτέμβριος 2012) τέθηκε το σωστό σύνθημα: «FBI, DEA και όλοι οι στρατιωτικοί και αστυνομικοί οργανισμοί των Ηνωμένων Πολιτειών έξω από το Μεξικό!»
Έχει υπάρξει διαρκής σύγχυση από μία συζήτηση της ΔΓ τον Φεβρουάριο του 2012, σχετικά με την προσέγγισή μας για την έξοδο από την ΕΕ μεμονωμένων κρατών-μελών. Το αρχικό ψήφισμα που προτάθηκε για τη συνδιάσκεψη έλεγε: «Είμαστε για την έξοδο από την ΕΕ/ευρώ όλων των κρατών-μελών: η διάσπαση του κοινού νομίσματος και της ίδιας της ΕΕ θα πρέπει να είναι ένας μεγάλος στόχος των εργατικών τάξεων σε όλη την Ευρώπη, ως μέρος της προοπτικής των Σοσιαλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης». Κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης, αυτό το τμήμα του ψηφίσματος επικρίθηκε στη λανθασμένη βάση του ότι να καλέσεις για την έξοδο οποιουδήποτε συγκεκριμένου κράτους-μέλους ισοδυναμεί με το να κάνεις αίτημα σε μία αστική κυβέρνηση. Την περίοδο του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα το 2015, ορισμένοι ηγετικοί σύντροφοι χρησιμοποίησαν αυτό το επιχείρημα για να εναντιωθούν στο κάλεσμα «Ελλάδα Έξω από την ΕΕ». Υπήρξε παρ’ όλα αυτά, ένα πραγματικό πρόβλημα με αυτό το σημείο του αρχικού ψηφίσματος της ΔΓ διότι δεν λάμβανε υπόψη τη διαφορά μεταξύ της Γερμανίας, της πραγματικής δύναμης στην Ευρώπη, και των άλλων κρατών-μελών, ούτε τις διαφορές μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών της ΕΕ και αυτών των κρατών της ΕΕ που καταπιέζουν.
Το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί στο ακόλουθο γενικό πλαίσιο: πρώτα και κύρια, είμαστε για τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μία διεθνιστική αφετηρία. Λέγοντας αυτό, αφού η διάσπασή της στο τώρα τίθεται μέσα από την έξοδο μεμονωμένων κρατών-μελών, όταν μπαίνει το ερώτημα, δεν μπορούμε να είμαστε ουδέτεροι. Δεν υπάρχει καμία φόρμουλα σχετικά με το πότε ή το πώς καλούμε για μία χώρα-μέλος να αποχωρίσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό εξαρτάται από την εκάστοτε χώρα καθώς και από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Πριν από την πρόταση για δημοψήφισμα στη Βρετανία, το κάλεσμα «Βρετανία έξω από την ΕΕ» μπορούσε να εκληφθεί μόνο ως εθνικιστικό: για μία δυνατότερη, ιμπεριαλιστική Αγγλία «απελευθερωμένη» από τη Γερμανία. Σε αντίθεση, το κάλεσμα για την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να γίνει ευρέως κατανοητό σε αυτή τη χώρα ως εναντίωση στην καταπίεση της Ελλάδας στα χέρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Γερμανίας. Σε κάθε περίπτωση, τέτοια καλέσματα πρέπει να τοποθετούνται σε ένα πιο γενικό πλαίσιο του προγράμματός μας για τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προωθώντας ένα ταξικό άξονα.
Το 2015 είχαμε δύο κύματα φιλελευθερισμού τα οποία εκφράστηκαν στο κάλεσμα για «ανοιχτά σύνορα». Τον Μάιο, τα δύο πρωτοσέλιδα άρθρα του Workers Vanguard που γράφτηκαν σε συνεργασία με Ευρωπαίους συντρόφους και τη ΔΓ αποσύρθηκαν έπειτα από τις αντιρρήσεις τριών ηγετικών συντρόφων για τη γραμμή που πάρθηκε σχετικά με την προσφυγική κρίση στην Ευρώπη και τη νοτιοανατολική Ασία. Το άρθρο για την Ευρώπη καλούσε για πλήρη πολιτικά δικαιώματα για όλους τους «πρόσφυγες που αναζητούν άσυλο» ενώ το άρθρο για τη νοτιανατολική Ασία διακήρυτε: «Στους Ροχίνγκια πρόσφυγες πρέπει να τους επιτραπεί να εγκατασταθούν όπου αυτοί επιθυμούν». Τον Μάιο του 2015, το πολιτικό γραφείο της SL/U.S. περιέγραψε το πρόβλημα, δηλώνοντας ότι αυτά τα άρθρα είχαν «αστικοφιλελεύθερες πολιτικές και μία αντιδραστική ουτοπική γραμμή για “ανοιχτά σύνορα”». Λίγους μήνες μετά, είχαμε ένα δεύτερο κύμα φιλελευθερισμού που εκφράστηκε σε συντρόφους που ήθελαν να πάρουν μία θέση ενάντια στον Κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙΙ, που επιτρέπει στις κυβερνήσεις να αποφασίζουν που θα πραγματοποιείται η διαδικασία των αιτήσεων για τους πρόσφυγες, δηλαδή ποια χώρα θα θέτει υπό κράτηση και/ή θα απελαύνει τους πρόσφυγες. Αυτή η θέση αντανακλούσε το σοσιαλδημοκρατικό πλαίσιο μιας «κοινωνικής» Ευρώπης και κατάπινε τον φιλελεύθερο μύθο των «ανοιχτών συνόρων» μεταξύ κρατών που έχουν υπογράψει τη Συνθήκη Σένγκεν. Όπως γράψαμε πρόσφατα σε μία πολεμική ενάντια στην Internationalist Group-IG (Διεθνιστική Ομάδα) που διαδίδει αυτές τις ψευδαισθήσεις:
«Ως κομμουνιστές, δεν εμπιστευόμαστε την καλοσύνη των ίδιων των δημιουργών αυτής της δυστυχίας ότι θα παρέχουν καταφύγιο για τα θύματά τους. Σκοπός μας είναι να σφυρηλατήσουμε διεθνιστικά επαναστατικά εργατικά κόμματα που μπορούν να οδηγήσουν το παγκόσμιο προλεταριάτο στην πάλη για να συντρίψει αυτό το σύστημα της στυγνής εκμετάλλευσης, της φυλετικής και αποικιακής/νεοαποικιακής καταπίεσης και του πολέμου».
