Ο Μπολσεβίκος Τεύχος 1

Μάρτιος 2016

 

Ο Τρότσκι για το Θερμιδόρ και την Οικογένεια

Μπολσεβικισμός Εναντίον Σταλινισμού

ΚΚΕ και Σύμφωνο Συμβίωσης

Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ψηφίστηκε στη βουλή το Σύμφωνο Συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια, μία απλή νομική μεταρρύθμιση η οποία δίνει τη δυνατότητα στους ομοφυλόφιλους να κατοχυρώσουν κάποια από τα ίδια κληρονομικά, νομικά και ασφαλιστικά δικαιώματα που έχουν τα ετερόφυλα ζευγάρια. Οι ομοφυλόφιλοι καλωσόρισαν αυτή τη μεταρρύθμιση που μέσα στα πλαίσια της ορθόδοξης και βαθιά συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός. Όμως το Σύμφωνο Συμβίωσης που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά μία ελάχιστη μεταρρύθμιση, με τον Υπουργό Δικαιοσύνης Ν. Παρασκευόπουλο να κάνει σαφές ότι «το σύμφωνο συμβίωσης δεν αφορά θέμα υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια», (Live η συζήτηση του νομοσχεδίου για το σύμφωνο συμβίωσης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 22 Δεκεμβρίου 2015). Ως Μαρξιστές, υπερασπιζόμαστε καθετί που κερδίζουν οι ομοφυλόφιλοι νομικά, συμπεριλαμβανομένου του Συμφώνου Συμβίωσης. Εμείς, η Τροτσκιστική Ομάδα της Ελλάδας τμήμα της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης καλούμε για πλήρη νομική ισότητα και για πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα για τους ομοφυλόφιλους, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην υιοθεσία, στον γάμο και το διαζύγιο. Παλεύουμε για μία κοινωνία μέσα στην οποία κανένας δεν θα χρειάζεται να εξαναγκαστεί σε ένα νομικό ζουρλομανδύα για να έχει ιατρικά οφέλη ή οποιαδήποτε προνόμια που κατοχυρώνονται σε αυτούς που ενσωματώνονται στην παραδοσιακή νομική μούχλα του «ένας άντρας και μία γυναίκα για πάντα». Ταυτόχρονα τονίζουμε ότι οι ομοφυλόφιλοι θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τη μισαλλοδοξία και τις διακρίσεις μέσα στον καπιταλισμό, όπου οι θεσμοί της πυρηνικής οικογένειας και της οργανωμένης θρησκείας είναι οι πυλώνες για τη διατήρηση της αστικής τάξης στην εξουσία.

Αυτή η μικρή αλλά σημαντική μεταρρύθμιση χωρίς έκπληξη προκάλεσε την οργή των αντιδραστικών της ορθόδοξης εκκλησίας, των ακροδεξιών και της φασιστικής Χρυσής Αυγής. Σε αρμονική συγχορδία με την μισαλλοδοξία ενάντια στους ομοφυλόφιλους τάχθηκαν οι Σταλινικοί του ΚΚΕ. Το ΚΚΕ αηδιαστικά καταψήφισε και τοποθετήθηκε για το Σύμφωνο Συμβίωσης, υπερασπίζοντας τον αντιδραστικό θεσμό της οικογένειας. Το ΚΚΕ διακηρύσσει:

«Ο στόχος μέσα από το νομοσχέδιο είναι ουσιαστικά η θεσμική αναγνώριση της οικογένειας ομόφυλων ζευγαριών, συμπεριλαμβανομένων – σε μια πορεία – και της απόκτησης παιδιών από αυτά. Και εκεί είναι η δική μας η διαφωνία…

«Δικαιώματα και υποχρεώσεις γεννιούνται στο πλαίσιο του γάμου, που αποτελεί τη νομική έκφραση της κοινωνικής σχέσης της οικογένειας. Περιλαμβάνει την κοινωνική προστασία των παιδιών, τα οποία βιολογικά είναι αποτέλεσμα της σεξουαλικής σχέσης άντρα και γυναίκα…

«Με τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής κοινωνίας, οπωσδήποτε θα διαμορφωθεί νέος τύπος συμβίωσης, ως σχετικά σταθερής ετεροφυλικής σχέσης και αναπαραγωγής».

— Η Θέση του ΚΚΕ για το Σύμφωνο Συμβίωσης, Ριζοσπάστης, 20 Δεκεμβρίου 2015

Το μοντέλο του ΚΚΕ για την οικογένεια στον σοσιαλισμό, αυτής της «σταθερής ετεροφυλικής σχέσης» δεν διαφέρει καθόλου από την ταπεινωτική καταπίεση της οικογένειας στον καπιταλισμό, με τις υποκριτικές σεξουαλικές ηθικές της. Όπως περιέγραψε ο Ένγκελς στο κλασικό του έργο Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους (1884), η πατριαρχική, μονογαμική οικογένεια προέκυψε στην αρχαιότητα ως το μέσο για την εξασφάλιση της κληρονομιάς της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτό συνοδεύτηκε από την «κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου», όπου «Ο άντρας πήρε το πηδάλιο και στο σπίτι, η γυναίκα ταπεινώθηκε, υποδουλώθηκε, έγινε σκλάβα των ορέξεών του και απλό όργανο τεκνογονίας».

Η οικογένεια στον καπιταλισμό είναι ο κύριος μηχανισμός για την καταπίεση των γυναικών και των νέων. Για την αστική τάξη είναι ένα μέσο επιβολής για κοινωνική πειθαρχία, εμφυσώντας κοινωνικό συντηρητισμό και υποταγή  προς την εξουσία. Η μισαλλοδοξία ενάντια στους ομοφυλόφιλους προέρχεται από την ανάγκη για την υπεράσπιση αυτής της πατριαρχικής δομής ενάντια σε κάθε απόκλιση.

Αποτελούσε πάντα σκοπό του Μαρξισμού – ξεκινώντας με Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος – η αντικατάσταση της οικογένειας ως οικονομικού θεσμού, με την κοινωνικοποίηση της φροντίδας των παιδιών και της οικιακής εργασίας, ελευθερώνοντας τις γυναίκες ώστε να παίξουν έναν πλήρη και ισότιμο ρόλο στην κοινωνική και πολιτική ζωή, ως τμήμα της οικοδόμησης μιας ισότιμης, σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Από την αρχή του, το σοσιαλιστικό κίνημα στάθηκε ευθέως με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων που συμπεριλάμβανε γενναίες δημόσιες τοποθετήσεις όπως ο λόγος του Αυγούστου Μπέμπελ το 1898 στο γερμανικό Ράιχσταγκ (κοινοβούλιο) για την κατάργηση του ποινικού κώδικα ενάντια στην «αφύσικη συνουσία». Η Ρωσική Επανάσταση έδωσε σάρκα και οστά στη Μαρξιστική κατανόηση του γυναικείου ζητήματος και των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων.

Συγκρίνετε αυτά που λέει το ΚΚΕ με αυτό που έπραξαν οι Μπολσεβίκοι τα πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση:

«Η σοβιετική νομοθεσία βασίζεται στην ακόλουθη αρχή:

«Διακηρύσσει την απόλυτη απουσία ανάμιξης του κράτους και της κοινωνίας στα σεξουαλικά ζητήματα δεδομένου ότι κανείς δεν τραυματίζεται και κανενός τα δικαιώματα δεν καταπατώνται

«Όσον αφορά την ομοφυλοφιλία, τον σοδομισμό και διάφορες άλλες μορφές σεξουαλικής ικανοποίησης, τα οποία χαρακτηρίζονται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία ως αδικήματα στην δημόσια ηθική – η σοβιετική νομοθεσία τις μεταχειρίζεται ακριβώς το ίδιο όπως την αποκαλούμενη “φυσική συνουσία”. Όλες οι μορφές της σεξουαλικής συνουσίας είναι ιδιωτικά ζητήματα».

— Απόσπασμα από τον John Lauritsen και David Thorstad, The Early Homosexual Rights Movement 1864-1935 (Το Πρώιμο Κίνημα για τα Δικαιώματα των Ομοφυλόφιλων 1864-1935, δική μας μετάφραση)

Η θέση του ΚΚΕ για την «προστασία των παιδιών», για την «ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών» στην αστική οικογένεια βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με οτιδήποτε πρεσβεύει ο επαναστατικός Μαρξισμός του Ένγκελς, του Μαρξ, του Λένιν και του Τρότσκι για τον αντιδραστικό θεσμό της οικογένειας. Όπως γράφουμε στο άρθρο μας – μεταφρασμένο από το Spartacist (Αγγλική έκδοση, Άνοιξη 2006) – Γυναίκες και Επανάσταση: Η Ρωσική Επανάσταση και η Χειραφέτηση των Γυναικών, Τεύχος 13:

«Ο απαραίτητος ρόλος της οικογένειας – η λειτουργία που πρέπει ν’ αντικατασταθεί και δεν μπορεί να καταργηθεί – είναι η ανατροφή της επόμενης γενιάς. Κάτω από τον καπιταλισμό οι μάζες των νέων προορίζονται για τη μισθωτή σκλαβιά και υπηρετούν ως βορρά των κανονιών στον αστικό στρατό και η οικογένεια παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο να τους εκπαιδεύσει να υπακούουν την εξουσία. Είναι επίσης ο μεγαλύτερος παράγοντας για την ενστάλαξη της θρησκευτικής καθυστέρησης ως ιδεολογικό φρένο στην κοινωνική συνείδηση».

Αμέσως μετά την Ρωσική Επανάσταση, οι Μπολσεβίκοι του Λένιν και του Τρότσκι ξεκίνησαν να υποσκάπτουν τις παλιές αστικές προκαταλήψεις και τους κοινωνικούς θεσμούς που ήταν υπεύθυνοι για την καταπίεση των γυναικών και των ομοφυλόφιλων. Μέσα στα όρια των δυνατοτήτων τους στην καθυστερημένη Ρωσία, ρημαγμένη από τον παγκόσμιο πόλεμο και το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου μετά την επανάσταση, και κάτω από την τεράστια πίεση της εχθρικής ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, οι Μπολσεβίκοι προσπάθησαν να οικοδομήσουν κοινωνικοποιημένες εναλλακτικές για την οικογένεια. Υιοθέτησαν μέτρα ανακουφίζοντας τις γυναίκες από φορτίο αιώνων υποδούλωσης, ελευθερώνοντας τα διαζύγια, ιδρύοντας δημόσια πλυντήρια, δημόσια εστιατόρια, παιδικούς σταθμούς κ.α. και κατοχυρώνοντας το δικαίωμα στην ελεύθερη και δωρεάν έκτρωση, κάτι ανήκουστο για τις καπιταλιστικές χώρες ακόμα και τώρα. Η θέση του ΚΚΕ για τους ομοφυλόφιλους έχει τις ρίζες της στο Σταλινισμό και στον εκφυλισμό της Σοβιετικής Ένωσης μέσα από τη Σταλινική πολιτική αντεπανάσταση αρχής γενομένης από το 1923-1924 και την υπεράσπιση των προνομίων της γραφειοκρατίας που προέκυψε μέσα από αυτή.

 Οι Μπολσεβίκοι γνώριζαν ότι χωρίς την επέκταση της επανάστασης στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η χώρα του Οκτώβρη δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της. Η οικονομική καθυστέρηση του νεαρού εργατικού κράτους και η διεθνής απομόνωσή του, σήμαινε ότι οι Μπολσεβίκοι μπορούσαν να έχουν ελάχιστη πρόσβαση στη διανομή των κοινωνικών πόρων απαραίτητων για να επιτευχθεί η απελευθέρωση των γυναικών από την οικιακή σκλαβιά. Υπό αυτές τις συνθήκες και έπειτα από την αποτυχία των επαναστάσεων στο εξωτερικό και κυρίως στη Γερμανία το 1923, μία συντηρητική, εθνικιστική, γραφειοκρατική κάστα εγέρθηκε με επικεφαλής τον Στάλιν, το λεγόμενο Σοβιετικό Θερμιδόρ όπως το αποκάλεσε ο Τρότσκι, κάνοντας ένα παραλληλισμό με την αστική Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την εκδίωξη των ριζοσπαστών Γιακομπίνων. Με την αρπαγή της πολιτικής εξουσίας από τη Σταλινική γραφειοκρατία, το μπολσεβίκικο διεθνιστικό πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από το αντιμαρξιστικό δόγμα του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα». Με τον καιρό η γραφειοκρατία αποκατέστησε την αντιδραστική ιδεολογία της αστικής κοινωνίας, αν μη τι άλλο δοξάζοντας την οικογενειακή μονάδα. Το 1934 υιοθετήθηκε ένας νόμος που τιμωρούσε τις ομοφυλοφιλικές πράξεις με φυλάκιση, που οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις ομοφυλόφιλων. Παρά τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό της Σοβιετικής Ένωσης, ως Τροτσκιστές πάντα στεκόμασταν για την χωρίς όρους στρατιωτική υπεράσπιση των κοινωνικοποιημένων σχέσεων ιδιοκτησίας ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση και την αντεπανάσταση. Ταυτόχρονα, παλέψαμε για εργατική πολιτική επανάσταση για να διώξουμε την παρασιτική Σταλινική γραφειοκρατία και να αποκαταστήσουμε το απελευθερωτικό διεθνιστικό πρόγραμμα και τους στόχους του κόμματος του Λένιν και του Τρότσκι.      

Το καθήκον ενός πραγματικού επαναστατικού κόμματος της πρωτοπορίας δεν είναι μόνο να ηγηθεί της εργατικής τάξης στην πάλη αλλά να ενωθεί με όλα τα τμήματα των καταπιεσμένων, να δράσει με τα λόγια του Λένιν ως ένας «λαϊκός κήρυκας» ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης, είτε αυτή προέρχεται από φυλετικό ή εθνικιστικό μίσος είτε από την καταπιεστική σεξουαλική ηθική που επιβάλλεται από την αστική οικογένεια.

Παρακάτω δημοσιεύουμε το απόσπασμα με τίτλο «Το Θερμιδόρ στην Οικογένεια» από το έργο του Τρότσκι Η Προδομένη Επανάσταση (1936), την πιο σημαντική ανάλυσή του για τον εκφυλισμό της Σοβιετικής Ένωσης, που εξηγεί πώς το νεαρό σοβιετικό εργατικό κράτος προσπάθησε να υποσκάψει τις υλικές βάσεις για τη γυναικεία καταπίεση και πώς ο Σταλινικός εκφυλισμός της Σοβιετικής Ένωσης, το Σοβιετικό Θερμιδόρ που το περιέγραψε ως «ένα θρίαμβο της γραφειοκρατίας πάνω στις μάζες», οδήγησε σε υποχωρήσεις και σε αυτό τον τομέα. Ο Τρότσκι παρά τον εκφυλισμό της Σοβιετικής Ένωσης πάλεψε μέχρι τέλους για την υπεράσπιση του εργατικού κράτους και καλούσε την εργατική τάξη για πολιτική επανάσταση για να διωχτεί η Σταλινική γραφειοκρατία. Ο αρχιτέκτονας της εξέγερσης του Οκτώβρη του 1917 μαζί με τον Λένιν στηριζόμενος στις παραδόσεις του επαναστατικού Μαρξισμού, καταλάβαινε ότι η πραγματική κοινωνική απελευθέρωση και η υπεράσπιση της ίδιας της επανάστασης του Οκτώβρη δεν μπορούσε «να πραγματοποιηθεί πάνω σε μια βάση “γενικευμένης φτώχειας”» αλλά προϋπόθετε μία παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία, μέσω της επέκτασης της προλεταριακής επανάστασης διεθνώς.