Workers Vanguard τεύχος 1109, 7 Απριλίου 2017
Spartacist League/Britain
Η τωρινή πάλη έφερε στο φως την οπορτουνιστική τροχιά της Spartacist League/Britain-SL/B (Σπαρτακιστικής Ένωσης/Βρετανίας) τα τελευταία χρόνια, με τον συμβιβασμό της με τον σοσιαλσοβινισμό των Εργατικών και την ανάλογη επιείκεια προς την ΕΕ. Ένα εξωφρενικό παράδειγμα αυτού του συμβιβασμού βρίσκεται στο Workers Hammer τεύχος 237 (Χειμώνας 2016-2017), όπου η SL/B παρείχε αναδρομική αμνηστία για τη θέση του Τζέρεμι Κόρμπιν κατά του Brexit στο δημοψήφισμα του 2016. Επίσης ωραιοποίησε τον Κόρμπιν παραλείποντας το γεγονός ότι είναι ενάντια στο δικαίωμα της ανεξαρτησίας της Σκωτίας, όπως ακριβώς και η προηγούμενη ηγεσία των Εργατικών Ενωτικών. Η θέση του Κόρμπιν για την ανεξαρτησία, μαζί με τη θέση του για την ΕΕ υπέρ της παραμονής, βοήθησε στο να σπρώξει τους Σκωτσέζους εργάτες στην αγκαλιά του αστικού Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος. Επιπλέον, η εναντίωσή του προς το Brexit έσπρωξε τους Άγγλους εργάτες προς το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP). H SL/B δεν πραγματοποίησε σωστά την τακτική της κριτικής υποστήριξης στον Κόρμπιν στη διαμάχη για την ηγεσία το 2016: ο σκοπός της κριτικής υποστήριξης δεν είναι ένα Κορμπινικό Εργατικό Κόμμα αλλά να τεθούν οι βάσεις ενάντια στην ηγεσία ως μέρος της σφυρηλάτησης ενός επαναστατικού (Λενινιστικού) κόμματος της πρωτοπορίας. Αντί αυτoύ, ημισυγκαλυμμένα, η SL/B κατέληξε αδρανής, κινούμενη ραγδαία προς τα δεξιά σε προγραμματικά ζητήματα αρχών.
[…]
Κάποια στιγμή μετά το 2010, η SL/B εγκατέλειψε λαθραία την απαίτηση να αποχωρήσουν τα βρετανικά στρατεύματα από τη Βόρεια Ιρλανδία. Η εγκατάλειψη αυτού του αιτήματος το οποίο υπήρξε κεντρικό στην εναντίωσή μας προς τον βρετανικό ιμπεριαλισμό ακόμα και πριν την ίδρυση του τμήματος δεν καταγράφηκε σε σύσκεψη της ΚΕ ούτε αναφέρθηκε στη ΔΓ. Η ιμπεριαλιστική απάτη «ειρήνης» το 1998 βασίστηκε στην παραμονή του Βρετανικού Στρατού στη Βόρεια Ιρλανδία. Το ότι εγκαταλείψαμε αυτή τη θέση ισοδυναμούσε με την άρνηση ότι ο καθολικός πληθυσμός συνέχιζε να υποβάλλεται στην άμεση καταστολή του βρετανικού κράτους και κατάπινε το σοβινιστικό ψέμα ότι το «Ηνωμένο Βασίλειο» έχει μία θεμιτή αξίωση στη Βόρεια Ιρλανδία. Αυτό το συνέδριο επανεπιβεβαιώνει τις «Θέσεις για την Ιρλανδία», ιδιαίτερα το ακόλουθο σημείο:
«2. Ένα ουσιαστικό στοιχείο του προγράμματός μας είναι η απαίτηση της άμεσης, χωρίς όρους αποχώρησης του βρετανικού στρατού. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός έχει επιφέρει αιώνες εκμετάλλευσης, καταπίεσης και αιματοχυσίας στο νησί. Τίποτα καλό δεν μπορεί να έρθει από τη βρετανική παρουσία∙ η υπάρχουσα σύνδεση μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και του βρετανικού κράτους μπορεί να είναι μόνο καταπιεστική προς τον ιρλανδικό καθολικό πληθυσμό, ένα εμπόδιο για μία προλεταριακή ταξική κινητοποίηση και λύση. Δεν θέτουμε καμία προϋπόθεση σε αυτή την απαίτηση για την άμεση αποχώρηση όλων των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων ούτε μειώνουμε την κατηγορηματική της φύση με το να προτείνουμε “βήματα” προς την πραγματοποίησή της (όπως απλά η απαίτηση ότι ο στρατός θα πρέπει να αποσυρθεί στους στρατώνες του ή από τις εργατικές περιοχές)».
Spartacist [Αγγλική Έκδοση] τεύχος 24, Φθινόπωρο 1977
Spartakist-Arbeiterpartei Deutschlands
Το γερμανικό τμήμα έχει για κάποιο καιρό μία πολιτική να μη μεταφράζει ποτέ άρθρα στην τουρκική γλώσσα, γιατί υποτίθεται ότι όλοι οι Τούρκοι μετανάστες είναι δίγλωσσοι. Αυτό δεν είναι μόνο λανθασμένο αλλά δείχνει περιφρόνηση για τον μεγάλο τουρκικό μεταναστευτικό πληθυσμό της Γερμανίας (και για τους Τούρκους δεύτερης ή παλαιότερης γενιάς μεταναστών). Επιπλέον, οι μεταφράσεις στην τουρκική γλώσσα θα είναι μία δήλωση διεθνισμού και αλληλεγγύης με αυτόν τον καταπιεσμένο πληθυσμό και μπορεί να βρουν τον δρόμο τους προς την Τουρκία, ιδιαίτερα όταν δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας. Επισημαίνουμε ότι το Spartakist-Arbeiterpartei Deutschlands-SpAD (Σπαρτακιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας) έχει πάρει ήδη μέτρα για να διορθώσει την κατάσταση.
Οι σύντροφοι του SpAD πρέπει να εγκαθιδρύσουν ξανά μία στενότερη σχέση με τη Διεθνή και να επιδιώκουν να ταξιδεύουν εκτός Γερμανίας.