* * *

Η Οκτωβριανή Επανάσταση εκπλήρωσε με ειλικρίνεια τις υποχρεώσεις της σε ότι αφορά τη γυναίκα. Η νεαρή κυβέρνηση όχι μόνο της έδωσε όλα τα πολιτικά και νομικά δικαιώματα σε ισότητα με τον άντρα, αλλά πράγμα που είναι πιο σημαντικό, έκανε καθετί που μπορούσε και όπως και να ’χει, ασύγκριτα περισσότερα απ’ ότι έχει κάνει ποτέ οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση, για να εξασφαλίσει ότι είναι πραγματικά προσιτές σ’ αυτήν όλες οι μορφές οικονομικής και πολιτιστικής δουλειάς. Ωστόσο, και η πιο τολμηρή επανάσταση, όπως και η «παντοδύναμη» βρετανική βουλή, δεν μπορεί να μετατρέψει μια γυναίκα σε άντρα ή μάλλον δεν μπορεί να χωρίσει στα ίσα μεταξύ τους το φορτίο της εγκυμοσύνης, της γέννας, του θηλασμού και της ανατροφής των παιδιών. Η επανάσταση έκανε μια ηρωική προσπάθεια να καταστρέψει τη λεγόμενη «οικογενειακή εστία» – τον αρχαϊκό, πνιγηρό και βαλτωμένο εκείνο θεσμό, κάτω από τον οποίο η γυναίκα των εργαζόμενων τάξεων είναι καταδικασμένη σε καταναγκαστικά έργα από την παιδική της ηλικία μέχρι το θάνατό της. Η θέση της οικογένειας σαν μιας κλειστής μικρο-επιχείρησης επρόκειτο να καταληφθεί, σύμφωνα με το επαναστατικό σχέδιο, από ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής μέριμνας και εξυπηρέτησης: οίκους μητρότητας, βρεφικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία, σχολεία, κοινωνικά εστιατόρια, κοινωνικά πλυντήρια, σταθμούς πρώτων βοηθειών, νοσοκομεία, θεραπευτήρια, αθλητικές οργανώσεις, κινηματογράφους κτλ. Η πλήρης απορρόφηση των λειτουργιών του νοικοκυριού της οικογένειας από τους θεσμούς της σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα ένωνε όλες τις γενιές σε αλληλεγγύη και αμοιβαία βοήθεια, επρόκειτο να φέρει στη γυναίκα και έτσι στο τρυφερό ζευγάρι μια πραγματική απελευθέρωση από έναν προαιώνιο ζυγό. Μέχρι τώρα αυτό το πρόβλημα των προβλημάτων δεν έχει λυθεί. Τα σαράντα εκατομμύρια σοβιετικές οικογένειες παραμένουν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, φωλιές του μεσαίωνα, της γυναικείας σκλαβιάς και υστερίας, της καθημερινής ταπείνωσης των παιδιών, της γυναικείας και παιδικής δεισιδαιμονίας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας καμιά αυταπάτη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι διαδοχικές αλλαγές σε ότι αφορά την προσέγγιση στο πρόβλημα της οικογένειας στη Σοβιετική Ένωση, χαρακτηρίζουν καλύτερα απ’ όλα την πραγματική φύση της σοβιετικής κοινωνίας και την εξέλιξη του κυρίαρχου στρώματός της.

Αποδείχτηκε αδύνατο να καταλάβουμε εξ’ εφόδου την παλιά οικογένεια – όχι επειδή έλλειπε η θέληση κι ούτε επειδή η οικογένεια ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη στην καρδιά των ανθρώπων. Αντίθετα, μετά από μια μικρή περίοδο δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση και τους βρεφικούς σταθμούς της, τα νηπιαγωγεία και τα άλλα παρόμοια ιδρύματα, οι εργαζόμενες γυναίκες και μετά απ’ αυτές οι πιο προχωρημένες αγρότισσες, εκτίμησαν τα αμέτρητα πλεονεκτήματα τόσο της συλλογικής φροντίδας των παιδιών, όσο και της κοινωνικοποίησης ολόκληρης της οικογενειακής οικονομίας. Δυστυχώς η κοινωνία αποδείχτηκε πολύ φτωχή και λίγο καλλιεργημένη. Οι πραγματικοί πόροι του κράτους δεν ανταποκρίνονταν στα πλάνα και τις προθέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Δεν μπορείς να «καταργήσεις» την οικογένεια. Πρέπει να την αντικαταστήσεις. Η πραγματική απελευθέρωση της γυναίκας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πάνω σε μια βάση «γενικευμένης φτώχειας». Η εμπειρία απόδειξε σύντομα αυτή την απλή αλήθεια που ο Μαρξ είχε διατυπώσει ογδόντα χρόνια πριν.

Στη διάρκεια των δύσκολων χρόνων οι εργάτες και ως ένα μέρος οι οικογένειές τους, όπου αυτό ήταν δυνατό, έτρωγαν στο εργοστάσιο και σε άλλα κοινωνικά εστιατόρια και αυτό το γεγονός θεωρούνταν επίσημα σαν μια μετάβαση σε μια σοσιαλιστική μορφή ζωής. Δεν είναι ανάγκη να σταματήσει κανείς ξανά πάνω στις ιδιορρυθμίες των διαφορετικών περιόδων: ο πολεμικός κομμουνισμός, η ΝΕΠ και το πρώτο πεντάχρονο πλάνο. Το γεγονός είναι ότι από τη στιγμή που καταργήθηκε το σύστημα του δελτίου στα τρόφιμα το 1935, όλοι οι εργάτες που ήταν σε καλύτερη θέση άρχισαν να γυρίζουν στην τραπεζαρία του σπιτιού τους. Θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς αυτή την υποχώρηση σαν μια καταδίκη του σοσιαλιστικού συστήματος, που γενικά ποτέ δεν δοκιμάστηκε. Αλλά η ιδέα των εργατών και των γυναικών τους για την «κοινωνική διατροφή» που οργάνωνε η γραφειοκρατία μαραινόταν ολοένα και περισσότερο. Το ίδιο συμπέρασμα πρέπει να βγει και για τα κοινωνικά πλυντήρια, όπου σχίζουν και κλέβουν τα ασπρόρουχα περισσότερο απ’ όσο τα πλένουν. Πίσω, λοιπόν, στην οικογενειακή εστία! Αλλά το μαγείρεμα στο σπίτι και ο νεροχύτης του σπιτιού, που μισοντροπιασμένα τώρα εξυμνούν οι ρήτορες και οι δημοσιογράφοι, σημαίνουν την επιστροφή των γυναικών των εργατών πίσω στις κατσαρόλες και στα τηγάνια τους –δηλαδή στην παλιά σκλαβιά. Είναι πολύ αμφίβολο αν η απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για «τον πλήρη και αμετάκλητο θρίαμβο του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση» ηχεί πολύ πειστικά στα αυτιά των γυναικών των βιομηχανικών περιοχών!

Η οικογένεια της επαρχίας, δεμένη όχι μόνο με την οικοτεχνία αλλά και με τη γεωργία, είναι άπειρα πιο σταθερή και πιο συντηρητική από την οικογένεια της πόλης. Μονάχα μερικές και κατά γενικό κανόνα, οι αναιμικές αγροτικές κομμούνες εισάγανε τα κοινωνικά εστιατόρια και τους βρεφικούς σταθμούς στην πρώτη περίοδο. Η κολλεκτιβοποίηση, σύμφωνα με τις πρώτες εξαγγελίες, επρόκειτο να εισάγει μια αποφασιστική αλλαγή στη σφαίρα της οικογένειας. Δεν ήταν για το τίποτε που απαλλοτρίωσαν τα κοτόπουλα του αγρότη όπως και τις αγελάδες του. Οπωσδήποτε δεν υπήρχε έλλειψη από εξαγγελίες για τη θριαμβευτική πορεία των κοινωνικών εστιατορίων σε ολόκληρη τη χώρα. Αλλά όταν άρχισε η υποχώρηση, εμφανίστηκε ξαφνικά η πραγματικότητα από τη σκιά αυτής της κομπορρημοσύνης. Κατά γενικό κανόνα, ο αγρότης παίρνει από την κολλεκτιβοποιημένη φάρμα μονάχα ψωμί για τον εαυτό του και τροφές για τα ζώα του. Το κρέας, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα λαχανικά, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά, από τους διπλανούς ιδιωτικούς κλήρους. Και όταν τα πιο σημαντικά είδη, τα αναγκαία για τη ζωή αποκτούνται με τις μεμονωμένες προσπάθειες της οικογένειας, δεν μπορεί πια να γίνεται λόγος για κοινωνικά εστιατόρια. Έτσι, τα μικρά αγροκτήματα, που δημιουργούν μια νέα βάση για τη σπιτική εστία, φορτώνουν ένα διπλό βάρος πάνω στη γυναίκα.

Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων θέσεων στους βρεφικούς σταθμούς ανερχόταν, το 1932, σε 600.000 και των εποχιακών θέσεων, μονάχα για την εποχή της δουλειάς στα χωράφια, σε περίπου 4.000.000. Το 1935, υπήρχαν 5.600.000 κούνιες, αλλά οι μόνιμες ήταν ακόμα ένα ασήμαντο μόνο μέρος του συνόλου. Επιπλέον, οι βρεφικοί σταθμοί που υπάρχουν, ακόμα και στη Μόσχα, στο Λένινγκραντ και σε άλλα κέντρα, δεν είναι ικανοποιητικοί, γενικά, ακόμα και για κείνους που δεν έχουν απαιτήσεις. «Ένας βρεφικός σταθμός όπου το παιδί αισθάνεται χειρότερα απ’ ότι στο σπίτι, δεν είναι βρεφικός σταθμός, αλλά ένα κακό ορφανοτροφείο», παραπονιέται μια μεγάλη σοβιετική εφημερίδα. Δεν είναι να απορεί κανείς αν οι εργατικές οικογένειες που τα φέρνουν βόλτα αποφεύγουν τους βρεφικούς σταθμούς. Αλλά για την κύρια μάζα των εργατών, ο αριθμός ακόμα και αυτών των «κακών ορφανοτροφείων» είναι ασήμαντος. Πολύ πρόσφατα, η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή αποφάσισε ότι θα πρέπει τα βρέφη για υιοθεσία και τα ορφανά να δίνονται σε ιδιωτικά χέρια για να τα μεγαλώνουν. Έτσι, μέσα από το ανώτατο όργανό της, η γραφειοκρατική κυβέρνηση αναγνώρισε τη χρεοκοπία της σε σχέση με την πιο σημαντική σοσιαλιστική λειτουργία. Ο αριθμός των παιδιών στα νηπιαγωγεία ανέβηκε στη διάρκεια των πέντε χρόνων 1930-1935 από 370.000 σε 1.181.000. Ο αριθμός του 1930 είναι τόσο χαμηλός που εντυπωσιάζει, αλλά και ο αριθμός για το 1935 φαίνεται να είναι μονάχα μια σταγόνα στον ωκεανό των σοβιετικών οικογενειών. Μια παραπέρα έρευνα θα έδειχνε, αναμφίβολα, ότι τα κύρια και σε κάθε περίπτωση τα καλύτερα νηπιαγωγεία, είναι για τις οικογένειες της διοίκησης, του τεχνικού προσωπικού, των Σταχανοβικών, κτλ.

Η ίδια η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, λίγο καιρό πριν, αναγκάστηκε να ομολογήσει ανοιχτά ότι η «απόφαση για την εξάλειψη των άστεγων και εγκατελειμμένων παιδιών εφαρμόζεται με χαλαρότητα». Τι κρύβεται πίσω από την ψύχραιμη αυτή εξομολόγηση; Τυχαία, από παρατηρήσεις στα ψιλά των εφημερίδων, μαθαίνουμε ότι στη Μόσχα περισσότερα από χίλια παιδιά ζουν σε «εξαιρετικά δύσκολες οικογενειακές συνθήκες». Ότι στα λεγόμενα σπίτια των παιδιών της πρωτεύουσας, υπάρχουν περίπου 1.500 παιδιά που δεν έχουν πουθενά να πάνε και τριγυρνάνε στους δρόμους, ότι στη διάρκεια των δύο φθινοπωρινών μηνών του 1935, στη Μόσχα και το Λένινγκραντ «7.500 γονείς στάλθηκαν στο δικαστήριο γιατί άφησαν τα παιδιά τους χωρίς επίβλεψη». Σε τι ωφέλησε που τους φέρανε στο δικαστήριο; Πόσες χιλιάδες γονείς έχουν αποφύγει να προσαχθούν στο δικαστήριο; Πόσα παιδιά σε «εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες» δεν είναι γραμμένα πουθενά; Σε τι διαφέρουν οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες από τις απλά δύσκολες συνθήκες; Αυτά είναι τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα. Ένα μεγάλο μέρος της έλλειψης σπιτιών των παιδιών, τόσο της φανερής και ανοιχτής όσο και της καλυμμένης, είναι το άμεσο αποτέλεσμα της μεγάλης κοινωνικής κρίσης, που στην πορεία της η παλιά οικογένεια εξακολουθεί να διαλύεται πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι είναι ικανοί οι νέοι θεσμοί να την αντικαταστήσουν.

Από τις ίδιες αυτές τυχαίες παρατηρήσεις στις εφημερίδες και από τα επεισόδια στα αρχεία των δικαστηρίων, ο αναγνώστης μπορεί να μάθει για την ύπαρξη της πορνείας στη Σοβιετική Ένωση – δηλαδή, τον έσχατο εξευτελισμό της γυναίκας προς όφελος των αντρών που μπορούν να πληρώσουν γι’ αυτό. Το φθινόπωρο του προηγούμενου χρόνου, λόγου χάρη, η Ισβέστια πληροφόρησε ξαφνικά τους αναγνώστες της για τη σύλληψη στη Μόσχα «χιλίων γυναικών που μυστικά πουλούσαν τον εαυτό τους στους δρόμους της προλεταριακής πρωτεύουσας». Ανάμεσα σ’ αυτές που συνέλαβαν, ήταν 177 εργάτριες, 92 υπάλληλοι, 5 φοιτήτριες πανεπιστημίου, κτλ. Τι τις έσπρωξε στο πεζοδρόμιο; Οι ανεπαρκείς μισθοί, η φτώχεια, η αναγκαιότητα να «βγάλουν κάτι για ένα φόρεμα, για παπούτσια». Μάταια θα ψάξουμε για να βρούμε τις διαστάσεις, έστω και κατά προσέγγιση, της κοινωνικής αυτής μάστιγας. Η σεμνή γραφειοκρατία διατάσσει τον στατιστικολόγο να παραμείνει σιωπηλός. Αλλά η ίδια η αναγκαστική αυτή σιωπή μαρτυράει αλάνθαστα ότι οι πόρνες στη Σοβιετική Ένωση είναι μια «τάξη» πολυάριθμη. Εδώ, ουσιαστικά, δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να πούμε ότι είναι «υπολείμματα του παρελθόντος». Οι πόρνες στρατολογούνται από τη νεότερη γενιά. Κανείς λογικός άνθρωπος, βέβαια, δεν θα σκεφτόταν να απευθύνει μια ιδιαίτερη μομφή γι’ αυτή την πληγή, που είναι τόσο παλιά όσο και ο πολιτισμός, ενάντια στο σοβιετικό καθεστώς. Είναι, όμως, ασυγχώρητο το να μιλάει κανείς για τον θρίαμβο του σοσιαλισμού όταν συνεχίζει να υπάρχει η πορνεία. Οι εφημερίδες, βέβαια, μας διαβεβαιώνουν στο βαθμό που τους επιτρέπεται να αγγίξουν το λεπτό αυτό θέμα ότι «η πορνεία μειώνεται». Αυτό, σε σύγκριση με τα χρόνια της πείνας και της ύφεσης (1931-1933), είναι δυνατό να είναι αλήθεια. Αλλά η αποκατάσταση των νομισματικών σχέσεων που έγινε από τότε, καταργώντας εντελώς το δελτίο, αναπόφευκτα οδηγεί σε μια νέα αύξηση της πορνείας όπως και των παιδιών χωρίς σπίτι. Όπου υπάρχουν προνόμια, υπάρχουν και παρίες!