[…]
Κύπρος
Η Διεθνής Διακήρυξη Αρχών μας και η «Συμφωνία κοινής δουλειάς μεταξύ των Ελλήνων συντρόφων και της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης (Τεταρτοδιεθνιστική-ICL/FI)», (βλέπε «Η ίδρυση της Τροτσκιστικής Ομάδας της Ελλάδας») αντιμετώπιζε την Κύπρο ως μία κατάσταση αλληλοδιεισδυόμενων λαών (Ελλήνων και Τούρκων), όπου μόνο με τη σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να λυθεί το εθνικό ζήτημα. Για παράδειγμα η «Συμφωνία κοινής δουλειάς» δηλώνει:
«Παλεύουμε για μια προλεταριακή επίλυση του εθνικού ζητήματος, η οποία απαιτεί οπωσδήποτε την επαναστατική ανατροπή των εθνικιστικών αστικών τάξεων σε Νικοσία [Lefkoşa]/Λευκωσία, Αθήνα και Άγκυρα».
Αυτή η οπτική δεν είναι η κατάλληλη για τον ορισμό του κυπριακού ζητήματος. Σήμερα, η Κυπριακή Δημοκρατία και η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου αποτελούν στην πραγματικότητα δύο ξεχωριστά κράτη, με μία συντριπτική πλειοψηφία Ελλήνων στο νότο και μία συντριπτική πλειοψηφία Τούρκων στο βορρά. Η πρότερη αλληλοδιείσδυση των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, κομματιάστηκε το 1974, όταν η ελληνική στρατιωτική χούντα επιχείρησε να προσαρτήσει την Κύπρο μέσα από ένα πραξικόπημα που ηγήθηκαν δεξιοί αξιωματικοί στο νησί. Αυτό ως απάντηση, προκάλεσε την εισβολή του τουρκικού στρατού, και ως τελικό αποτέλεσμα ακολούθησε ο διαχωρισμός των δύο λαών και ο σχηματισμός δύο ξεχωριστών κρατών.
Οι εθνικιστικές εντάσεις μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού λαού ενισχύθηκαν και παγιώθηκαν σημαντικά εξαιτίας κυρίως των Βρετανών ιμπεριαλιστών. Οι τελευταίοι διατήρησαν την αποικιακή τους κυριαρχία στην Κύπρο μέσα από αιματηρή καταστολή και χρησιμοποίησαν την τουρκική μειονότητα για να επιβάλλουν την ιστορική τους στρατηγική, αυτή του «διαίρει και βασίλευε». Παραχωρώντας κάποια ασήμαντα προνόμια στον ένα λαό ενάντια στον άλλον, οι Βρετανοί προσπάθησαν να εμποδίσουν το είδος των κοινών αγώνων που λάμβαναν χώρα προηγουμένως ενάντια στην αποικιακή καταπίεση. Απαιτούμε την άμεση και χωρίς όρους απόσυρση των βρετανικών στρατευμάτων και των στρατευμάτων των ΗΕ από το νησί. Η πραγματική δύναμη του νησιού αρχικά ήταν η Μεγάλη Βρετανία, και μετά τον ΙΙ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτές οι δυνάμεις συνεχίζουν να τρέφουν με σοβινισμό το νησί, που επίσης προωθείται από τις αστικές τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας.
Στο τωρινό πλαίσιο, το πρόγραμμά μας για το δημοκρατικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους εκφράζεται στο ότι αναγνωρίζουμε ότι είναι θεμιτό για την ελληνική πλευρά να ενωθεί με την Ελλάδα και για την τουρκική πλευρά να ενωθεί με την Τουρκία. Επίσης είναι θεμιτό για τους Τουρκοκύπριους και για τους Ελληνοκύπριους να σχηματίσουν τα δικά τους μικρά ανεξάρτητα κράτη ξέχωρα από τις «μητέρες πατρίδες», εάν αυτό επιθυμούν. Η υλοποίηση οποιασδήποτε από αυτές τις λύσεις δεν θα αρνείται το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση σε κανένα από τα δύο έθνη. Λέγοντας αυτό, είναι απαραίτητη περισσότερη έρευνα και συζήτηση για την κατάσταση.
XI. Για τη Διαρκή Επανάσταση στις Αποικιακές Χώρες!
Γουαδελούπη
Στο άρθρο της «La grève générale secoue les colonies françaises» («Οι γαλλικές αποικίες τραντάζονται από γενικές απεργίες», le Bolchévik τεύχος 187, Μάρτιος 2009, επανέκδοση στο Workers Vanguard τεύχος 937, 22 Μαΐου 2009), η LTF ξεκίνησε μια υπεράσπιση του γαλλικού ιμπεριαλισμού, επιχειρηματολογώντας:
«Στη Γαλλία το καθήκον ενός επαναστατικού κόμματος είναι να συσπειρώσει την εργατική τάξη στην πάλη στο πλευρό των λαών των Δυτικών Ινδιών, ενώ στη Γουαδελούπη και τη Μαρτινίκα το κεντρικό καθήκον είναι να προκαλέσει ρήξη με τη λανθασμένη εθνικιστική συνείδηση. Στον ιμπεριαλισμό, τα έθνη δεν είναι ισότιμα, και ενώ υπερασπίζουμε το δικαίωμα για μία ανεξάρτητη Γουαδελούπη στον καπιταλισμό, η ανεξαρτησία μπορεί να οδηγήσει το βιοτικό επίπεδο των φτωχών ακόμα χαμηλότερα».
Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, η επιθυμία για εθνική απελευθέρωση είναι «λανθασμένη εθνικιστική συνείδηση» που πρέπει να συντριβεί. Η LTF αντιτιθόταν στην ανεξαρτησία στη βάση του ότι ο γαλλικός ιμπεριαλισμός είναι ευεργετικός για τον πληθυσμό του νησιού! Επιπλέον, η απελευθέρωση της Γουαδελούπης και της Μαρτινίκας παρουσιάζεται σαν να εξαρτάται από το γαλλικό εργατικό κίνημα, λες και οι ντόπιοι εργάτες δεν είχαν τη δύναμη να παλέψουν για την ίδια τους την απελευθέρωση. Αυτό είναι εντελώς αντίθετο με την προοπτική της διαρκούς επανάστασης. Όπως τόνισε ο Τρότσκι στο Μεταβατικό Πρόγραμμα (1938) σχετικά με τις αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες:
«Μα οι καθυστερημένες χώρες αποτελούν κομμάτι ενός κόσμου που κυριαρχείται από τον ιμπεριαλισμό. Η εξέλιξή τους επομένως έχει ένα συνδυασμένο χαραχτήρα: οι πιο πρωτόγονες οικονομικές μορφές συνδυάζονται με την τελευταία λέξη της καπιταλιστικής τεχνικής και του πολιτισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο καθορίζονται και οι πολιτικές επιδιώξεις του προλεταριάτου στις καθυστερημένες χώρες: ο αγώνας για τις πιο στοιχειώδεις πραγματοποιήσεις της εθνικής ανεξαρτησίας και της εργατικής δημοκρατίας συνδυάζεται με το σοσιαλιστικό αγώνα ενάντια στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό».