Η μάζα των εγκατελειμμένων παιδιών είναι χωρίς αμφιβολία το πιο αλάνθαστο και πιο τραγικό σύμπτωμα της δύσκολης κατάστασης της μητέρας. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ακόμα και η αισιόδοξη Πράβντα αναγκάζεται μερικές φορές να κάνει μια πικρή ομολογία: «Η γέννηση ενός παιδιού είναι για πολλές γυναίκες μια σοβαρή απειλή για τη θέση τους». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η επαναστατική εξουσία έδωσε στις γυναίκες το δικαίωμα στην έκτρωση, που σε συνθήκες φτώχειας και κακής οικογενειακής κατάστασης, ότι και να λένε γι’ αυτό το ζήτημα οι ευνούχοι και οι γεροντοκόρες και των δύο φύλων, είναι ένα από τα πιο σημαντικά αστικά, πολιτικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Ωστόσο, κι αυτό το δικαίωμα των γυναικών, που είναι αρκετά ζοφερό από μόνο του, μετατρέπεται κάτω από την υπάρχουσα κοινωνική ανισότητα, σε ένα προνόμιο. Μερικές πληροφορίες που διαρρέουν στον Τύπο για την πρακτική της έκτρωσης, κυριολεκτικά σοκάρουν. Έτσι, από ένα μονάχα νοσοκομείο ενός χωριού σε μια περιοχή στα Ουράλια, περάσανε το 1935 «195 γυναίκες που ακρωτηριάστηκαν από τις μαίες» – ανάμεσά τους, 33 εργάτριες, 28 υπάλληλοι, 65 γυναίκες από τις κολλεκτιβοποιημένες φάρμες, 58 νοικοκυρές, κτλ. Αυτή η περιοχή των Ουραλίων διαφέρει από την πλειοψηφία των άλλων περιοχών μόνο στο γεγονός ότι η πληροφορία γι’ αυτήν συνέβηκε να γραφτεί στον Τύπο. Πόσες γυναίκες ακρωτηριάζονται κάθε μέρα σ’ όλη την έκταση της Σοβιετικής Ένωσης;

Επειδή έχει αποκαλυφθεί η ανικανότητά του να εξυπηρετήσει τις γυναίκες, που είναι υποχρεωμένες να καταφύγουν στην έκτρωση, με την αναγκαία ιατρική βοήθεια και υγιεινή, το κράτος κάνει μια οξύτατη αλλαγή στην πορεία του και παίρνει το δρόμο της απαγόρευσης. Και όπως ακριβώς σε άλλες καταστάσεις, η γραφειοκρατία κάνει την ανάγκη φιλοτιμία. Ένα από τα μέλη του ανώτατου σοβιετικού δικαστηρίου, ο Σολτζ, ένας ειδικός σε ζητήματα γάμου, βασίζει την επερχόμενη απαγόρευση της έκτρωσης στο γεγονός ότι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία όπου δεν υπάρχουν άνεργοι κτλ, κτλ, μια γυναίκα δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί «τις χαρές της μητρότητας». Η φιλοσοφία ενός παπά που από πάνω είναι προικισμένος και με τις εξουσίες του χωροφύλακα. Λίγο πιο πάνω διαβάσαμε στο κεντρικό όργανο του κυβερνητικού κόμματος ότι η γέννηση ενός παιδιού είναι για πολλές γυναίκες, και θα ήταν πιο αληθινό να πούμε για τη συντριπτική πλειοψηφία, «μια απειλή για τη θέση τους». Λίγο πιο πάνω ακούσαμε από το ανώτατο σοβιετικό σώμα ότι «η απόφαση για την εξάλειψη των άστεγων και εγκατελειμμένων παιδιών εφαρμόζεται με χαλαρότητα», πράγμα που αναμφίβολα σημαίνει μια νέα αύξηση των αστέγων. Αλλά εδώ ο ανώτατος σοβιετικός δικαστής μας πληροφορεί ότι σε μια χώρα όπου «η ζωή είναι ευτυχισμένη», η έκτρωση θα έπρεπε να τιμωρείται με φυλάκιση ακριβώς όπως στις καπιταλιστικές χώρες όπου η ζωή είναι θλιβερή. Είναι καθαρό από τα πριν, ότι στη Σοβιετική Ένωση όπως και στη Δύση, εκείνες που θα πέσουν στα νύχια του δεσμοφύλακα θα είναι κυρίως οι εργάτριες, οι υπηρέτριες, οι αγρότισσες, που τους είναι δύσκολο να καλύψουν τα βάσανά τους. Όσον αφορά τις «γυναίκες μας», που μας βομβαρδίζουν με απαιτήσεις για λεπτά αρώματα και άλλα ευχάριστα πράγματα, αυτές, όπως και πριν, θα κάνουν αυτό που θεωρούν ότι είναι αναγκαίο, κάτω από την ίδια τη μύτη ενός καλόβολου δικαστή. «Έχουμε ανάγκη από ανθρώπους», καταλήγει ο Σολτζ, κλείνοντας τα μάτια του μπροστά στα άστεγα παιδιά. «Τότε, έχετε την καλοσύνη να τα γεννήσετε εσείς», θα ήταν ίσως η απάντηση στον ανώτατο δικαστή εκατομμυρίων εργαζόμενων γυναικών, αν η γραφειοκρατία δεν τους είχε σφραγίσει τα χείλη με τη σφραγίδα της σιωπής. Αυτοί οι κύριοι, έχουν, φαίνεται, τελείως ξεχάσει ότι ο σοσιαλισμός επρόκειτο να εξαλείψει την αιτία που αναγκάζει τη γυναίκα να κάνει έκτρωση, κι όχι να την εξαναγκάσει στις «χαρές της μητρότητας» με τη βοήθεια μιας βρομερής αστυνομικής παρέμβασης σ’ αυτό που είναι για κάθε γυναίκα η πιο ενδόμυχη σφαίρα της ζωής.

Το νομοσχέδιο για την απαγόρευση της έκτρωσης υποβλήθηκε στη λεγόμενη καθολική λαϊκή συζήτηση, αλλά ακόμα και μέσα από το πολύ λεπτό κόσκινο του σοβιετικού Τύπου, ξέσπασαν πολλά πικρά παράπονα και πνιγμένες διαμαρτυρίες. Η συζήτηση διακόπηκε τόσο απότομα όσο απότομα είχε αναγγελθεί, και στις 27 του Ιούνη, η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή μετάτρεψε το αισχρό νομοσχέδιο σε ένα τρεις φορές αισχρότερο νόμο. Ακόμα και μερικοί από τους επίσημους απολογητές της γραφειοκρατίας αισθάνθηκαν αμηχανία. Ο Λουίς Φίσερ ονόμασε αυτό το κομμάτι της νομοθεσίας κάτι που μοιάζει με μια αξιοθρήνητη παρανόηση. Στην πραγματικότητα, ο νέος νόμος ενάντια στις γυναίκες – με μια εξαίρεση για τις κυρίες – είναι ο φυσικός και λογικός καρπός μιας θερμιδοριανής αντίδρασης.