Πουέρτο Ρίκο
Το νησί του Πουέρτο Ρίκο έχει καταστραφεί από την οικονομική κρίση, μία άμεση συνέπεια της αποικιακής κυριαρχίας. Είναι στην πραγματικότητα χρεωκοπημένο, με περισσότερο από 70$ δισεκατομμύρια χρέος που επιβλήθηκε από αμοιβαία αντισταθμιστικά κεφάλαια (hedge funds) και άλλους οικονομικούς θεσμούς. Το τεράστιο αυτό χρέος χρησιμοποιείται από τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές για να στραγγαλίσουν τους Πορτορικανούς εργάτες. Οι αποικιακοί ηγεμόνες στην Ουάσιγκτον έχουν επιβάλλει ένα «Συμβούλιο Οικονομικής Εποπτείας και Διοίκησης» που απαιτεί από την κυβέρνηση του Πουέρτο Ρίκο να περικόψει από τον προϋπολογισμό της 3,2$ δισεκατομμύρια μέχρι το 2021. Είμαστε ενάντια στην επιβολή αυτού του συμβουλίου, το οποίο έχει πάρει τον έλεγχο της οικονομίας του Πουέρτο Ρίκο και έθεσε την εκλεγμένη κυβέρνηση του νησιού ακόμα περισσότερο στον έλεγχο των ιμπεριαλιστών. Καλούμε για τη διαγραφή του χρέους – μία απαίτηση που ήταν αμφιλεγόμενη στο κόμμα στο παρελθόν, αλλά αυτό εκφράζει στοιχειωδώς την εναντίωσή μας στην αποικιακή καταπίεση του νησιού.
Από το 1898, το Πουέρτο Ρίκο βρίσκεται σε αποικιακή υποτέλεια από τους ιμπεριαλιστές των Ηνωμένων Πολιτειών. Ακόμα και σήμερα, τα στοιχειώδη πολιτικά δικαιώματα και η μικρή ομοσπονδιακή βοήθεια που χορηγήθηκε στους Πορτορικανούς δεν είναι παρά ένα λεπτό στρώμα λούστρου στην αποικιακή εκμετάλλευση. Επιπρόσθετα, δεν είναι [εθνικά] κυρίαρχο και επομένως δεν μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά του. Οι νόμοι των Ηνωμένων Πολιτειών απαγορεύουν κάθε αλλαγή στην αποικιακή κατάσταση του Πουέρτο Ρίκο χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών – μία κατάφωρη άρνηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του λαού του Πουέρτο Ρίκο. Η κύρια αντίδραση προς τη φτώχεια είναι η μαζική μετανάστευση. Τώρα το νησί έχει ένα πληθυσμό 3,5 εκατομμυρίων, σε σύγκριση με τους πέντε εκατομμύρια Πορτορικανούς που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στο πλαίσιο της τωρινής πάλης, έχει γίνει ξεκάθαρο ότι είχαμε προβλήματα με τη θέση μας για το Πουέρτο Ρίκο όπως αυτή αναπτύχθηκε με τα χρόνια στο Workers Vanguard. Αυτό το συνέδριο επικυρώνει τη θέση μας για το Πουέρτο Ρίκο όπως αυτή διατυπώθηκε από τον σύντροφο Robertson το 1998:
«Αυτό που θέλουμε είναι πολύ ξεκάθαρο. Επειδή θέλουμε να παλέψουμε τον φυλετικό σοβινισμό στην ηπειρωτική χώρα και τον εθνικισμό στο νησί, συνιστούμε έντονα την ανεξαρτησία, αλλά τη συνιστούμε λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθυσμός είναι βαθιά διχασμένος. Επομένως, η κεντρική μας ώθηση είναι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Ενώ από εδώ [τις Ηνωμένες Πολιτείες] πραγματικά έχουμε μία θέση υπέρ της αυτοδιάθεσης, από το Πουέρτο Ρίκο η θέση μας πρέπει να είναι η πάλη για εργατική εξουσία. Η απόφαση θα πρέπει να παρθεί από τους νικηφόρους εργάτες και θα εξαρτάται από τις συνθήκες στον κόσμο και την Καραϊβική την περίοδο εκείνη, σχετικά με το πώς θα εξασκήσουν την αυτοδιάθεση της εργατικής τους τάξης. Πράγματι, νομίζω ότι αυτό είναι πολύ απλό».
Αυτή η διατύπωση κωδικοποιεί την αντιαποικιακή μας στάση στις Ηνωμένες Πολιτείες, το αίσθημα του πληθυσμού του Πουέρτο Ρίκο και της προοπτικής μας για διαρκή επανάσταση όπως αυτή εφαρμόζεται στο Πουέρτο Ρίκο, δηλαδή, την πιθανότητα ότι οι εθνικοί αγώνες στο Πουέρτο Ρίκο μπορούν να λειτουργήσουν επίσης ως μοχλός για τη σοσιαλιστική επανάσταση στο νησί και τη δημιουργία μιας εργατικής δημοκρατίας του Πουέρτο Ρίκο.
Τον Νοέμβριο του 1998 η Ολομέλεια της ΚΕ της SL/U.S. όπου ο σύντροφος Robertson έδωσε αυτή την ομιλία πέρασε ένα ψήφισμα που βρισκόταν στο πνεύμα αυτής της διατύπωσης και δήλωνε: «Ότι από την οπτική των κομμουνιστών, θα προτιμούσαμε την ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο… αλλά δοσμένων των ολοφάνερων και δικαιολογημένων αντιφάσεων των Πορτορικανών για το ζήτημα δεν υποστηρίζουμε αυτή η ανεξαρτησία να τους επιβληθεί». Ωστόσο, το άρθρο «For the Right of Independence for Puerto Rico» («Για το Δικαίωμα της Ανεξαρτησίας του Πουέρτο Ρίκο», Workers Vanguard τεύχος 704, 8 Ιανουαρίου 1999), για το οποίο ψήφισε αυτή η Ολομέλεια ήταν αντιφατικό. Από τη μια πλευρά, το άρθρο όντως παρουσιάζει το κεντρικό περιεχόμενο από τα σχόλια του συντρόφου Robertson και του ψηφίσματος που πέρασε στην Ολομέλεια της ΚΕ. Από την άλλη πλευρά, αντικατοπτρίζει τη λανθασμένη μεθοδολογία του να «βγάλουμε το εθνικό ζήτημα από την ημερήσια διάταξη».
Για χρόνια μετά το αρχικό άρθρο του 1999, η SL/U.S. διαστρέβλωσε τη θέση που ψηφίστηκε στην Ολομέλεια τον Νοέμβριο του 1998. Το 1999, ένας ηγετικός σύντροφος κατήγγειλε τη θέση μας ως «πολύπλοκη» και μπερδεμένη. Στην πραγματικότητα, ήταν αυτός ακριβώς ο σύντροφος που έκανε «πολύπλοκη» την ξεκάθαρη και αιχμηρή θέση του συντρόφου Robertson, σε μία θέση αμφισβητήσιμη για την αποικιοκρατία. Ως αποτέλεσμα, μέχρι το 2010 το Workers Vanguard είχε εξαφανίσει εντελώς το επιχείρημα ότι από την οπτική πλευρά των επαναστατών στις Ηνωμένες Πολιτείες, προτιμούμε την ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο! Αυτό σήμαινε μία θέση ουδετερότητας, καλώντας μόνο για το «δικαίωμα» της αυτοδιάθεσης. Έπειτα από αυτή τη «διόρθωση», ένα άρθρο το 2000 («U.S. Out of Vieques!») («Ηνωμένες Πολιτείες Έξω από το Βιέκες!», Workers Vanguard τεύχος 736, 19 Μαΐου 2000) δήλωνε:
«Απαιτούμε το δικαίωμα της ανεξαρτησίας για το Πουέρτο Ρίκο. Την ίδια στιγμή, τονίζουμε ότι η μόνο λύση για την αποικιακή καταπίεση του Πουέρτο Ρίκο είναι η ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας από το νησί έως εδώ, τις Ηνωμένες Πολιτείες.... Αλλά οι εθνικιστές του Πουέρτο Ρίκο επιδιώκουν να εκτροχιάσουν την προλεταριακή πάλη μέσα από τη λανθασμένη και επικίνδυνη ενότητα μεταξύ του εργατικού κινήματος του Πουέρτο Ρίκο και της ντόπιας αστικής τάξης. Στην καλύτερη περίπτωση, καλούν για κάποιο είδος νεοαποικιακής “ανεξαρτησίας”».
Αυτή η γραμμή, που δημοσιεύτηκε στην αμερικανική εφημερίδα μας, είναι αντίθετη από αυτή που υποστήριξε ο σύντροφος Robertson ενάμιση χρόνο πριν. Η πραγματικότητα είναι ότι η ιμπεριαλιστική καταπίεση του Πουέρτο Ρίκο – και ολόκληρου του Τρίτου Κόσμου – μπορεί να καταστραφεί μόνο μέσα από τη σοσιαλιστική επανάσταση και τη διεθνή επέκτασή της. Ωστόσο, είναι λάθος ότι η αποικιακή καταπίεση δεν μπορεί να τελειώσει χωρίς τη σοσιαλιστική επανάσταση. Και καταγγέλοντας την πιθανότητα της ανεξαρτησίας του Πουέρτο Ρίκο υπό τον καπιταλισμό ως «νεοαποικιακή ανεξαρτησία» ισοδυναμεί με την άρνηση του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση για το Πουέρτο Ρίκο, δηλαδή είναι σοβινιστική.
Ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιούμε τον όρο «συνιστούμε» ή (θα) «προτιμούσαμε» την ανεξαρτησία, το κεντρικό σημείο είναι ότι η αποικιοκρατία είναι αντίθετη με τα συμφέροντα του προλεταριάτου – όλοι οι αποικιακοί υπήκοοι πρέπει να ελευθερωθούν! Αυτό το προγραμματικό σημείο αφετηρίας δεν καθορίζεται από το αίσθημα του πληθυσμού του Πουέρτο Ρίκο αλλά από την εναντίωσή μας προς τον ιμπεριαλισμό. Πρέπει να το εκφράσουμε αυτό στην προπαγάνδα μας όπως και την αναγνώριση ότι ο πληθυσμός του Πουέρτο Ρίκο είναι κατανοητά διχασμένος σχετικά με την ανεξαρτησία. Από τη μια πλευρά οι κάτοικοι του νησιού έχουν πολύ ισχυρό εθνικό αίσθημα. Το Πουέρτο Ρίκο έχει μακρά ιστορία αντιαποικιακής πάλης, που οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές έχουν καταστείλει βάρβαρα, συμπεριλαμβανομένου δολοφονώντας και φυλακίζοντας τους independentistas. Την ίδια στιγμή, πολλοί Πορτορικανοί φοβούνται να χάσουν τη δυνατότητα να ζουν και να εργάζονται στην ηπειρωτική χώρα και να βυθιστούν στο ίδιο επίπεδο φτώχειας όπως οι ανεξάρτητοι γείτονές τους στην Καραϊβική. Επομένως, ως Λενινιστές δεν επιδιώκουμε να επιβάλλουμε τη δική μας άποψη πάνω τους και να επιμένουμε στον αποχωρισμό∙ αντί αυτού, δίνουμε έμφαση στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Σύμφωνα με αυτή την κατανόηση, είναι λάθος που το άρθρο στο Workers Vanguard τεύχος 1075 (2 Οκτωβρίου 2015) σιωπηλά αναιρεί την υπεράσπισή μας για το δικαίωμα του Πουέρτο Ρίκο να επιλέξει να γίνει πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Υποστηρίξαμε:
«Εν τω μεταξύ, η πολιτειακή κατάσταση, ή η άμεση προσάρτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες θα επιδείνωνε τον ρατσιστικό νατιβισμό, την εχθρότητα προς τους Πορτορικανούς. Επίσης θα επιτάχυνε την τάση να αντικατασταθούν στο νησί τα ισπανικά από τα αγγλικά, εν τέλει απειλώντας την εθνική ταυτότητα του λαού του Πουέρτο Ρίκο».