Η θριαμβευτική αποκατάσταση της οικογένειας, που γίνεται ταυτόχρονα – τί θεία σύμπτωση! – με την αποκατάσταση του ρουβλιού, προκαλείται από την υλική και πολιτιστική χρεοκοπία του κράτους. Αντί να πούνε ανοιχτά, «έχει αποδειχτεί ότι είμαστε ακόμα πολύ φτωχοί και πολύ αμαθείς για τη δημιουργία σοσιαλιστικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους, τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα πραγματοποιήσουν αυτό το σκοπό», οι ηγέτες εξαναγκάζουν τους ανθρώπους να ξανακολλήσουν το κέλυφος της σπασμένης οικογένειας και, όχι μόνο αυτό, αλλά και να την θεωρούν, κάτω από την απειλή βαριών ποινών, σαν τον ιερό πυρήνα του σοσιαλισμού που θριαμβεύει. Είναι δύσκολο να μετρήσει κανείς με το μάτι την έκταση αυτής της υποχώρησης.

Καθένας και καθετί σύρεται βίαια στη νέα πορεία: ο νομοθέτης και ο λογοτέχνης, το δικαστήριο και η πολιτοφυλακή, η εφημερίδα και η τάξη του σχολείου. Όταν ένας αφελής και τίμιος κομμουνιστής νεολαίος έχει την τόλμη να γράψει: «θα ήταν καλύτερα να καταπιαστείτε με τη λύση του προβλήματος: πώς θα μπορέσει η γυναίκα να ξεφύγει από την τανάλια της οικογένειας», παίρνει για απάντηση ένα δυο καλά χαστούκια και σωπαίνει. Το Άλφα-Βήτα του κομμουνισμού παρουσιάζεται σαν «αριστερίστικες υπερβολές». Οι βλακώδεις και μπαγιάτικες προκαταλήψεις των απολίτιστων φιλισταίων ανασταίνονται στο όνομα μιας νέας ηθικής. Και τι συμβαίνει στην καθημερινή ζωή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της απέραντης αυτής χώρας; Ο Τύπος δεν αντανακλά παρά σ’ έναν πολύ αδύνατο βαθμό το βάθος της θερμιδοριανής αντίδρασης στη σφαίρα της οικογένειας.

Αφού το ευγενές πάθος για την κήρυξη του ευαγγελίου αυξάνει μαζί με την αύξηση της αμαρτίας, η έβδομη εντολή αποκτά μεγάλη δημοτικότητα στο κυρίαρχο στρώμα. Οι σοβιετικοί ηθικολόγοι δεν έχουν να αλλάξουν παρά ελαφρά τη φρασεολογία. Μια καμπάνια έχει ανοιχτεί ενάντια στα πολύ συχνά και εύκολα διαζύγια. Η δημιουργική σκέψη των νομοθετών είχε ήδη επινοήσει ένα «σοσιαλιστικό» μέτρο που επιβάλλει μια υποχρεωτική πληρωμή για την εγγραφή των διαζυγίων στο ληξιαρχείο – πληρωμή που μεγαλώνει σε περίπτωση νέου διαζυγίου. Δεν ήταν χωρίς λόγο η παρατήρηση που κάναμε πιο πάνω ότι η ανάσταση της οικογένειας πηγαίνει χέρι χέρι με την αύξηση του εκπαιδευτικού ρόλου του ρουβλιού. Ένας φόρος κάνει, αναμφίβολα, δύσκολη την εγγραφή στο ληξιαρχείο για κείνους που δυσκολεύονται να πληρώσουν. Ελπίζουμε, η πληρωμή αυτή να μην δημιουργήσει καμιά δυσκολία στους ανώτερους κύκλους. Επιπλέον, οι άνθρωποι που έχουν όμορφα διαμερίσματα, αυτοκίνητα και άλλα ωραία πράγματα, κανονίζουν τις προσωπικές τους υποθέσεις χωρίς περιττή δημοσιότητα και, κατά συνέπεια, χωρίς το ληξιαρχείο. Είναι στον πάτο της κοινωνίας μόνο που η πορνεία έχει ένα βαρύ και ταπεινωτικό χαρακτήρα. Στις κορυφές της σοβιετικής κοινωνίας, όπου η εξουσία συνδυάζεται με την άνεση, η πορνεία παίρνει τη λεπτή μορφή μικρών αμοιβαίων εξυπηρετήσεων και ακόμα προσλαμβάνει την όψη της «σοσιαλιστικής οικογένειας». Έχουμε ήδη ακούσει από τον Σοσνόφσκι για τη σπουδαιότητα του «παράγοντα αυτοκίνητο-χαρέμι» στον εκφυλισμό του κυρίαρχου στρώματος.

Οι λυρικοί, οι ακαδημαϊκοί και οι άλλοι «φίλοι της Σοβιετικής Ένωσης» έχουν μάτια για να μην βλέπουν τίποτε. Οι νόμοι για το γάμο και την οικογένεια που εγκαθίδρυσε η Οκτωβριανή Επανάσταση και που ήταν κάποτε το αντικείμενο της εύλογης περηφάνιας της, τώρα κακοποιούνται και ακρωτηριάζονται με νόμους που δανείζονται μαζικά από τα θεσμολόγια των αστικών χωρών. Και σκοπεύοντας να σφραγίσουν την προδοσία με τη γελοιότητα, παίρνουν τα ίδια επιχειρήματα που προωθήθηκαν τότε υπέρ της χωρίς όρους ελευθερίας στο διαζύγιο και την έκτρωση – «την απελευθέρωση των γυναικών», «την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της προσωπικότητας», «την προστασία της μητρότητας» – και τα επαναλαμβάνουν τώρα υπέρ του περιορισμού και της πλήρους απαγόρευσής τους.

Η υποχώρηση όχι μόνο παίρνει μορφές αποκρουστικής υποκρισίας, αλλά και προχωράει άπειρα πιο μακριά απ’ ότι απαιτεί η σιδερένια οικονομική αναγκαιότητα. Στις αντικειμενικές αιτίες που γεννούν την επιστροφή αυτή σε αστικές μορφές, όπως είναι λόγου χάρη, η πληρωμή της διατροφής, προστίθεται το κοινωνικό συμφέρον του κυρίαρχου στρώματος να επιτείνει τον αστικό νόμο. Το πιο ισχυρό κίνητρο της σημερινής λατρείας της οικογένειας, είναι αναμφίβολα η ανάγκη της γραφειοκρατίας για μια σταθερή ιεραρχία σχέσεων, και για την πειθάρχηση της νεολαίας μέσα από 40.000.000 οικογένειες – σημεία στήριξης του κύρους και της εξουσίας της.

Ενώ ζούσε ακόμα η ελπίδα ότι η εκπαίδευση των νέων γενιών θα συγκεντρωθεί στα χέρια του κράτους, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ενδιαφερόταν να στηρίξει το κύρος των «μεγαλύτερων» και ιδιαίτερα της μητέρας και του πατέρα αλλά αντίθετα, έκανε ότι μπορούσε να χωρίσει τα παιδιά από την οικογένεια κι έτσι να τα προστατέψει από τις παραδόσεις ενός λιμνάζοντα τρόπου ζωής. Μέχρι τελευταία, στην πορεία του πρώτου πεντάχρονου πλάνου, τα σχολεία και η Κομμουνιστική Νεολαία χρησιμοποιούσαν παιδιά για να ξεσκεπάσουν, να ντροπιάσουν και γενικά να «ξαναεκπαιδεύσουν» τους μέθυσους πατέρες τους ή τις θρησκόληπτες μητέρες τους – με τι επιτυχία, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Οπωσδήποτε, αυτή η μέθοδος σήμαινε έναν κλονισμό του κύρους των γονιών από τα θεμέλια του. Στην όχι ασήμαντη αυτή σφαίρα επίσης, έχει γίνει τώρα μια οξεία στροφή. Μαζί με την έβδομη εντολή αποκαθιστά πλήρως τα δικαιώματά της και η πέμπτη εντολή – χωρίς, βέβαια, καμιά αναφορά ακόμα στο θεό. Αλλά και τα γαλλικά σχολεία προχωρούν χωρίς αυτό το συμπλήρωμα, κι αυτό δεν τα εμποδίζει από το να ενσταλάζουν με επιτυχία τον συντηρητισμό και τη ρουτίνα.