Αυτοί οι δύο ισχυρισμοί απευθείας αντιτίθενται στο δικαίωμα των Πορτορικανών να αποφασίσουν ελεύθερα σχετικά με την προσάρτηση. Αν και το αίσθημα για την πολιτειακή κατάσταση είναι αποτέλεσμα του οικονομικού εκβιασμού από τις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ένα δικαίωμα που επίσης υπερασπίζουμε.
Η προπαγάνδα μας για το Πουέρτο Ρίκο σπάνια μεταφραζόταν στα ισπανικά. Από τώρα και στο εξής, το αμερικανικό τμήμα της ΔΚΕ πρέπει να μεταφράζει συστηματικά αυτά τα άρθρα.
XII. Η Αληθινή Σοβινιστική Συνέχεια
Internationalist Group
Οι υστερικές καταγγελίες της Internationalist Group-IG συκοφαντώντας τη ΔΚΕ ως «σοβινιστική» ακόμα και ρατσιστική αντανακλούν τη φιλελεύθερη υποκρισία αυτών των σοσιαλδημοκρατών που συνθηκολογούν με τον δικό τους ιμπεριαλισμό: Υπερασπίζονται την ΕΕ, αρνούνται να αναγνωρίζουν το δικαίωμα της Καταλονίας στην ανεξαρτησία, θέλουν να κρατήσουν το Κεμπέκ σε μία «ομοσπονδία» της Βόρειας Αμερικής, μεταχειρίζονται το μεξικανικό τμήμα τους σαν νεοαποικία, αρνούνται να πάρουν μία συνεπή θέση ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και τους λακέδες τους στη Συρία, δημιουργούν ψευδαισθήσεις για το Δημοκρατικό Κόμμα και τις «πόλεις άσυλα» και θέλουν να επιβάλλουν ανεξαρτησία στους Πορτορικανούς «είτε το θέλουν είτε όχι».
Όταν ήταν συντάκτης του Workers Vanguard, ο Jan Norden – σήμερα ο líder máximo (ο μέγας ηγέτης) της IG – ήταν ένας από τους συντρόφους που ήταν κεντρικά υπεύθυνος για τις σοβινιστικές μας διαστρεβλώσεις στο εθνικό ζήτημα. Συνεχίζει να τις εφαρμόζει στην τωρινή του προπαγάνδα και στη μεταχείρισή του προς το μεξικανικό τμήμα του. Ο Norden ούτε καν άφηνε τους Μεξικανούς συντρόφους του να γράψουν την ισπανική εφημερίδα τους, El Internacionalista, που ήταν η πιο τακτική δημοσίευσή τους και που γράφεται στη Νέα Υόρκη. (Μετά βίας και δημοσίευσαν εννέα τεύχη της μεξικανικής τους εφημερίδας σε 21 χρόνια!). Ενώ ποζάρουν ως οι πιο μαχητικοί υπερασπιστές των Λατίνων μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες, η σύνθεση της συντακτικής τους επιτροπής, που δεν περιέχει ούτε έναν Λατίνο, φανερώνει το πραγματικό πρόσωπο της IG: #IGEdBrdSoWhite.
Η IG εναντιώνεται στη διάλυση της ιμπεριαλιστικής ΕΕ, για παράδειγμα, αποκηρύσσοντας το Brexit. Η θέση τους για την Ελλάδα είναι ακόμα πιο αηδιαστική, υποστηρίζοντας ότι χωρίς τη σοσιαλιστική επανάσταση, η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει υπό τον ζυγό της ΕΕ και του γερμανικού Viertes Reich (Τέταρτου Ράιχ). Όπως έγραψε η IG: «Το να καλέσεις για την Ελλάδα να βγει από την ΕΕ και να εγκαταλείψει το ευρώ υπέρ της δραχμής είναι…ένα αστικό εθνικιστικό αίτημα» («Greece On the Razor’s Edge», «Η Ελλάδα στην Κόψη του Ξυραφιού», The Internationalist, Δεκέμβριος 2010 [δική μας μετάφραση]). Με την ίδια θέση η IG στο Μεξικό φαίνεται να έχει εγκαταλείψει το κάλεσμα «Κάτω η NAFTA!», το οποίο δεν έχει φανεί στις εφημερίδες της για χρόνια.
Σχετικά με την Καταλονία, η IG ανοιχτά εναντιώνεται στην ανεξαρτησία, υποστηρίζοντας ότι η Καταλονία είναι το «πλουσιότερο τμήμα της Ισπανίας» και η ανεξαρτησία θα «σήμαινε τον διαχωρισμό ενός από τα πιο μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης». Ψευδώς ισχυρίζονται: «Πολλοί αν όχι οι περισσότεροι βιομηχανικοί εργάτες δεν μιλούν καταλανικά» (The Internationalist, Καλοκαίρι 2015 [δική μας μετάφραση]). Σύμφωνα με αυτούς, θα ήταν η ανεξαρτησία της Καταλονίας που θα «έκανε διακρίσεις» ενάντια στους Ισπανούς. Έτσι, η IG δρα ως όργανο της καστιλιάνικης αστικής τάξης και της μοναρχίας.
Οι θέσεις της IG για «ανοιχτά σύνορα» και «παλέψτε τη δεξιά» – ιδιαίτερα με τον ενθουσιασμό τους για την απάτη του Δημοκρατικού Κόμματος σχετικά με τις «πόλεις άσυλα» – αποδίδει έναν πιο προοδευτικό χαρακτήρα στους «δικούς» τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές και στους αντίστοιχους Ευρωπαίους. Για την IG, τα βάσανα των Σύριων προσφύγων δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία υποκριτική κάλυψη για τη σοσιαλιμπεριαλιστική τους θέση. Όσον αφορά τη Συρία, η IG αρνείται να πάρει μία συνεπή Λενινιστική θέση ότι η στρατιωτική ήττα για την Ουάσιγκτον, ακόμα και από τα χέρια των φονιάδων του Ισλαμικού Κράτους, θα ταυτιζόταν με τα συμφέροντα της διεθνούς εργατικής τάξης. Ενώ διαρκώς αλλάζουν θέση δίχως να το παραδέχονται, αυτοί οι αμήχανοι κεντριστές δρουν ως απολογητές των ντόπιων εκπροσώπων της Ουάσιγκτον, όπως των Κούρδων εθνικιστών του YPG/PYD.
Πιστή στον κεντρισμό της, η Internationalist Group καλεί για την ανεξαρτησία του Κεμπέκ, μία κληρονομιά του Norden που έκλεψε από εμάς. Ωστόσο, θέτουν όρια σε αυτή την «ανεξαρτησία»: «Η Ένωση για την Τέταρτη Διεθνή παλεύει για την ανεξαρτησία του Κεμπέκ στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας των εργατικών πολιτειών της Βόρειας Αμερικής» (The Internationalist, Μάιος 2012 [δική μας μετάφραση]). Με άλλα λόγια: ούτε ανεξαρτησία στον καπιταλισμό, ούτε ανεξάρτητη εργατική δημοκρατία για το Κεμπέκ. Επιπλέον, ενώ η IG επιχειρηματολογεί σαν τον Καλό Βασιλιά Σολομώντα ενάντια σε όλα τα εθνικά προνόμια στα λιγοστά άρθρα της στα γαλλικά για το Κεμπέκ, εναντιώνεται στο Νόμο 101 στο Κεμπέκ, που ισοδυναμεί με την υπεράσπιση της βίαιης αφομοίωσης των Κεμπεκουά.
Όσον αφορά το Πουέρτο Ρίκο, η IG είναι για την ανεξαρτησία «είτε το θέλουν» οι μάζες στο Πουέρτο Ρίκο «είτε όχι», όπως έγραψε ο Norden όταν ήταν συντάκτης στο Workers Vanguard. Τέτοια περιφρόνηση από την IG για την εθνική βούληση των Πορτορικανών πηγαίνει χέρι-χέρι με τις πατροναριστικές φιλο-ιμπεριαλιστικές πολιτικές της. Έτσι για την IG, οι ιμπεριαλιστές λευκοί Αμερικανοί μπορούν να επιλέξουν τη μοίρα των Πορτορικανών χωρίς κανένα προβληματισμό για την εθνική τους βούληση.
Στην πολεμική της «Spartacist League: Land Surveyor Socialists» («Σπαρτακιστική Ένωση: Τοπογράφοι Σοσιαλιστές», The Internationalist, Ιανουάριος 2017), η IG μας κατηγορεί για σοβινισμό κατά των Αυτοχθόνων της Αμερικής για τη θέση μας σχετικά με την Πρόσβαση του Αγωγού στην Ντακότα (Dakota Access Pipeline-DALP) που ως Μαρξιστές δεν είμαστε υπέρ ούτε κατά, γιατί δεν δίνουμε συμβουλές στην αστική τάξη σχετικά με την οικονομική της πολιτική. Η IG σε αντίθεση, εξισώνει την υπεράσπιση των Αυτοχθόνων της Αμερικής με την υποστήριξη όλων των αιτημάτων τους σχετικά με τη γη των προγόνων τους, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν λογική η απαίτηση ότι όλη η γη που αναφέρεται στη Συνθήκη του Οχυρού Laramie το 1851 να επιστραφεί σε αυτούς – όπου αυτή η θέση, η επιστροφή στη γη, είναι τόσο φιλελεύθερη όσο και αντιδραστική-ουτοπική, είναι μία θέση που ασπάζεται τον περιβαλλοντολογικό ακτιβισμό κατά του αγωγού και την λατρεία ινδιάνικων παραδόσεων (που επί του παρόντος πάνε μαζί). Αυτό επίσης είναι μία άρνηση της αποικιακής ιστορίας της Βόρειας Αμερικής, που βάναυσα κατέστρεψε και αντικατέστησε την προϋπάρχουσα κοινωνία των γηγενών με μία καπιταλιστική οικονομία.
Αναγνωρίζουμε ότι είναι αδύνατο να επιστρέψουμε στο παρελθόν πριν από την καταστροφή των φυλετικών κοινωνιών, που προέκυψαν μέσα από αιώνες ανείπωτης βίας, σκισμένων συνθηκών και κατάληψης της γης. Όπως έγραψε ο Ένγκελς σε ένα γράμμα το 1893:
«Αλλά η ιστορία είναι η πιο σκληρή από όλες τις θεές, και οδηγεί το θριαμβευτικό της άρμα πάνω από σωρούς πτωμάτων, όχι μόνο στον πόλεμο, αλλά και στην “ειρηνική” οικονομική εξέλιξη. Και εμείς οι άντρες και οι γυναίκες είμαστε δυστυχώς τόσο ηλίθιοι που ποτέ δεν μπορούμε να μαζέψουμε κουράγιο για μία πραγματική πρόοδο εκτός αν μας ωθήσουν σε αυτή βάσανα που μοιάζουν σχεδόν υπερβολικά». [Δική μας μετάφραση]
Η εργατική επανάσταση είναι απαραίτητη για τη διάλυση του ρατσιστικού αμερικανικού καπιταλιστικού συστήματος και για να παρέχει τις υλικές βάσεις απαραίτητες για την αντιμετώπιση της φτώχειας των αυτοχθόνων και άλλων καταπιεσμένων πληθυσμών. Μία εργατική κυβέρνηση θα προσφέρει στον αυτόχθονο πληθυσμό την επιλογή μεταξύ της εθελοντικής ενσωμάτωσης σε μία ισότιμη κοινωνία ή, στο σημείο που είναι δυνατόν, την αυτονομία για όσους την επιθυμούν.