Η φροντίδα για το κύρος της παλιάς γενιάς, ας το πούμε παρεμβατικά, έχει ήδη οδηγήσει σε μια αλλαγή στην πολιτική σε ότι αφορά το ζήτημα της θρησκείας. Η άρνηση του θεού, της βοήθειάς του και των θαυμάτων του, ήταν η πιο αιχμηρή απ’ όλες εκείνες τις σφήνες που η επαναστατική εξουσία έμπηγε ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς. Περνώντας πάνω από την ανάπτυξη της κουλτούρας, της σοβαρής προπαγάνδας και της επιστημονικής εκπαίδευσης, η πάλη με την εκκλησία κάτω από την ηγεσία ανθρώπων τύπου Γιαροσλάβσκι, συχνά εκφυλιζόταν σε γελοιότητες και παρεκτροπές. Την επίθεση ενάντια στους ουρανούς, όπως και την επίθεση ενάντια στην οικογένεια, την έχουν φέρει τώρα σ’ ένα τέλος. Η γραφειοκρατία, που την ενδιέφερε μόνο ο σεβασμός του ονόματός της, διέταξε τους νεαρούς «άθεους» να παραδώσουν τον οπλισμό τους και να καθίσουν κάτω στα βιβλία τους. Στη σχέση με τη θρησκεία εγκαθιδρύεται βαθμιαία ένα καθεστώς ειρωνικής ουδετερότητας. Αλλά αυτό είναι το πρώτο μόνο στάδιο. Δεν θα ήταν δύσκολο να προβλέψουμε το δεύτερο και το τρίτο, αν η πορεία των γεγονότων εξαρτιόταν μόνο από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία.

Η υποκρισία της κυριαρχούσας γνώμης είναι ανάλογη, παντού και πάντοτε με το τετράγωνο ή τον κύβο των κοινωνικών αντιφάσεων. Τέτοιος περίπου είναι ο ιστορικός νόμος της ιδεολογίας, μεταφρασμένος στη γλώσσα των μαθηματικών. Σοσιαλισμός – αν είναι άξιος του ονόματός του – σημαίνει ανθρώπινες σχέσεις χωρίς απληστία, φιλία χωρίς φθόνο και δολοπλοκία, αγάπη χωρίς ταπεινούς υπολογισμούς. Το επίσημο δόγμα διακηρύσσει ότι αυτοί οι ιδεώδεις κανόνες έχουν ήδη πραγματοποιηθεί – και το κάνει τόσο επίμονα όσο δυνατότερα διαμαρτύρεται η πραγματικότητα ενάντια σε τέτοιες διακηρύξεις. «Πάνω σε μια βάση πραγματικής ισότητας ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες» λέει, λόγου χάρη, το νέο πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Νεολαίας, που υιοθετήθηκε τον Απρίλη του 1936, «μια νέα οικογένεια έρχεται σε ύπαρξη, που η άνθισή της θα είναι η φροντίδα του σοβιετικού κράτους». Ένα επίσημο σχόλιο συμπληρώνει το πρόγραμμα: «Οι νεολαίοι μας, στην εκλογή του φίλου της ζωής τους – γυναίκας ή άντρα – έχουν ένα μόνο κίνητρο, μια παρόρμηση: την αγάπη. Ο αστικός γάμος του οικονομικού συμφέροντος, δεν υπάρχει για την γενιά που τώρα μεγαλώνει», (Πράβντα, 4 του Απρίλη 1936). Σε ότι αφορά τον απλό εργάτη και την απλή εργάτρια, αυτό είναι λίγο πολύ αλήθεια. Αλλά ο «γάμος για το χρήμα» είναι συγκριτικά ελάχιστα γνωστός και στους εργάτες των καπιταλιστικών χωρών. Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά στα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Οι νέες κοινωνικές ομάδες βάζουν αυτόματα τη σφραγίδα τους πάνω στις προσωπικές σχέσεις. Τα ελαττώματα που η εξουσία και το χρήμα γεννούν γύρω από τις σεξουαλικές σχέσεις, ανθούν τόσο πλούσια στις γραμμές της σοβιετικής αριστοκρατίας, που σκέπτεσαι ότι έχει βάλει για στόχο να ξεπεράσει σ’ αυτό το ζήτημα την μπουρζουαζία της Δύσης.

Σε πλήρη αντίφαση με τον ισχυρισμό της Πράβντα που μόλις παραθέσαμε, «ο γάμος από συμφέρον», όπως ο ίδιος ο σοβιετικός Τύπος σε στιγμές τυχαίας ή αναπόφευκτης ειλικρίνειας ομολογεί, έχει τώρα πέρα για πέρα αναστηθεί. Τα προσόντα, οι μισθοί, η δουλειά, ο αριθμός των γαλονιών πάνω στην στρατιωτική στολή, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία, γιατί μαζί μ’ αυτά είναι δεμένα τα παπούτσια και τα γουναρικά, και τα διαμερίσματα, και τα μπάνια, και – το ύστατο όνειρο – τα αυτοκίνητα. Η απλή πάλη για ένα δωμάτιο ενώνει και χωρίζει όχι λίγα ζευγάρια κάθε χρόνο στη Μόσχα. Το ζήτημα των συγγενών έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία. Είναι πολύ χρήσιμο να έχει κανείς για πεθερό ένα στρατιωτικό διοικητή ή έναν αναδειγμένο κομμουνιστή, για πεθερά την αδελφή ενός ανώτερου αξιωματούχου. Μπορούμε να απορήσουμε μ’ αυτό; Μπορούσε να είναι διαφορετικά;

Ένα από τα πιο δραματικά κεφάλαια στο μεγάλο βιβλίο των Σοβιέτ θα είναι η αφήγηση της αποσύνθεσης και της διάλυσης εκείνων των σοβιετικών οικογενειών όπου ο σύζυγος σαν κομματικό μέλος, συνδικαλιστής, στρατιωτικός διοικητής ή διευθυντής, καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε και απόκτησε νέα γούστα στη ζωή και η σύζυγος, συντριμμένη από την οικογένεια, παράμεινε στο παλιό επίπεδο. Ο δρόμος των δύο γενιών της σοβιετικής γραφειοκρατίας είναι διάσπαρτος με τις τραγωδίες των γυναικών που τις απόρριψαν και τις εγκατέλειψαν. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρούμε τώρα στη νέα γενιά. Η μεγαλύτερη από όλες τις ωμότητες και τις σκληρότητες βρίσκεται ίσως στις ίδιες τις κορυφές της γραφειοκρατίας, όπου ένα πολύ μεγάλο ποσοστό έχει αποκτήσει τελευταία λίγη κουλτούρα και που θεωρεί ότι όλα του επιτρέπονται. Τα αρχεία και οι αναμνήσεις θα ξεσκεπάσουν κάποια μέρα τέλεια εγκλήματα στη σχέση με τις συζύγους, και τις γυναίκες γενικά, από τη μεριά των ευαγγελιστών αυτών της οικογενειακής ηθικής και της αναγκαστικής «χαράς της μητρότητας», που τώρα χάρη στη θέση τους δεν υπόκεινται σε δίωξη.