Bolshevik Tendency
Η προπαγάνδα μας για το Κεμπέκ βελτιώθηκε σημαντικά μετά το 1995. Ωστόσο, όπως δήλωνε το ψήφισμα των συντρόφων από το Μόντρεαλ στο συνέδριο στον Καναδά το Νοέμβριο του 2016: «Από το 1975 μέχρι το 1995, το τμήμα δεν είχε ένα Λενινιστικό πρόγραμμα για το εθνικό ζήτημα». Αυτή την κληρονομιά του αγγλο-σοβινισμού υπερασπίζεται περήφανα η «Bolshevik Tendency»-BT (Μπολσεβίκικη Τάση), μία αμφιλεγόμενη οργάνωση που έχει εμμονές με το αηδιαστικό ψέμα ότι έχουμε μία «αιρετική ηγεσία» γύρω από τον Jim Robertson. Αυτή η ομάδα σχηματίστηκε από αποστάτες της οργάνωσής μας και ηγείται από τον ψυχοπαθή Bill Logan, που έπαιξε έναν διακεκριμένο ρόλο στην ανάπτυξη του αγγλο-σοβινιστικού μας προγράμματος για το Κεμπέκ, και τον Tom Riley, που πανηγυρίζει υπερασπιζόμενος αυτό τον σοβινισμό. Το 1999, η BT δημοσίευσε μία μπροσούρα («Marxism & the Quebec National Question», «Μαρξισμός & το Εθνικό Ζήτημα στο Κεμπέκ») ισχυριζόμενη ότι η θέση μας για το Κεμπέκ πριν από το 1995 τους ανήκει. Μπορούν να την έχουν! Αυτή η ομάδα, που συχνά αντανακλά τα χειρότερα ελαττώματα της οργάνωσής μας, αντιπροσωπεύει τη γνήσια συνέχεια της αγγλο-σοβινιστικής μας θέσης. Στην πραγματικότητα, μία κεντρική αδυναμία της πολεμικής μας ενάντια στην BT πριν το 1995 ήταν η άρνηση να παραδεχτούμε ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν πραγματικά η δική τους κληρονομιά, δημιουργώντας μία λανθασμένη διαφορά μεταξύ της δικής μας θέσης πριν το 1995 και της δικής τους. Αν είχαμε κάνει κάτι διαφορετικό θα μας ανάγκαζε να παραδεχτούμε τον αγγλο-σοβινιστικό χαρακτήρα των πολιτικών μας την περίοδο εκείνη.
Η BT είναι κατάφωρα αντιδραστική και υπερασπίζεται την ενότητα του καναδικού κράτους. Οι κατηγορίες τους ότι η θέση μας υπέρ της ανεξαρτησίας ισοδυναμεί με τη Μενσεβίκικη-Σταλινική θέση της «επανάστασης των δύο σταδίων» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πολύ λεπτό κάλυμμα για το γεγονός ότι, με τη λογική της BT, κάθε κάλεσμα για ανεξαρτησία ενός καταπιεζόμενου έθνους ισοδυναμεί με προδοσία. Στην πραγματικότητα, είναι η αγγλο-σοβινιστική BT που ενστερνίζεται την αγγλόφωνη ρατσιστική αστική τάξη και υπερασπίζεται την ταξική συνεργασία.
Παρά την τυπικά σωστή μας θέση υπέρ της ανεξαρτησίας, τα επιχειρήματά μας υποστηρίξαν ότι θα «βγάλουμε το εθνικό ζήτημα από την ημερήσια διάταξη» ώστε να παλέψουμε για τη «σοσιαλιστική επανάσταση στη Βόρεια Αμερική» υπονοώντας ότι ήμασταν υπέρ της ανεξαρτησίας μόνο στον καπιταλισμό. Αυτό μας άφησε εκτεθειμένους στα ανέντιμα επιχειρήματα της BT. Τώρα, έπειτα από αυτή την πάλη και έπειτα από την αλλαγή της θέσης μας σχετικά με τους γλωσσικούς νόμους, αυτοί οι τσαρλατάνοι χωρίς αμφιβολία θα μας κατηγορήσουν ότι συνθηκολογούμε με τον εθνικισμό του Κεμπέκ. Όσο για εμάς, θα μας κάνει ιδιαίτερα χαρούμενους να προκαλέσουμε στον Logan, Riley και ΣΙΑ παροξυσμό όταν θα κάνουμε πολεμικές εναντίον τους, υποστηρίζοντας μια εργατική δημοκρατία του Κεμπέκ!
XIII. Διάφορα
Το Αγροτικό Ζήτημα
Αυτό το συνέδριο καλωσορίζει την κριτική ενός συντρόφου σχετικά με το αγροτικό ζήτημα στην Κολομβία για το άρθρο του Workers Vanguard τεύχος 1105 (10 Φεβρουαρίου 2017). Στις νεοαποικιακές χώρες, αυτό το ζήτημα είναι κεντρικό για τη συγκεκριμένη εφαρμογή της διαρκούς επανάστασης, και αγγίζει επίσης το εθνικό ζήτημα. Στην Κολομβία, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες κατέχουν περισσότερο από 50 τοις εκατό της παραγωγικής γης, ενώ οι φτωχοί αγρότες, που αποτελούν το 75 τοις εκατό των κατόχων γης, κατέχουν μόνο περίπου το 10 τοις εκατό. Αυτό κραυγάζει για μία αγροτική επανάσταση, αλλά το άρθρο μας είναι περιφρονητικό για το αγροτικό ζήτημα.
Το αγροτικό ζήτημα είναι πολύπλοκο και διαφέρει από τη μία χώρα στην άλλη∙ πρέπει να εξετάζεται συγκεκριμένα για κάθε περίπτωση. Αυτό που είναι προγραμματικά κατάλληλο για το Μεξικό δεν είναι απαραίτητα κατάλληλο και για την Κολομβία. Δεν είμαστε σε θέση αυτή τη στιγμή να πάρουμε μία απόφαση για τα ζητήματα που έχουν τεθεί. Είναι απαραίτητο να δώσουμε περισσότερη προσοχή σε αυτό το ζήτημα στη Διεθνή και να συνεχίσουμε τη συζήτηση.
* Οι πολιτικές και η ιδεολογία της «πολυπολιτισμικότητας» που θεσπίστηκαν από τον πατέρα του τωρινού πρωθυπουργού του Καναδά, Τζάστιν Τριντό, είχαν ως στόχο την άρνηση των εθνικών δικαιωμάτων του Κεμπέκ, που βίαια περικλείεται μέσα στην αγγλο-καναδική Συνομοσπονδία. Ο τρόπος που το πετυχαίνει είναι με το να συμπεριλαμβάνει το Κεμπέκ ως μία από τις πολλές οντότητες μέσα σε ένα ενιαίο πολιτιστικό μωσαϊκό. Αυτό το δόγμα είχε επίσημα εισαχθεί το 1971 και αντικατοπτρίζεται νομικά μέσα από τον Καναδικό Νόμο Πολυπολιτισμικότητας του 1988. Η «πολυπολιτισμικότητα» που είχε προταθεί από τους Καναδούς ηγέτες και τη ρεφορμιστική αριστερά προωθεί επίσης ψευδαισθήσεις ότι το καπιταλιστικό κράτος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα εργαλείο για την πάλη κατά της ρατσιστικής καταπίεσης.