Όχι, η σοβιετική γυναίκα δεν είναι ακόμα ελεύθερη. Μέχρι τώρα, πλήρη ισότητα μπροστά στο νόμο έχει δοθεί άπειρα περισσότερη στις γυναίκες των ανώτερων στρωμάτων, στις αντιπροσώπους της γραφειοκρατικής, τεχνικής, παιδαγωγικής και γενικά, διανοητικής εργασίας, παρά στις εργαζόμενες γυναίκες και ιδιαίτερα στις αγρότισσες.

Όσο η κοινωνία είναι ανίκανη να αναλάβει στους ώμους της την υλική φροντίδα για την οικογένεια, η μητέρα μπορεί με επιτυχία να εκπληρώσει μια κοινωνική λειτουργία μόνο με τον όρο ότι έχει στην υπηρεσία της μια λευκή σκλάβα: νταντά, υπηρέτρια, μαγείρισσα, κτλ. Από τα 40.000.000 οικογένειες που αποτελούν τον πληθυσμό της Σοβιετικής Ένωσης, το 5 τοις εκατό ή ίσως το 10 τοις εκατό, χτίζουν την «εστία» τους άμεσα ή έμμεσα στηριγμένες στην εργασία οικιακών σκλάβων. Μια ακριβής απογραφή των σοβιετικών υπηρετριών θα είχε τόση σημασία για τη σοσιαλιστική εκτίμηση της θέσης των γυναικών στη Σοβιετική Ένωση όση ολόκληρη η σοβιετική νομοθεσία, όσο προοδευτική και αν είναι. Αλλά για τον ίδιο ακριβώς λόγο, οι σοβιετικές στατιστικές κρύβουν τις υπηρέτριες κάτω από το όνομα «εργαζόμενη γυναίκα» ή «και άλλες»! Η κατάσταση μιας μητέρας, που είναι μια επιφανής κομμουνίστρια, με μια μαγείρισσα, με ένα τηλέφωνο για να δίνει τις παραγγελίες της στα μαγαζιά, με ένα αυτοκίνητο για τα θελήματα κτλ, έχει ελάχιστη σχέση με την κατάσταση της εργαζόμενης γυναίκας, που είναι υποχρεωμένη να τρέχει στα μαγαζιά, να προετοιμάζει μόνη της το δείπνο και να μεταφέρει τα παιδιά της με τα πόδια από το νηπιαγωγείο αν, πραγματικά, υπάρχει στη διάθεσή της ένα νηπιαγωγείο. Καμιά σοσιαλιστική ετικέτα δεν μπορεί να κρύψει αυτή την κοινωνική αντίθεση, που δεν είναι λιγότερη χτυπητή από την αντίθεση ανάμεσα στην αστή κυρία και την προλετάρισσα σε οποιαδήποτε χώρα της Δύσης.

Η γνήσια σοσιαλιστική οικογένεια, από την οποία η κοινωνία θα απομακρύνει την καθημερινή ενόχληση των αφόρητων και ταπεινωτικών φροντίδων, δεν θα έχει ανάγκη από κανέναν γενικό διακανονισμό και η ίδια η ιδέα των νόμων για την έκτρωση και το διαζύγιο θα ηχούν στ’ αυτιά της όχι καλύτερα απ’ ότι η ανάμνηση των πορνείων ή των ανθρώπινων θυσιών. Η νομοθεσία του Οκτώβρη έκανε ένα τολμηρό βήμα προς την κατεύθυνση μιας τέτοιας οικογένειας. Η οικονομική και πολιτιστική καθυστέρηση έχει προκαλέσει μια σκληρή αντίδραση. Η θερμιδοριανή νομοθεσία καλεί για υποχώρηση στα αστικά πρότυπα, καλύπτοντας την υποχώρησή της με ψεύτικους λόγους για την ιερότητα της «νέας» οικογένειας. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, επίσης, η σοσιαλιστική χρεοκοπία καλύπτει τον εαυτό της με υποκριτική διακριτικότητα.

Υπάρχουν ειλικρινείς παρατηρητές που, ιδιαίτερα πάνω στο ζήτημα των παιδιών, έχουν κλονιστεί από την υπάρχουσα αντίθεση ανάμεσα στις γενικές αρχές και την άσχημη πραγματικότητα. Το απλό γεγονός των λυσσασμένων ποινικών μέτρων που έχουν υιοθετηθεί ενάντια στα άστεγα παιδιά, είναι αρκετό για να τους υποβάλλει τη σκέψη ότι η σοσιαλιστική νομοθεσία για την υπεράσπιση των γυναικών και των παιδιών δεν είναι τίποτε άλλο από μια χοντροκομμένη υποκρισία. Υπάρχουν παρατηρητές ενός αντίθετου είδους που έχουν εξαπατηθεί από την ευρύτητα και τη μεγαλοψυχία αυτών των ιδεών που τις έχουν ντύσει με τη μορφή των νόμων και των διοικητικών θεσμών. Όταν βλέπουν άπορες μητέρες, πόρνες και άστεγα παιδιά, οι αισιόδοξοι αυτοί λένε στον εαυτό τους ότι μια παραπέρα ανάπτυξη του υλικού πλούτου θα γεμίσει βαθμιαία τους σοσιαλιστικούς νόμους με ζωή. Δεν είναι εύκολο να αποφασίσει κανείς ποιος από τους δύο αυτούς τρόπους πρoσέγγισης είναι περισσότερο λαθεμένος και περισσότερο επιζήμιος. Μόνο άνθρωποι που πάσχουν από ιστορική τύφλα μπορούν να μην βλέπουν την ευρύτητα και την τολμηρότητα του σοσιαλιστικού πλάνου, τη σημασία των πρώτων σταδίων της ανάπτυξής του και τις τεράστιες δυνατότητες που αυτό ανοίγει. Αλλά, από την άλλη, είναι αδύνατο να μην αγανακτήσει κανείς από την παθητική και ουσιαστικά αδιάφορη αισιοδοξία εκείνων που κλείνουν τα μάτια τους στην αύξηση των κοινωνικών αντιφάσεων και παρηγορούν τον εαυτό τους ατενίζοντας το μέλλον, που το κλειδί του προτείνουν με σεβασμό να το αφήσουμε στα χέρια της γραφειοκρατίας. Σαν να μην είχε ήδη μετατραπεί η ισότητα των δικαιωμάτων των γυναικών και των ανδρών σε μια ισότητα στέρησης των δικαιωμάτων τους από τη μεριά της ίδιας αυτής γραφειοκρατίας! Και σαν να ήταν κάπου γραμμένο ότι η σοβιετική γραφειοκρατία δεν θα εγκαθιδρύσει μια νέα καταπίεση αντί να φέρει την ελευθερία.

Πώς ο άντρας υποδούλωσε τη γυναίκα, πώς ο εκμεταλλευτής υπόταξε και τους δυο, πώς οι εργάτες έχουν αποπειραθεί, με τίμημα το αίμα τους, να απελευθερωθούνε από τη σκλαβιά, αλλά δεν έχουν αλλάξει παρά τη μια αλυσίδα με την άλλη – για όλα αυτά, η Ιστορία μας λέει πολλά. Στην ουσία, δεν μας λέει τίποτε άλλο. Αλλά πώς πραγματικά θα απελευθερώσουμε το παιδί, τη γυναίκα και το ανθρώπινο όν; Γι’ αυτό δεν έχουμε ακόμα ένα σταθερό πρότυπο. Όλη η περασμένη ιστορική εμπειρία, ολοκληρωτικά αρνητική, απαιτεί τουλάχιστον και πρώτα απ’ όλα από τους εργάτες, μια αδιάλλακτη δυσπιστία προς όλους τους προνομιούχους και ανεξέλεγκτους κηδεμόνες.